«Ομοσπονδία ή βελούδινο διαζύγιο»

 Όταν τον Δεκέμβριο του 1991 υποστελλόταν η σοβιετική σημαία στο Κρεμλίνο για να την αντικαταστήσει η ρωσική, η Δύση πανηγύριζε για το τέλος τού «Ψυχρού Πολέμου». Κάποιοι μάλιστα, με την οίηση του νικητή, είχαν σπεύσει να μιλήσουν ακόμα και για το τέλος της Ιστορίας. Και πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν ο παράγοντας «Μόσχα» είχε περιθωριοποιηθεί. Οι κινήσεις της ήταν ελεγχόμενες, και γι’ αυτό δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη στη διπλωματική σκακιέρα. Όποιος μιλούσε τότε για τον διαρκή κίνδυνο αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου, και μάλιστα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, ΗΠΑ και Ρωσία, θεωρείτο ανιστόρητος. Να, όμως, που η Ιστορία δεν χρειάζεται παρά σπίθες για να τις μετατρέψει σε παγκόσμια φωτιά. Στην προκειμένη περίπτωση, με αφετηρία την Ουκρανία…

Του Γιάννη Συμεωνίδη

Ο Θεοχάρης Γρηγοριάδης είναι καθηγητής Οικονομικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Με σπουδές τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Ρωσία, είναι από τους καταλληλότερους για να αναλύσουν στην «Α» τις υπολανθάνουσες πτυχές μιας κρίσης που κάποιοι φοβούνται πως μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα παγκόσμιων αρνητικών εξελίξεων. Όχι, πάντως, και ο κ. Γρηγοριάδης, ο οποίος υποστηρίζει πως ο πόλεμος είναι κάτι που δεν θέλουν ούτε η Μόσχα ούτε η Ουάσιγκτον. Ο ίδιος, μάλιστα, επισημαίνει με νόημα πως οι Ουκρανοί πολιτικοί, όπως και ο έκπτωτος πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να δωροδοκούνται εσαεί τόσο από τους Ρώσους όσο κι από τους Αμερικανούς…

«Οι συνέπειες στη ρωσική οικονομία θα ήταν ανυπολόγιστες. Αντιμετωπίζει ήδη πολύ υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος θα επιβαρυνόταν αν ερχόταν σε ένοπλη αντιπαράθεση με κράτη μέλη τού ΝΑΤΟ, σε μια στιγμή μάλιστα που μειώνονται και τα έσοδά της από τους ενεργειακούς πόρους. Ούτε η Δύση έχει, όμως, την επιχειρησιακή δυνατότητα ούτε είναι διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό ρίσκο, με δεδομένο το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας στην περιοχή και ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να καλύψει μόνο την Πολωνία, ούτε καν τις Βαλτικές χώρες, σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης», υπογραμμίζει ο κ. Γρηγοριάδης.

Όσο, εξάλλου, και αν η μακροπρόθεσμη ρωσική και η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν χαράσσονται με βάση τη συγκυρία της στιγμής, η προσωπικότητα των εκάστοτε ηγετών τους παίζει σημαντικό ρόλο. Γι’ αυτό και δεν είναι προς όφελος της παγκόσμιας ειρήνης η διαπίστωση ότι Βλαντίμιρ Πούτιν και Μπαράκ Ομπάμα είναι ασύμβατοι μεταξύ τους χαρακτήρες. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας διατηρούσε καλύτερη σχέση με τον Τζορτζ Μπους, με τον οποίο τον έδενε ο κοινός τους συντηρητισμός, λαϊκισμός και πατριδοκαπηλία.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η επιθετική εξωτερική πολιτική τού κ. Πούτιν, την οποία ενεργοποίησε ξανά για να στρέψει κι αλλού το ενδιαφέρον από την οικονομική στασιμότητα, μοιάζει τόσο πολύ με αυτή του πρώην Αμερικανού προέδρου. Αντιθέτως, ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου αισθάνεται μεγαλύτερη πολιτική συγγένεια με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κλειδί ο πρώην πρεσβευτής

Για τον κ. Γρηγοριάδη, πάντως, πρόσωπο-κλειδί είναι ο προσφάτως αποχωρήσας πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα, Μάικλ Μακ Φολ. Υπήρξε σύμβουλος ασφαλείας τού κ. Ομπάμα όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν η Χίλαρι Κλίντον, ενώ είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, το οποίο θεωρείται προπύργιο των ρωσικών σπουδών στις ΗΠΑ. Ο κ. Μακ Φολ, ο οποίος είναι ένας από τους λίγους Αμερικανούς διπλωμάτες που μιλά άπταιστα ρωσικά, είναι επίσης σημαίνον στέλεχος του Ινστιτούτου Χούβερ, ενός συντηρητικού ιδρύματος που δημιουργήθηκε την εποχή τού Ψυχρού Πολέμου και ήταν πολύ δραστήριο σε χώρες στις οποίες ήθελαν να αποκτήσουν πρόσβαση οι ΗΠΑ, κυρίως στο «Ανατολικό Μπλοκ» και στη Λατινική Αμερική.

Για τον κ. Γρηγοριάδη, το «Κουτί τής Πανδώρας» άνοιξε όταν ο λαλίστατος και με επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων κ. Μακ Φολ έθεσε ένα θέμα ταμπού για τους ρώσους, αυτό των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων: «Οι Μ.Κ.Ο είναι η κλασική προσέγγιση του κόμματος των Δημοκρατικών για χώρες που δεν είναι φιλικές προς τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον, όμως, δεν μέτρησε καλά τα κουκιά στη συγκεκριμένη περίπτωση».

«Δεν προμηνύονται ευχάριστες εξελίξεις»

Ο κ. Γρηγοριάδης δεν διαθέτει μαγική γυάλα ώστε να προβλέψει το τι μέλλει γενέσθαι, αναφέρει όμως με σχετική σιγουριά πως η Ουκρανία αναγκαστικά θα μετασχηματιστεί ως κράτος: «Αν θέλει να παραμείνει ενωμένη, πρέπει να ακολουθήσει μια πιο ομοσπονδιακή λύση αφού δεν πρόκειται να αποδώσει η πολιτική των πιέσεων στη Ρωσία. Από την άλλη, ίσως οδηγηθούμε σε ένα βελούδινο διαζύγιο α-λά Τσεχοσλοβακία. Και ο κ. Πούτιν αγνοεί με πολύ θορυβώδη τρόπο τη διεθνή κοινότητα, αλλά και οι ΗΠΑ αντιδρούν στο ίδιο μήκος κύματος. Όπως κι αν έχει, δεν προμηνύονται ευχάριστες εξελίξεις για το μέλλον τής Ουκρανίας, πόσω μάλλον με μια τόσο φιλοαμερικανική κυβέρνηση όπως αυτή που είναι τώρα εγκαταστημένη στο Κίεβο».

«Η Γερμανία δεν θέλει να χάσει το ακριβό της ευρώ»

Σε αυτό το σκηνικό, ποιος είναι ο ρόλος της Γερμανίας, όπως τον περιγράφει ο καθηγητής τού Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου; «Λόγω του παρελθόντος της, δεν μπορεί να υποστηρίξει αποσχίσεις στην ανατολική Ευρώπη. Η ίδια, άλλωστε, προκάλεσε δύο παγκόσμιους πολέμους εξαιτίας της εμμονής της με την Πολωνία. Ακολουθεί μια μετριοπαθή γραμμή και είναι η χώρα-σύνδεσμος της Δύσης με τον κ. Πούτιν λόγω και της ενεργειακής της εξάρτησης από τη Μόσχα. Αντιθέτως, η Γαλλία που δεν έχει συμφέροντα στην περιοχή εμφανίζεται βασιλικότερη των ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να υποκαταστήσει τη Βρετανία ως η βασική ευρωπαϊκή χώρα αναφοράς στην άλλη όχθη τού Ατλαντικού και για να αντισταθμίσει με αυτόν τον τρόπο την αυξανόμενη γερμανική επιρροή στη Γηραιά Ήπειρο».

Ο κ. Γρηγοριάδης, όμως, μιλά και για μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ευρώ σε περίπτωση που τα πράγματα οδηγηθούν στα άκρα: «Η Γερμανία κατόρθωσε να έχει ρεκόρ εξαγωγών με ένα ακριβό νόμισμα. Ένας πόλεμος που θα τη φέρει αντιμέτωπη με έναν από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους, στον οποίο θα έχει επιβάλει κυρώσεις η Δύση, θα έχει επιπτώσεις και στις άμεσες επενδύσεις της στη Ρωσία και θα δημιουργήσει πιέσεις στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο. Με δεδομένη την πίεση κι από τα προβλήματα του ευρωπαϊκού Νότου, η Γερμανία δεν θέλει να χάσει το ακριβό της κοινό νόμισμα, το οποίο της φέρνει χρήματα».

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα