Συμμορφώθηκε με τις «διαταγές» του ΣτΕ ο Πιτσιλής

Οριστικό (;) τέλος βάζει η τελευταία εγκύκλιος του Διοικητή της ΑΑΔΕ στους αναδρομικούς φορολογικούς ελέγχους προ του 2011

Οριστικό (;) τέλος βάζει η τελευταία εγκύκλιος του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Γιώργου Πιτσιλή, στους αναδρομικούς φορολογικούς ελέγχους προ του 2011 που αφορά στις υποθέσεις των 65 CD με τους μεγαλοκαταθέτες και των εμβασμάτων προς το εξωτερικό.

Έπειτα από αλλεπάλληλες διοικητικές πράξεις και ερμηνείες το υπουργείο Οικονομικών υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί με την πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 2934/2017 και 2935/2017) και να σταματήσει τους αναδρομικούς ελέγχους 10ετίας (αντί της επιτρεπομένης 5ετίας) που πραγματοποιούνταν με αφετηρία «συμπληρωματικά στοιχεία» που προέκυπταν εκ των υστέρων από έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών.

Η συγκεκριμένη εγκύκλιος δίνει ρητές κατευθύνσεις στις εφορίες, καθώς το καθεστώς που διαμορφώθηκε μετά την έκδοση των αποφάσεων ήταν ασαφές σε σχέση με τις προηγούμενες πρακτικές, οπότε η αρχειοθέτηση των ελέγχων πέραν της 5ετίας που προκύπτουν από «συμπληρωματικά στοιχεία» προερχόμενα είτε από εγχώριους είτε από σε άλλες χώρες τραπεζικούς λογαριασμούς, είναι πλέον μονόδρομος.

«Δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της ανωτέρω πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στον νόμο», ξεκαθαρίζεται στην εγκύκλιο, καθώς η συνταγματική αρχή της χρηστής διοίκησης, αλλά και η πραγματική δυνατότητα της φορολογικής Αρχής επιτάσσει τον άμεσο έλεγχο των υποθέσεων.

«Μόνο αν…»

Η εγκύκλιος ΠΟΛ 1194/5-12-2017 καθιστά απολύτως σαφές ότι σε περίπτωση που εκ των υστέρων περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής συμπληρωματικά στοιχεία επιτρέπεται να εκδοθούν διορθωτικές πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου αποκλειστικά για την φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά και αποκλειστικά για το έτος στο οποίο αυτά αφορούν, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι σε καμία περίπτωση η Διοίκηση δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει ώστε να συνεκτιμηθούν κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο.

Στην περίπτωση στοιχείων που προέρχονται από άλλες χώρες (χρηματοοικονομικά προϊόντα, λοιπές κινητές αξίες, διαφορές χαρτοφυλακίου, τραπεζικές κινήσεις, διαφορές υπολοίπων λογαριασμών κ.λπ.), συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία και άρα επιμηκύνουν στην δεκαετία την παραγραφή μόνο εάν και πάλι η φορολογική αρχή αιτιολογημένα δεν θα μπορούσε να τα γνωρίζει νωρίτερα και μόνο εάν από τα στοιχεία αυτά προκύπτει αδήλωτη φορολογητέα ύλη.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας την ευθύνη την έχει αποκλειστικά η φορολογική αρχή. Κι αυτό διότι ένας κανόνας που ορίζει τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής (δεκαετία), διπλάσιο του κατ’ αρχάς προβλεπόμενου (και ειδικά ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή/και της βαρύτητας, από απόψεως ποσού, της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογούμενους όσο και για το Δημόσιο (όσον αφορά την φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, την δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των διοικουμένων, τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων τους προς όφελος και της εθνικής οικονομίας, καθώς και την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών). Λέει το ΣτΕ:

«Η δεκαετής παραγραφή είναι πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και την καταστολή της φοροδιαφυγής από μια σύγχρονη, καλά οργανωμένη και επιμελή φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένου υπόψη ότι ο λόγος της ανωτέρω επιμήκυνσης της προθεσμίας παραγραφής θα συνίστατο στην όψιμη (μετά την πάροδο της πενταετίας) συλλογή και εκτίμηση από τη φορολογική αρχή στοιχείων περί των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων, μέσω της χρήσης βασικού και τακτικού μέσου, που έχει στη διάθεσή του, εδώ και πολλά χρόνια, ο φορολογικός έλεγχος και το οποίο αυτός οφείλει να εφαρμόζει, ορθολογικά και επίκαιρα, αξιοποιώντας κατάλληλα και τη σύγχρονη τεχνολογία, για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου του».

Κατά συνέπεια, η εγκύκλιος ορίζει ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες πληρούνται τα ανωτέρω ως προς την ύπαρξη συμπληρωματικών στοιχείων, ελέγχονται κατ’ εφαρμογή της περ. α΄ της παρ. 1 της εγκ. ΠΟΛ. 1154/2017, κατά προτεραιότητα, ως προς τις χρήσεις 2006 και μετά, και εκδίδονται οι σχετικές πράξεις προσδιορισμού. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις παρ. 2, 3, και 4 της εγκ. ΠΟΛ. 1154/2017, θεωρούνται παραγεγραμμένες και μπαίνουν στο αρχείο.

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΕΚΔΟΘΟΥΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑ ΥΛΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΥΤΑ ΑΦΟΡΟΥΝ, ΜΟΝΟ ΟΜΩΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΟΤΙ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΥΝΕΚΤΙΜΗΘΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΧΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα