Παγκόσμιος φόβος για χρηματιστηριακό κραχ

O κίνδυνος χρεοκοπίας της Deutsche Bank η οποία πριν λίγες ημέρες ανακοίνωσε ζημιές 6 δισ. ευρώ για το 2015, το κόστος των προβλέψεων για διαγραφή «τοξικών» στοιχείων του ενεργητικού της που αγγίζει τα 10 δισ. ευρώ, ενώ τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν εκτοξευτεί και τεράστια πτώση στην τιμή του πετρελαίου, που παρασύρει τις μετοχές των διεθνών τραπεζών προκαλούν φόβο παγκόσμιου χρηματιστηριακού κραχ.

Πιο συγκεκριμένα, καιρό είχαμε να δούμε τόσο αρνητική αφετηρία για μία νέα χρηματιστηριακή χρονιά, αναφέρουν αναλυτές της Deutsche Welle που προσθέτουν πως όποιος ήλπιζε ότι οι αγορές θα ισορροπούσαν τελικά αυτές τις μέρες, έχει διαψευστεί οικτρά. Ιδιαίτερα οι μετοχές των τραπεζών δεινοπαθούν, παρασύροντας και άλλους τίτλους στο σπιράλ της πτώσης.
Τεράστια ποσά έχουν επενδυθεί σε μετοχές. Αυτό συμβαίνει γιατί στα χρηματιστήρια παίζεται το μέλλον. Γιατί κάπου πρέπει να τοποθετηθούν τα δισεκατομμύρια που αδιαλείπτως διοχετεύουν στις αγορές οι κεντρικές τράπεζες. Και γιατί, σε μακροχρόνια βάση, οι μετοχές παραμένουν μία συμφέρουσα επένδυση.

Όλα αυτά τα κίνητρα συγκάλυπταν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα τεράστια προβλήματα που αναστατώνουν την παγκόσμια οικονομία: την ανεπίλυτη ακόμη κρίση στην Ουκρανία. Τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Συρία με τις επακόλουθες προσφυγικές ροές. Την κρίση χρέους στην Ελλάδα, η οποία προσωρινά μόνο φαινόταν να βαίνει προς λύση. Την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η τιμή του πετρελαίου ολισθαίνει σε δυσθεώρητα βάθη, γεγονός που μπορεί να ευεργετεί την επιρρεπή στην κατανάλωση πετρελαίου γερμανική οικονομία, αλλά κατά τα λοιπά μάλλον συμφορές προκαλεί. Γιατί κανείς δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με μία μακρά περίοδο αποσταθεροποίησης σε σημαντικές αναδυόμενες αγορές όπως η Ρωσία και η Βραζιλία.

Ας μείνουμε για λίγο στην τιμή του πετρελαίου: Καμία από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες δεν μπορεί να διατηρήσει τα σημερινά επίπεδα παραγωγής. Τόσο η Σαουδική Αραβία, όσο και η Ρωσία, η Βενεζουέλα ή οι ΗΠΑ έχουν πρόβλημα. Θεωρητικά οι Σαουδάραβες θα μπορούσαν να το λύσουν, μειώνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα την παραγωγή τους και αυξάνοντας αντιστοίχως την τιμή του προϊόντος.

Δεν θέλουν όμως, καθώς δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε ανταγωνισμό, ούτε με το “φράκινγκ” των Αμερικανών, αλλά ούτε και με τον προαιώνιο εχθρό, το Ιράν. Η στρατηγική τους φαίνεται να στέφεται με επιτυχία, τουλάχιστον όσον αφορά τις ΗΠΑ, καθώς πολλές εταιρίες εξόρυξης με τη μέθοδο “φράκινγκ” σηκώνουν πλέον λευκή σημαία.

Αυτή είναι άλλωστε μία από τις αιτίες για την πτώση των χρηματιστηρίων: οι εταιρίες αυτές είχαν υπερχρεωθεί για να μπουν σε μία αγορά με υψηλό αρχικό κόστος επένδυσης και όπως εκτιμάται, ανάλογα με τις πηγές που ο καθένας επικαλείται, οφείλουν σήμερα στις τράπεζες δάνεια συνολικού ύψους 250 έως 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Να λοιπόν που επιστρέφει και ο φόβος μίας νέας δημοσιονομικής κρίσης. Τα πιστωτικά ιδρύματα, πολλά εκ των οποίων αυτήν την εποχή ασχολούνται περισσότερο με την εσωτερική τους αναδιοργάνωση παρά με ο,τιδήποτε άλλο, ίσως υποχρεωθούν να αυξήσουν τις επισφάλειές τους.

Αυτή η προοπτική προκαλεί στους επενδυτές μεγαλύτερο φόβο από κάθε άλλη εξέλιξη. Τις συνέπειες υφίσταται κυρίως η Deutsche Bank. Η τιμή της μετοχής της κατέγραψε νέο αρνητικό ρεκόρ το περασμένο Σαββατοκύριακο, αν και η συγκεκριμένη τράπεζα δεν έχει επενδύσει παρά ελάχιστα στον ενεργειακό κλάδο. Όλα αυτά δείχνουν πόσο έντονη είναι η νευρικότητα των επενδυτών, αλλά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι μετα τις υπερβολές των τελευταίων εβδομάδων οι τιμές των μετοχών θα ισορροπήσουν. Βέβαια, θεωρείται μάλλον σίγουρο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα τα πράγματα “θα γίνουν χειρότερα πριν γίνουν καλύτερα”. Όποιος χάνει τον ύπνο του με όλα αυτά, καλύτερα να μην βλέπει καν τις τιμές των μετοχών στο επόμενο χρονικό διάστημα. Για όλους τους υπόλοιπους το σύνθημα ειναι: Κρατάμε την ψυχαιμία μας, κλείνουμε τα μάτια και προχωράμε.

Γιατί βυθίζονται οι μετοχές της Deutsche Bank
Τα αίτια της μεγάλης πτώσης των μετοχών της Deutsche Bank αναλύουν δημοσιεύματα του ξένου τύπου.

Τα δημοσιεύματα συγκεκριμένα αναφέρουν ότι η Deutsche Bank εξετάζει την επαναγορά ορισμένων ομολόγων της για να μπορέσει πιθανόν να αντιμετωπίσει τις μαζικές πωλήσεις της μετοχής της αυτό τον μήνα, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν ότι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα δεν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τα ομόλογά της υψηλότερου ρίσκου, όπως αυτά που μπορούν να μετατραπούν υπό προϋποθέσεις σε μετοχές (CoCos), αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.

Ωστόσο απο το βράδυ της Τρίτης οι απώλειες της μετοχής της τράπεζας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης περιορίστικαν, αφού έγινε γνωστή η είδηση αυτή, αλλά η βουτιά που έκανε στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης αυτό τον μήνα έχει αφαιρέσει περισσότερα από 4 δις ευρώ από τη χρηματιστηριακή της αξία. Οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για το αν ο Διευθύνων Σύμβουλος της Deutsche Τζον Κράιαν μπορεί να αναδιαρθρώσει με επιτυχία την τράπεζα, καθώς η μεταβλητότητα στις αγορές πλήττει τα κέρδη της και οι δικαστικές έρευνες εναντίον της απειλούν να αυξήσουν τις δαπάνες της. Με τέτοιες ανησυχίες να βαραίνουν τις μετοχές και τα ομόλογα της τράπεζας, η εταιρεία μπορεί να επιδιώξει να επιτύχει κεφαλαιακά κέρδη με την επαναγορά ομολόγων της σε τιμές χαμηλότερες των ονομαστικών τους.

Μάλιστα δημοσίευμα της Wall Street Journal αναφέρει ότι η Deutsche αποτελεί την επιτομή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Η αδύναμη κερδοφορία της θα πάρει χρόνια για να αυξηθεί και αυτό κάνει πολύ δύσκολη την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της γερμανικής τράπεζας, η οποία θα πρέπει να αυξηθεί έως το 2019, σημειώνει η εφημερίδα.

Η αλήθεια είναι, σημειώνει η WSJ, ότι η Deutsche έχει καταγράψει εμπροσθοβαρώς το κόστος της αναδιάρθρωσής της, περιλαμβανομένων ζημιών 1 δις ευρώ το 2015, και έχει προγραμματίσει την πληρωμή σχεδόν 8 δις ευρώ για δικαστικές δαπάνες: Τα 5,5 δις ευρώ ως προβλέψεις και άλλα 2,2 δις ευρώ που θεωρεί ως ενδεχόμενες προβλέψεις. Αυτό το κόστος, προσθέτει το δημοσίευμα, είναι αρκετό, αλλά όχι όσο θα έπρεπε, καθώς τα πιο πρόσφατα προβλήματα, που σχετίζονται, για παράδειγμα, με τις έρευνες για ξέπλυμα χρήματος στη Ρωσία, μπορεί να αυξήσουν πολύ τον λογαριασμό για τη Deutsche.

Αν και η γερμανική τράπεζα έχει άφθονα μετρητά για να αγοράσει ομόλογά της, αναφέρει το Bloomberg, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση για την επαναγορά και αυτή μπορεί να θεωρείται για την ώρα μη ελκυστική ενέργεια, δήλωσε πηγή που έχει γνώση των συζητήσεων της εταιρείας. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, η επαναγορά θα εστίαζε στα ομόλογα υψηλής διαβάθμισης που έχει εκδώσει η τράπεζα και πιθανότατα δεν θα περιλάμβανε το πιο ριψοκίνδυνο χρέος της, όπως τα CoCos. Εκπρόσωπος της γερμανικής τράπεζας αρνήθηκε να κάνει σχόλιο για το θέμα αυτό.

Η Deutsche έχει εκδώσει ομόλογα υψηλής διαβάθμισης (που δεν έχουν λήξει ακόμη) ύψους περίπου 53,8 δις ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, ενώ η σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης του συνολικού χρέους της, ύψους 144 δις ευρώ, είναι έξι χρόνια.

Ο Κράιαν δήλωσε με υπόμνημα στους εργαζόμενους ότι η τράπεζα «είναι σταθερή σαν βράχος». Η εταιρεία, πρόσθεσε, έχει μεγάλη «δυνατότητα και δέσμευση να πληρώνει κουπόνια (τοκομερίδια) στους επενδυτές» που κατέχουν τα CoCos της. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε χθες από το Παρίσι στην τηλεόραση του Bloomberg ότι δεν ανησυχεί για την Deutsche Bank. Οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν την πτωτική τάση των τιμών των ομολόγων της. Οι τιμές αυτές υποχώρησαν 2,07% από την αρχή του 2016 έως προχθές, με βάση τον δείκτη υψηλής διαβάθμισης ομολόγων τραπεζών της Ευρωζώνης που καταρτίζει η Bank of America Merrill Lynch, έναντι κέρδους 0,63% του δείκτη αναφοράς. Η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έχει μειωθεί 41% από την αρχή του έτους, ενώ το κόστος προστασίας από το ενδεχόμενο μη αποπληρωμής των ομολόγων της έχει υπερδιπλασιασθεί.

Τα ομόλογα χαμηλής διαβάθμισης της Deutsche που λήγουν τον Απρίλιο του 2025, ύψους 1,5 δις ευρώ και με επιτόκιο 4,5%, έχουν υποχωρήσει 9,8 σεντς από την αρχή του έτους στα 82,56 σεντς στο δολάριο, με την απόδοσή τους να έχει εκτιναχθεί στο 7,1%.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα