«Στάση ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ» για τις μειώσεις μισθών της ΣΤΑ.ΣΥ.

Εργαζόμενοι της ΣΤΑΣΥ ΑΕ (πρώην ΑΜΕΛ ΑΕ, θυγατρική της εταιρείας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ) έχασαν τον δικαστικό αγώνα που είχαν ξεκινήσει μετά τις μειώσεις στους μισθούς τους.

Της Καίτης Καλογήρου

Το Ειρηνοδικείο της Αθήνας (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), στο οποίο είχαν προσφύγει 86 εργαζόμενοι –οι περισσότεροι οδηγοί συρμών– απέρριψε την αγωγή τους επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, την οικονομική κρίση και το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου οι μειώσεις των μισθών στον δημόσιο τομέα ήταν νόμιμες!

Τι υποστήριζαν οι εργαζόμενοι

Στη συλλογική αγωγή τους, οι εργαζόμενοι υποστήριζαν μεταξύ άλλων ότι:

# Οι όροι αμοιβής και εργασίας τους καθορίζονται με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπογράφει κάθε φορά η συνδικαλιστική τους οργάνωση με την εναγόμενη.

# Η τελευταία μείωσε τις αποδοχές του συνόλου των εργαζομένων της μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3833/2010 (άρθρ. 1 παρ. 5) και Ν. 3845/2010 αφενός μη νόμιμα καθώς  έχει ρητά εξαιρεθεί από τον δημόσιο τομέα ως θυγατρική της εταιρείας ΑΜΕΛ αφετέρου δε αντισυνταγματικά αφού οι σχετικές διατάξεις των νόμων τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στα άρθρα 22 παρ. 2 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο και έχει υπερνομοθετική ισχύ.

# Ζητούσαν λοιπόν οι εργαζόμενοι να υποχρεωθεί η εταιρεία, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς τα αιτούμενα με την αγωγή χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στην διαφορά που έχει προκύψει από την μείωση των αποδοχών τους σε σχέση με αυτές που έπρεπε να λάβουν με βάση τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως 31/10/2010 καθώς επίσης στην διαφορά του δώρου Χριστουγέννων μεταξύ των ετών 2009 και 2010 και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό.

Τι έκρινε το Δικαστήριο

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης, οι θυγατρικές μιας εταιρείας για να εξαιρεθούν από τον δημόσιο τομέα, πρέπει αυτό να προβλεφθεί ρητά με ειδική διάταξη νόμου (του ιδρυτικού τους ή άλλου). Στην προκείμενη περίπτωση η εξαίρεση  δεν προβλέφθηκε με καμία διάταξη νόμου.

Εξάλλου, το Σύνταγμα δεν καθορίζει ως αποκλειστική πηγή προσδιορισμού των όρων εργασίας και συνεπώς και του μισθού, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίες αλλά παραλλήλως και το νόμο. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και σε κατάσταση εξαιρετικώς έκτακτων οικονομικών συνθηκών, παρέχεται για το λόγο αυτό από το Σύνταγμα η εξουσία στον κοινό νομοθέτη να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στον καθορισμό των αποδοχών των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως ακριβώς έγινε και με την διάταξη του άρθρου 31 του Ν. 4024/2011.

Συνεπώς η περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, όπως και των λοιπών εργαζομένων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η οποία έγινε αφενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσης η οποία κατ’ αυτόν είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της και αφετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά ούτε και στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας όπως όλως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, καθόσον για την περικοπή των αποδοχών τους τηρήθηκαν όλες οι από το Σύνταγμα και το νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις, ενώ σε κανένα σημείο του νόμου δεν προβλέπεται ότι απαγορεύεται η δυνατότητα κατάρτισης νέων συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις επιμέρους επιχειρήσεις, με τις οποίες θα ρυθμιστούν οι λοιποί όροι εργασίας ενώ, αντίθετα, με το άρθρ. 37 του Ν. 4024/2011 προβλέπεται ρητά η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης και τις ενώσεις των εργαζομένων.

Μάλιστα, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των εργαζομένων περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας με το σκεπτικό ότι «αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων.

»Η δημοσιονομική εξυγίανση δεν στηρίζεται μόνον στη μείωση των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας στην οποία, κατ’ αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα.

»Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. Με το σύνολο των μέτρων που έχει λάβει ο νομοθέτης μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνον η αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσεως αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον.

»Περαιτέρω, με τα επίμαχα μέτρα εξασφαλίζεται ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και συνταξιούχους των οποίων, αντιστοίχως οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ή των 2.500 ευρώ. Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα