Αγώνας δρόμου για να πείσουν για την αμερικανική επιτυχία

Δηλώσεις και διαρροές για τα όσα έγιναν στις ΗΠΑ

Πανηγύρια εντός εκτός της χώρας με την ολοκλήρωση της επίσκεψης Τσίπρα στις ΗΠΑ. Ενώ η αντιπολίτευση αντιδρά στην συμφωνία για την αναβάθμιση των F16 με κάποιους να ψελλίζουν ότι θα έπρεπε κανονικά να αγοράσουμε F35 όπως η Τουρκία(!), στην κυβέρνηση μετρούν κέρδη.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στους δημοσιογράφους που τον συνόδευαν, τόνισε πως «το ταξίδι πήγε εξαιρετικά καλά, οι βασικοί στόχοι επιτεύχθηκαν».  Υποστήριξε δε ότι σε όλες τις συναντήσεις υπήρξε μια κοινή παραδοχή: «Η Ελλάδα επιστρέφει» ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής και στροφής που αποδεικνύεται όχι μόνο από τις επιδόσεις της οικονομίας αλλά και από τις διαθέσεις που κατέγραψε μεταξύ των επενδυτών απέναντι στη χώρα.

Εντύπωση προκαλεί η εικόνα που αποκόμισε ο πρωθυπουργός η οποία απέχει παρασάγγας από τα όσα οι Έλληνες συναντούν στην καθημερινότητα τους: επισήμανε ότι του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι κυρίως στις επαφές του με επιχειρηματίες, σε αντίθεση με ό,τι συναντούσε σε επαφές που είχε παλιότερα, είτε στις ΗΠΑ είτε αλλού, η συζήτηση δεν περιστρεφόταν πλέον στις μεταρρυθμίσεις και στο πότε θα τις υλοποιήσει η Ελλάδα, αλλά από τα χρόνια προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία και η χώρα ακόμα και πριν την περίοδο των μνημονίων, δηλαδή από τα θέματα αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, επιτάχυνσης των δικαστικών αποφάσεων, ορθότερης λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Κάτι που, όπως υπογράμμισε, δείχνει ότι «θεωρείται πια δεδομένο πως σε μεγάλο βαθμό έχουν υλοποιηθεί οι μεταρρυθμίσεις και η χώρα βγαίνει από τα προγράμματα στήριξης».

Ειδικότερα αναφορικά με την συζήτηση για την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και την αναβάθμιση του στόλου των αεροσκαφών, τόνισε πως «πήραμε μια διαβεβαίωση πολύ σημαντική, ότι θα έχουμε την καλύτερη δυνατή, ίσως μια από τις συμφωνίες που η Ελλάδα δεν έχει ξαναπετύχει σε επίπεδο κόστους». «Διότι», όπως υπογράμμισε, «στην ουσία πάνω από το μισό του κόστους δεν θα καταβληθεί από την ελληνική πλευρά». «Αυτή είναι η συζήτηση, δεν έχουμε καταλήξει», σημείωσε, για να συνεχίσει λέγοντας ότι «κι αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό από την αμερικανική πολιτική ηγεσία, ότι δεν είναι ένα οικονομικό ζήτημα, είναι ζήτημα ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας η διατήρηση των ισορροπιών». Επί της ουσίας πάντως η συμφωνία αυτή δεν απέχει από τον σχεδιασμό της κυβέρνησης Σαμαρά όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος προωθούσε κάτι αντίστοιχο με κόστος 2,4 δισ. Ευρώ.

Πίσω στην Αθήνα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι η επίσκεψη του κ. Τσίπρα στις ΗΠΑ «εντάσσεται στο πλαίσιο του δόγματος της  πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και επιβεβαιώνει την  αναβάθμιση της οικονομικής και γεωπολιτικής σημασίας  της χώρας, την οποία αναγνώρισε ο Αμερικανός Πρόεδρος, όπως επίσης και όλοι οι ηγέτες των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη που τα τελευταία δύο χρόνια έχει συναντήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός», τόνισε εισαγωγικά κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Μάλιστα, ο κ. Τζανακόπουλος θύμισε ότι -«μετά από μία μακρά  περίοδο διεθνούς απομόνωσης της χώρας», όπως τόνισε- ο πρωθυπουργός έχει συναντηθεί από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του με τον Μπάρακ Ομπάμα, δύο φορές με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, την Άνγκελα Μέρκελ, καθώς και με τους Γάλλους Προέδρους Ολάντ και Μακρόν, ενώ επισκέφτηκε και την Κούβα.

Την ίδια ώρα, θύμισε ο κ. Τζανακόπουλος, η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρωτοβουλία για τη Σύνοδο των χωρών του Νότου, η οποία, όπως τόνισε, εξελίσσεται πλέον σε θεσμό, ενώ οι τριμερείς Σύνοδοι με Κύπρο και Ισραήλ, Κύπρο και Αίγυπτο, καθώς και η τετραμερής με Βουλγαρία, Σερβία και Ρουμανία αναβαθμίζουν τη χώρα μας σε πυλώνα σταθερότητας σε μία ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή.

Ενώ, «η σημασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, αναγνωρίστηκε από τον Αμερικανό Πρόεδρο, τους φορείς της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας αλλά και το σύνολο των μεγαλύτερων διεθνών ΜΜΕ», ανέφερε επίσης.

Τα, κρίσιμα, όπως τα χαρακτήρισε, ζητήματα που συζητήθηκαν στις ΗΠΑ ήταν:

Ζητήματα οικονομίας και ενίσχυσης των αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα και στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μια ομάδα εργασίας ανάμεσα στα Υπουργεία Οικονομίας των δύο χωρών για τη συνεργασία και την προετοιμασία του «εδάφους» για το διμερές εμπόριο, την προώθηση της  καινοτομίας και την ενίσχυση των επενδύσεων.

Συζητήθηκαν θέματα ασφάλειας -περιφερειακών εξελίξεων.

Τέθηκε το μείζον ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους αλλά και η ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.

Ενώ, τέλος, τέθηκε επί τάπητος από τον πρωθυπουργό οι ελληνικές θέσεις για τα εθνικά ζητήματα. Συζητήθηκε, ακόμη, το θέμα της αναβάθμισης του ελληνικού στόλου των μαχητικών αεροσκαφών F-16.

Για το θέμα που ανέκυψε με τα F-16 και τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε την Νέα Δημοκρατία «υπέπεσε για άλλη μία φορά σε ατοπήματα κατ’ εξακολούθηση», στην προσπάθειά της, μάλιστα, να υποβαθμίσει την «τεράστια γεωπολιτική και οικονομική σημασία της επίσκεψης του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ».

Ο κ. Τζανακόπουλος παρέθεσε, βήμα βήμα, την κατ’ αυτόν αλλαγή στάσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικότερα:

«Στην αρχή κατήγγειλε τη συμφωνία, στη συνέχεια, αναγνώρισε την αναγκαιότητά της αλλά άσκησε κριτική για το κόστος, και τώρα κατόπιν εορτής, ζητά ενημέρωση από τη Βουλή, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει ιδέα για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάει».

Στην κατακλείδα της τοποθέτησής του, ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, σε ένα τέτοιο σοβαρό εθνικό θέμα «να υπάρξει αναλυτική ενημέρωση στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής και εφόσον ζητηθεί, και σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών».

Από το Μέγαρο Μαξίμου πάντως φρόντισαν να στηρίξουν και με διαρροές την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ.

Σε ερωτήσεις με αφορμή τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, για το πού οφείλεται η αλλαγή στάσης του Ταμείου το τελευταίο διάστημα και για το εάν υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα για τις αποφάσεις της κ. Λαγκάρντ, κυβερνητικοί κύκλοι διατυπώνουν την εκτίμηση τους ότι, εν πολλοίς, η αλλαγή της στάσης οφείλεται στο ότι η ίδια η ζωή έχει διαψεύσει πολλές φορές το τελευταίο διάστημα τις προβλέψεις του Ταμείου. Οι ίδιες πηγές εκφράζουν την εκτίμηση πως, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία αποκτά ρυθμούς ανάπτυξης και δημιουργείται ένα πλαίσιο που διασφαλίζεται ότι η χώρα θα πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους, το Ταμείο δεν έχει λόγο να επιμένει σε προβλέψεις και απαιτήσεις που διαψεύδονται. Εκτιμούν επίσης ότι καθώς υπάρχει η προϊστορία των λανθασμένων προβλέψεων, το Ταμείο για λόγους ισχυρής αξιοπιστίας θα επιμείνει στο να κερδίσει κάτι σημαντικό για να ανακτήσει την αξιοπιστία του, και αυτό είναι το θέμα του χρέους. Αναφέρουν ακόμη ότι υπάρχει αποφασιστικότητα στο Ταμείο, αν δεν υπάρξει ανταπόκριση από την ευρωπαϊκή πλευρά, να μην τραβήξουν σε μάκρος οι συζητήσεις, γιατί κάτι τέτοιο επίσης θα έπληττε την αξιοπιστία του, όπως εκτιμούν οι ίδιες πηγές.

Υπογραμμίζεται πως αυτό το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται έχει ορίζοντα αφετηρίας τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία και ορίζοντα τερματισμού το τέλος του Φεβρουαρίου, όποτε είναι και το deadline για το stand by arrangement που έχει υπογράψει το Ταμείο. Εκτιμούν συνεπώς ότι δεν υπάρχει προοπτική να μπούμε στην άνοιξη. «Αυτό που θέλει η ελληνική πλευρά είναι να τελειώνει», υπογραμμίζουν και σχολιάζουν ως προς το θέμα της συμμετοχής ή μη του ΔΝΤ: «μέσα ή έξω, πρέπει να τελειώνουμε».

Σημειώνεται ότι «αμέσως μετά την ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης και στο βαθμό που αυτή γίνει έτσι, όπως προσδοκούμε και δουλεύουμε, στην ώρα της, θα βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα με το Ταμείο για την ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης διευθέτησης σε σχέση με το χρέος».

Σχολιάζουν πως, καθώς η αρχική εντύπωση που της είχε δοθεί ήταν πως αυτή κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν θα εμπλεκόταν τόσο ενεργά στο θέμα, προκάλεσε θετική έκπληξη στην ελληνική πλευρά το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση, όπως έκανε και η προηγούμενη, επιμένει στην ανάγκη και υποστηρίζει την ανάγκη να υπάρξουν περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουν ότι ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν εξαιρετικά εποικοδομητικός και ως προς αυτό το θέμα, και στις δηλώσεις του. Δεν παραλείπουν επίσης να επισημάνουν ότι τέσερις ημέρες πριν από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, υπήρξε δημόσια τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών Μενούτσιν, «όχι και τόσο ευχάριστη για την πλευρά του ΔΝΤ».

Κληθείσες να σχολιάσουν την αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με το κόστος της αναβάθμισης των F16, οι ίδιες πηγές διευκρινίζουν για ακόμη μια φορά ότι από τα 2,4 δισ, το 1,1 δισ είναι το καθαρό κόστος που θα επιβαρυνθεί η ελληνική πλευρά και μάλιστα αυτό σε βάθος δεκαετίας. Αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία και πως αυτό που συζητά αυτή την ώρα η Ελλάδα, είναι η ελληνική πλευρά να δαπανήσει περίπου 1,1 δις ευρώ σε βάθος δεκαετίας για τον εκσυγχρονισμό 85 – 95 αεροσκαφών. Τα υπόλοιπα μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι φόροι και διάφορα αντισταθμιστικά θα τα αναλάβει η αμερικανική πλευρά, προσθέτουν, και σημειώνουν ότι στην αμερικανική πλευρά «κατανοούν πως δεν είναι ζήτημα οικονομικό, αλλά ευαίσθητο γεωπολιτικό, ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν οι ισορροπίες ισχύος στην περιοχή».

Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν επίσης πως οι ειδικοί στο υπουργείο Άμυνας τονίζουν πως είναι μια συμφωνία που είναι εξαιρετικά επωφελής για την ελληνική πλευρά και δεν έχει υπάρξει παρόμοια στο παρελθόν. Συμπληρώνουν πως η τελική συμφωνία θα είναι περίπου τη άνοιξη του 2018.

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν ότι ο πρωθυπουργός «είναι ανοικτός ανά πάσα στιγμή να ενημερώσει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς» ή και πως αν η αντιπολίτευση ζητήσει ενημέρωση στη Βουλή, είναι στη διάθεσή τους και δεν έχει καμία αντίρρηση. Πάντως σημειώνουν ότι δεν προτίθεται να πάρει ο ίδιος μια τέτοια πρωτοβουλία γιατί θεωρεί πως είναι ένα θέμα αυτονόητο, και πως όταν έρθει η ώρα η αρμόδια επιτροπή της Βουλής.

Στο ερώτημα πώς θα αντιδράσουν οι Βρυξέλλες, σημειώνουν ότι πρόκειται για μια συμφωνία που θα ξεκινήσει όταν θα έχουμε βγει από τα μνημόνια και θα αφορά 1,1 δις ευρώ σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή ουσιαστικά 110 εκατ. ευρώ το χρόνο. «Εμείς ετοιμαζόμαστε να δώσουμε 1 δισ σε κοινωνικό μέρισμα», σχολιάζουν, και εκτιμούν ότι οι εταίροι δεν τα λένε αυτά και πως ίσως κάποιοι «τους βάζουν λόγια να τα λένε». Υπογραμμίζουν επιπλέον ότι η Ελλάδα δεν μπαίνει σε μια κούρσα εξοπλισμών όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά ότι, αντίθετα, «προβαίνει στις απαραίτητες εκείνες ενέργειες για να μην είναι αναξιοποίητα αυτά τα οποία έχουμε», «έχουμε την εθνική ευθύνη να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας των ενόπλων δυνάμεων».

Ως προς ένα άλλο ζήτημα γύρω από το οποίο επίσης προκλήθηκε «θόρυβος», αυτό της βάσης της Σούδας, οι ίδιες πηγές εκφράζουν απορία για την έκταση που πήρε. Αναφέρουν ότι δεν υπήρξε αντικείμενο συζήτησης για την Σούδα, πέρα από το ότι υπήρξε αναφορά στην αξία της και στη σημασία της και στις πολύ ουσιαστικές διευκολύνσεις που δίνονται εκεί για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Σχολιάζουν ότι άλλωστε δεν αμφισβητεί κανείς ούτε προβλέπει αρνητικά ότι θα υπάρξει άμεσα μια ελληνική κυβέρνηση που θα θελήσει να σταματήσει αυτή τη συνεργασία. Επισημαίνουν ότι δεν είναι μόνο η αμερικάνικη βάση εκεί, αλλά και η βάση του ελληνικού ΠΝ και ότι θα ενδιέφερε τη χώρα κάποια στιγμή η αναβάθμισή της.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα