Εφτά ημέρες διορία…

Μόλις μία εβδομάδα χρόνο έχει η ελληνική κυβέρνηση για να αποδείξει αν ο… τσαμπουκάς της απέναντι στους δανειστές είναι ουσιαστικός ή άνευ περιεχομένου. Και αυτό διότι στις 30 Απριλίου λήγει η προθεσμία για να υπάρξει συμφωνία στο πλαίσιο της 20ής Φεβρουαρίου. Κατά διαβολική σύμπτωση, η λήξη του ασφυκτικού dead line συμπίπτει με τριήμερο λόγω του εορτασμού της Πρωτομαγιάς. Και ήδη κάποιοι ανακαλούν στη μνήμη τους την περίπτωση της Κύπρου και το τριήμερο της Καθαροδευτέρας εκεί…

Ρεπορτάζ: Θεοδόσης Παπανδρέου

Ούτε η συνάντηση με την Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, ούτε τα παραθυράκια του Γέρουν Ντάισελμπλουμ για τμηματική εκχώρηση της τελευταίας δόσης στάθηκαν ικανά να αντιμετωπίσουν τον χείμαρρο Σόιμπλε, ο οποίος με το «καλημέρα» απέκλεισε την πιθανότητα να βρεθεί λύση στο χθεσινό Eurogroup για την Ελλάδα. Η εξέλιξη πάντως αυτή δεν φαίνεται να ξάφνιασε κανέναν, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα οι προθέσεις των δανειστών είχαν γίνει γνωστές, ενώ κάποιοι πιο… προχωρημένοι έθεταν ως ορόσημο την 11η Μαΐου.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη ημερομηνία είναι προγραμματισμένο το επόμενο Eurogroup που θα μπορούσε να δώσει λύση, αλλά κυρίως ο εκβιασμός των εταίρων, μιας και την ακριβώς επόμενη μέρα, 12 Μαΐου καλούμαστε να αποπληρώσουμε άλλη μία δόση προς το ΔΝΤ. Η ανύπαρκτη όμως ρευστότητα καθιστά αδύνατη τη συγκέντρωση περίπου 770.000.000 ευρώ που απαιτούνται.
Τις προηγούμενες ημέρες από το κυβερνητικό επιτελείο διέρρευσε πως αν μέχρι τα τέλη Απριλίου δεν υπάρξει συμφωνία, τότε είναι άκυρη και η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, οπότε και η Ελλάδα θα επανακαθορίσει τις θέσεις της. Αν και υπήρξε διάψευση όσον αφορά τον εκβιασμό, παρ’ όλα αυτά στο παρασκήνιο συγκεκριμένοι κύκλοι επέμεναν σε αυτή τη θέση.
Η ερχόμενη Πέμπτη, λοιπόν, ή το ξημέρωμα της Παρασκευής, είναι μια μέρα ορόσημο για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα κληθεί να αποδείξει αν ο εκβιασμός της ισχύει ή είναι κενός περιεχομένου. Αλλά κυρίως ποιον δρόμο θα ακολουθήσει την επόμενη μέρα, με δεδομένο πως η έξοδος από το ευρώ ξορκίζεται. Το παράδειγμα της Κύπρου προτείνεται από κάποιους όμως οι φόβοι που εκφράζονται για ακραίες αντιδράσεις προβληματίζουν. Έστω και αν στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι απαιτούμενο το «κούρεμα» των καταθέσεων, μιας και το πρόβλημα των τραπεζών έχει λυθεί τυπικά, αλλά ο περιορισμός των εκροών και η διαχείριση των καταθέσεων (βλ. σχετικό ρεπορτάζ στις σελ 6-7).
Όλες οι ενδείξεις πάντως θέλουν την κυβέρνηση να οδηγείται σε συμβιβασμό με τους εταίρους, οι οποίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν βήμα πίσω από τις αρχικές τους θέσεις.
Τις επόμενες κινήσεις μάλιστα είχε αποκαλύψει ο γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής και μέλος της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, Νίκος Θεοχαράκης, σε συνέντευξή του, όπου περιέγραφε τις ελληνικές προθέσεις για να επιτευχθεί η πολυπόθητη συμφωνία.
«Οι κόκκινες γραμμές, τα εργασιακά, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ., υπάρχουν, αλλά θέλω να πω ότι θα υπάρξουν κάποια πράγματα στα οποία άμα αποφασίσουμε σε τελευταία ανάλυση να συμφωνήσουμε θα γίνουν κάποιες μεταβολές στην πολιτική, θα πάνε αργότερα», είπε χαρακτηριστικά. Ο Ν. Θεοχαράκης μάλιστα είχε ξεκαθαρίσει πως δεν περίμενε απόφαση από το χθεσινό Eurogroup αλλά εκτίμηση διαθέσεων. Πληροφορίες πάντως από τις Βρυξέλλες θέλουν ένα από τα σημεία διαφωνίας να είναι και οι αποκρατικοποιήσεις, με τους δανειστές να επιμένουν (χωρίς διάθεση υποχώρησης) σε άνευ όρων ξεπούλημα κρατικής περιουσίας με μόνο στόχο την είσπραξη.

Το όπλο τού «δεν έχω»
Πάντως, ένα από τα όπλα που όπως όλα δείχνουν θα χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση είναι η αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της χώρας, καθώς εκτιμάται πως αυτό θα υποχρεώσει την απέναντι πλευρά να ρίξει νερό στο κρασί της. Στο χθεσινό Eurogroup οι δανειστές έδειξαν πως δεν προτίθενται να κάνουν βήμα πίσω, τονίζοντας πως εναπόκειται στην ελληνική πλευρά να λάβει τις αποφάσεις που απαιτούνται για την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων. Αυτό δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ελπίδα ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί ως την ερχόμενη σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί στις 11 Μαΐου στις Βρυξέλλες. Ανέφερε επίσης ότι, από τη στιγμή που θα κλείσουν οι εν εξελίξει διαβουλεύσεις, θα αρχίσουν οι συνεννοήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι μετά τον Ιούνιο, όποτε λήγει η τετράμηνη παράταση που δόθηκε τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα.
Ο Ολλανδός υπουργός αναφέρθηκε επίσης στα προβλήματα ρευστότητας που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία λέγοντας ότι είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να επιταχυνθεί ο ρυθμός των διαβουλεύσεων, ενώ δεν έκρυψε ότι στη διάρκεια της συνεδρίασης το κλίμα για την ελληνική πλευρά και τον Γιάνη Βαρουφάκη προσωπικά υπήρξε αρνητικό. Από την πλευρά του ο Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί ανέφερε ότι ναι μεν έχουν γίνει κάποιες πρόοδοι από ελληνικής πλευράς –κυρίως τις τελευταίες ημέρες–, πλην όμως σημείωσε ότι αυτές είναι ανεπαρκείς. «Είμαστε ακόμη μακριά», τόνισε ο Γάλλος Επίτροπος, επισημαίνοντας ότι οι ελληνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να ενταθούν.
Αισιοδοξία(;) Βαρουφάκη ότι η συμφωνία είναι κοντά!

Εν τω μεταξύ, και παρά τις αντιδράσεις στο Eurogroup, ο Γιάνης Βαρουφάκης εκτιμά πως είμαστε δύο βήματα από τη συμφωνία. Όπως σημειώνει σε άρθρο του, οι «τρεις μήνες διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους θεσμούς έχουν οδηγήσει σε σημαντική σύγκλιση προκειμένου να υπερβούμε την πολυετή οικονομική κρίση».
Σύμφωνα με τον υπουργό, με τους εταίρους έχουμε ήδη συμφωνήσει σε πολλά: «Το φορολογικό μας σύστημα χρειάζεται βαθιά μεταρρύθμιση και οι εισπρακτικές αρχές πρέπει να απελευθερωθούν από πολιτικές και εταιρικές δεσμεύσεις. Το ασφαλιστικό σύστημα αιμορραγεί. Το τραπεζικό σύστημα δεν καταφέρνει να παρέχει ικανοποιητική πίστη ακόμα και σε κερδοφόρες, εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η αγορά εργασίας έχει πληγεί από την κρίση και πορεύεται βαθιά κατακερματισμένη τη στιγμή που η παραγωγικότητα της εργασίας χωλαίνει. Η δημόσια διοίκηση απαιτεί εκσυγχρονισμό επειγόντως, ενώ η δημόσια περιουσία (όταν δεν ξεπουλιέται, όπως τα προηγούμενα χρόνια) παραμένει αδρανής. Αξεπέραστα εμπόδια παρεμβάλλονται στους νέους που πασχίζουν να δημιουργήσουν τον πιο σύγχρονο αναπτυξιακό πυλώνα – τα start-ups. Ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων είναι αναιμικός. Και, τέλος, η ανισότητα έχει φτάσει σε απαράδεκτα επίπεδα, εμποδίζοντας την κοινωνία να στοιχηθεί πίσω από τις πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις».

Τα εμπόδια
Τα δύο εμπόδια που μένει, σύμφωνα πάντα με τον υπουργό, να ξεπεραστούν είναι: Πρώτον, πρέπει να συμφωνήσουμε στον τρόπο εκπόνησης του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης για τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια ολιστική, κοινά συμφωνημένη ατζέντα μεταρρυθμίσεων που θα υποστηρίζει αυτή την πορεία σταθεροποίησης και που θα χαίρει της υποστήριξης της ελληνικής κοινωνίας.
«Ξεκινώντας με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, το θέμα που μας απασχολεί αφορά στη μέθοδο. Από το 2010, οι θεσμοί χρησιμοποιούν τη μέθοδο της “προς-τα-πίσω επαγωγής”: Ορίζουν μια μελλοντική ημερομηνία (έστω το έτος 2020) και ένα στόχο για τον λόγο ονομαστικού χρέους προς εθνικό εισόδημα (έστω 120%) τον οποίο κρίνουν επαρκή για να επιτευχθεί η πλήρης επιστροφή της χώρας στις αγορές (δηλαδή, να μπορεί το κράτος να δανείζεται από ιδιώτες με λογικά επιτόκια). Κατόπιν, κάτω από αυθαίρετες υποθέσεις όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, τον πληθωρισμό, τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων κ.ο.κ., υπολογίζουν τι πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία κάθε χρόνο, πηγαίνοντας “προς τα πίσω”, από το 2020 μέχρι το 2015.
Το αποτέλεσμα αυτής της “προς τα πίσω” μεθόδου είναι η “παγίδα λιτότητας”: προσδιορίζοντας τα πρωτογενή πλεονάσματα που χρειάζονται σήμερα και τα επόμενα χρόνια (π.χ. 4% με 4,5%) για να επιτευχθεί ο επιλεγμένος στόχος του χρέους το 2020 (120% του ΑΕΠ) καταρρέει ο ρυθμός ανάπτυξης πολύ κάτω του επιπέδου που απαιτείται (περί το 3%) για να πιαστεί ο… πολυπόθητος στόχος του χρέους! Έτσι η οικονομία θυμίζει τον εγκλωβισμένο στην κινούμενη άμμο, ο οποίος όσο πιο πολύ προσπαθεί ξεφύγει τόσο πιο γρήγορα βουλιάζει σε αυτήν. Άλλωστε αυτός δεν είναι ο λόγος που τα προηγούμενα σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής των θεσμών απέκλιναν από τους στόχους τους τόσο θεαματικά;» τονίζει, ενώ αναφερόμενος στην πρόταση της κυβέρνησης συμπληρώνει:
«Προτείνουμε μέθοδο υπολογισμού που “κοιτάει μπροστά”, υιοθετώντας πρωτογενή πλεονάσματα που συμβαδίζουν με σοβαρούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγής οι οποίοι μαγνητίζουν (σ’ έναν ενάρετο κύκλο) επενδύσεις και, έτσι, δύνανται να σταθεροποιήσουν πραγματικά τόσο την οικονομία όσο και το δημόσιο χρέος. Εάν αυτό σημαίνει ότι το 2020 ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερος από 120%, ας είναι. Τότε θα πρέπει να επινοήσουμε έξυπνους τρόπους εξορθολογισμού ή αναδιάρθρωσης του χρέους – έχοντας ως στόχο τη μεγιστοποίηση της πραγματικής παρούσας αξίας που θα αποδοθεί στους πιστωτές της χώρας».
Όσον αφορά τη «μεταρρυθμιστική παγίδα» που εμπεριέχει το θέμα των μισθών και των συντάξεων, εξηγεί πως «η κυβέρνησή μας πιστεύει ότι αυτό το πρόγραμμα απέτυχε, καθιστώντας τους Έλληνες καχύποπτους κάθε φορά που ακούν τη λέξη “μεταρρύθμιση” – η “μεταρρυθμιστική παγίδα” στην οποία αναφέρθηκα. Η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της αποτυχίας είναι το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη πτώση μισθών και κόστους, οι εξαγωγές έμειναν στάσιμες (ενώ η εξαφάνιση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται αποκλειστικά στην κατάρρευση των εισαγωγών)».
Ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστηρίζει πως οι διαφωνίες με τους εταίρους φαίνονται, από τεχνικής πλευράς, να γεφυρώνονται εύκολα. «Η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να εκλογικεύσει το ασφαλιστικό μας σύστημα (για παράδειγμα περιορίζοντας τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις), να προχωρήσει στην αξιοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, να δώσει λύση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που καθηλώνουν την τραπεζική πίστη, να δημιουργήσει μια νέα φορολογική αρχή υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου (και ανεξάρτητη από πολιτικές και εταιρικές παρεμβάσεις), να εκπολιτίσει την άγρια αγορά εργασίας, και να προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων. Οι διαφορές που παραμένουν αφορούν το πώς αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων μεταρρυθμίσεων και το μακροοικονομικό περιβάλλον», σημειώνει.
«Υποχρέωσή μας είναι να πείσουμε τους εταίρους μας ότι εννοούμε αυτά που λέμε, χωρίς τακτικισμούς και με μεταρρυθμιστικές προτάσεις επί στέρεας λογικής βάσης. Δική τους υποχρέωση είναι να εγκαταλείψουν μια προσέγγιση που έχει αποτύχει», καταλήγει στο άρθρο του.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα