«Κράταγα την τσάντα της και τα χέρια μου ήταν γεμάτα από το αίμα της…»

Με απίστευτη κυνικότητα περιγράφει στους αστυνομικούς που διενήργησαν την προανακριτική εξέταση ο 58χρονος, καθ’ ομολογία δολοφόνος της Δώρας Ζέμπερη, τα όσα συνέβησαν το μοιραίο απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου στο Β’ νεκροταφείο Αθηνών.

«Δεν μπορώ ακόμη να χωνέψω πως έγινε το κακό. Κατέστρεψα μια οικογένεια και αισθάνομαι πολύ άσχημα γι’ αυτό. Ξέρω ότι μια συγγνώμη δεν θα φέρει πίσω την κοπέλα ούτε θα καλυτερεύσει την κατάσταση αλλά θέλω να την πω. Έχω δύο παιδιά, ένα αγόρι που έχω υιοθετήσει κι ένα κορίτσι που είναι 12 χρονών. Η πρώην γυναίκα μου μένει στην Κόρινθο. Με χώρισε το 2007 γιατί κατάλαβε ότι έπαιρνα την κάτω βόλτα. Έχω μπει δυο φορές φυλακή. Δεν έχω πιάσει δουλειά από τότε που βγήκα και τα βγάζω πέρα με κλοπές», ανέφερε αρχικά στους αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής ο 58χρονος τοξικομανής.

“Χωρίς να καταλάβω πως κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φόρες, μετά η κοπέλα που ήταν ματωμένη άρχισε να τρέχει ματωμένη προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια”

Στη συνέχεια ανέφερε πως «οι πληγές που έχω στα χέρια μου είναι από σπασίματα τζαμιών αυτοκινήτων, για κάτι τέτοιο πήγαινα στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών. Όμως τα πράγματα εκεί στράβωσαν. Εκεί πήγαινα και παλιότερα και έπαιρνα κάτι ασημένια κηροπήγια και καντήλια που έβρισκα εκεί. Κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω κι εκείνο το απόγευμα αλλά η κακιά η ώρα το έφερε και μαζί μου κουβαλούσα ένα μαχαίρι, στιλέτο ήταν. Είδα μια νεαρή κοπέλα να κλαίει μπροστά σε έναν τάφο. Την έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Δίπλα της ήταν μια τσάντα, μπεζ χρώματος. Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κανέναν, μόνο κάτι γριές. Τότε σκέφτηκα να πάω να πάρω την τσάντα της κοπέλας, γιατί πίστευα ότι σίγουρα θα έχει κάποια λεφτά μέσα. Την πλησίασα από πίσω της και της είπα “Δώσε μου την τσάντα σου τώρα!”. Της έβγαλα το μαχαίρι, άρχισε να με τραβάει και να χτυπιόμαστε. Χωρίς να καταλάβω πως κι ενώ παλεύαμε τη χτύπησα με το μαχαίρι, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες φόρες, μετά η κοπέλα που ήταν ματωμένη άρχισε να τρέχει ματωμένη προς το κέντρο του νεκροταφείου φωνάζοντας βοήθεια».

«Είχα το αίμα της στα χέρια μου…»

«Εγώ γύρισα προς τα πίσω από όπου είχα μπει κρατώντας την τσάντα της κοπέλας στα χέρια μου. Είχα σαστίσει εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Είχα θολώσει, κοίταξα τα χέρια μου και είδα ότι ήταν γεμάτα αίματα. Το αίμα ήταν της κοπέλας γιατί εγώ δεν είχα χτυπήσει. Έβγαλα μια χαρτοπετσέτα και σκούπισα τα αίματα», συνέχισε στην απολογία του ο καθ’ ομολογία δολοφόνος της Δώρας Ζέμπερη και κατέληξε:

«Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Κοίταξα μέσα στην τσάντα είχε iPhone 5 με τα ακουστικά του ένα πορτοφόλι με κάρτες και 5 ευρώ. Τα είχα χαμένα εκείνη την ώρα. Πούλησα το κινητό σε μαγαζί Πακιστανών μαζί με τα ακουστικά για 20 ευρώ. Ήμουν αγχωμένος και ιδρωμένος. Ήθελα να το πουλήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται για να εξαφανιστώ από εκεί. Μετά ψώνισα πρέζα από τη Βάθης και πήγα σπίτι και κοιμήθηκα για να ηρεμήσω. Όταν έγινε το κακό δεν είχα πιει πρέζα αλλά είχα στερητικά. Όλο αυτόν τον καιρό από τότε που έκανα το κακό μέχρι σήμερα έβλεπα τις ειδήσεις που έλεγαν για την κοπέλα και σκεφτόμουν τις συμφορές που προκάλεσα. Περίμενα να με βρείτε και να σας πω τι έγινε. Με το που σας τα είπα έφυγε ένα βάρος από μέσα μου, που το κουβαλούσα και δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν για το κακό που είχα κάνει. Έβαλα φωτιά στη τσάντα και στα πράγματα της κοπέλας».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα