«Έτσι σώθηκα από τη φλεγόμενη Σμύρνη»

Κάποιος, κάπου, κάποτε είχε πει πως η Ιστορία πρέπει να γράφεται από τους επιζώντες της, δηλαδή από συνηθισμένους ανθρώπους οι οποίοι κλήθηκαν κάποια στιγμή στη ζωή τους από την προσωπική τους μοίρα να αντιμετωπίσουν ασυνήθιστες καταστάσεις, τις οποίες άλλοι επέβαλαν πάνω τους. Αν κάποιος λαός, εξάλλου, έχει μεγάλη εμπειρία από εθνικές τραγωδίες, αυτός δεν είναι άλλος από τον ελληνικό.

 

Του Γιάννη Συμεωνίδη

 

Η Ρωμιοσύνη, που «ένα χρόνο ζει ειρήνη και τριάντα στη φωτιά», μπορεί να διηγηθεί πάμπολλες ιστορίες ανθρώπων της οι οποίοι έχασαν τα πάντα πριν σταθούν ξανά στα πόδια τους και φτιάξουν μια πατρίδα από την αρχή.

Αυτή είναι και η ιστορία του Βασίλη Λαδόπουλου, ενός 20χρονου αμαξά το 1922, ο οποίος αναγκάστηκε, μαζί με την οικογένειά του, τέτοιες ημέρες πριν από ακριβώς 90 χρόνια να εγκαταλείψει τη «μάνα» Σμύρνη. Η «Α» έχει στη διάθεσή της ένα πραγματικό ντοκουμέντο, την καταγραφή από τον ίδιο τον Λαδόπουλο του πώς κατάφερε να γλιτώσει, πάνω από μία φορά, από βέβαιο θάνατο. Συγκλονίζει η διήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, της αγωνίας του για επιβίωση την ώρα που η ελληνική Ιστορία «φορούσε» τα πιο πένθιμα ρούχα της. Η καταγραφή έγινε τον Οκτώβριο του 1979 στον Βόλο, η οποία ήταν και η πόλη που τον «φιλοξένησε» ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1992, έλεγε στους δικούς του πως το σπίτι του βρισκόταν ακόμα στη Σμύρνη…

 

 

«Με πυροβόλησαν»

«Οι πρώτοι που μπήκαν στη Σμύρνη ήταν οι τσέτες, οι οποίοι έκαναν ό,τι ήθελαν: έσπαζαν πόρτες, έμπαιναν στα άδεια σπίτια, λήστευαν κι αν έβρισκαν κανέναν μέσα τον σκότωναν. Έτυχε να βρίσκομαι σε ένα εργοστάσιο, το οποίο είχε γεμίσει με κόσμο που είχε έρθει τρομοκρατημένος από διάφορα χωριά. Στεκόμουν σε μια γωνιά με ένα άλλο παιδί, το οποίο πυροβολήθηκε από έναν τσέτη. Το έβαλα στα πόδια, με πυροβόλησαν, αλλά ευτυχώς τα βλήματα βρήκαν έναν τοίχο…

»Μόλις νύχτωσε, σκέφτηκα να πάω στους δικούς μου στο Νταραγάτσι, που απείχε μισή ώρα από την πόλη. Ήμουν τελείως μόνος, όπου βάδιζα έβλεπα σκοτωμένους, αλλά και μισοζώντανους τους οποίους δεν μπορούσα να βοηθήσω. Όταν πλησίαζαν Τούρκοι έκανα κι εγώ τον πεθαμένο, αλλιώς θα με σκότωναν.

»Όταν έφτασα στη γειτονιά μου χτύπησα την πόρτα τού σπιτιού μου, αλλά δεν μου απάντησε κανείς. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα σπίτια τού χωριού. Απελπίστηκα, σκέφτηκα όμως να χτυπήσω την πόρτα ενός γειτονικού εργοστασίου παγοποιίας, όπου βρισκόταν ένας Τούρκος φύλακας τον οποίο ήξερα χρόνια κι ο οποίος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Μόλις χτύπησα την πόρτα, αμέσως μου άνοιξε. Όταν μπήκα, είδα όλη τη γειτονιά μέσα, κάπου 500 άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ρώτησα για τους δικούς μου και μου είπαν πως βρίσκονταν στο σπίτι μας, αλλά πιθανότατα δεν μου άνοιξαν γιατί φοβούνταν…»

 

 

«Με είχαν για σκοτωμένο»

Ο Β. Λαδόπουλος συνεχίζει την αφήγησή του και περιγράφει τη στιγμή που ξαναντάμωσε με τους γονείς του, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή τον είχαν για νεκρό:

«Εκείνο το βράδυ έμεινα στο εργοστάσιο, ο ιδιοκτήτης τού οποίου ήταν πασάς και είχε πινακίδες στα τουρκικά που έβλεπαν οι Τούρκοι και δεν ζύγωναν. Ένας συγχωριανός μας που δεν ήθελε να μπει στο εργοστάσιο βρέθηκε την επόμενη ημέρα πετσοκομμένος… Ξαναχτύπησα στο σπίτι μου, αυτήν τη φορά μού άνοιξαν. Μόλις με είδαν οι γονείς μου, έτρεξαν στην αγκαλιά μου γιατί με είχαν για σκοτωμένο. Στο σπίτι μας ήταν κι άλλος κόσμος από διάφορα χωριά, γύρω στα 50 άτομα…

»Σε λίγο ακούσαμε χτυπήματα. Ο τουρκικός στρατός είχε στήσει καταυλισμό, ενώ οι στρατιώτες άφησαν τα όπλα, πήραν κασμάδες και λοστούς, σχημάτισαν ομάδες κι έσπαγαν πόρτες και παράθυρα κι έμπαιναν στα σπίτια. Όποιον έβρισκαν τον σκότωναν, ενώ έπαιρναν ό,τι τους άρεσε, και πήγαιναν στο επόμενο σπίτι. Αν έβρισκαν καλύτερα πράγματα αλλού, παρατούσαν τα προηγούμενα κι έπαιρναν τη νέα σοδειά. Μετά ήρθε η σειρά τού δικού μας σπιτιού. Ήμασταν όλοι μέσα. Εκείνη την ώρα ο Θεός με φώτισε και πρότεινα στον πατέρα μου να περάσουμε με μια σκάλα στον διπλανό μπαξέ, που ανήκε στο εργοστάσιο.

»Όταν περάσαμε, σκεφτήκαμε πως θα ήταν προτιμότερο να πηγαίναμε στο διπλανό κτίριο, το οποίο ανήκε σε βρετανική εταιρεία και ήταν καλά φρουρούμενο από τον βρετανικό στρατό. Εκεί καθίσαμε τρεις ημέρες γιατί ήμασταν ασφαλείς. Μετά ησύχασαν τα πράγματα και πήγαμε στα σπίτια μας. Ύστερα από μια εβδομάδα οι Τούρκοι στρατιώτες μάς είπαν να εγκαταλείψουμε το Νταραγάτσι, αλλιώς θα καιγόμασταν όλοι μας.

»Πήγαμε στο Μερσινλί, το οποίο ήταν γεμάτο με κόσμο. Βρήκαμε ένα οικοπεδάκι και στρώσαμε στο χώμα για να κοιμηθούμε. Δίπλα μας, οι Τούρκοι είχαν κρεμάσει έναν Έλληνα και του είχαν βάλει στο στόμα ένα τσιγάρο φτιαγμένο από εφημερίδα για να τον εξευτελίσουν. Κοιμηθήκαμε δίπλα από το πτώμα. Την άλλη ημέρα πέρασε ένα μπουλούκι, το οποίο ακολουθήσαμε μέχρι το χωριό Μπαϊρακλί. Στο δρόμο βρήκαμε έναν παπά ξαπλωμένο καταγής. Του είχαν δεμένα τα χέρια και τα πόδια, τον είχαν σταυρώσει όπως το Χριστό. Ανάπνεε ακόμα, δεν είχε πεθάνει. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας Τούρκος αξιωματικός, κατέβηκε από το άλογό του, είδε τον παπά που χαροπάλευε και τον πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι…»

 

 

Υπήρξαν και καλοί Τούρκοι

«Ήταν και το Μπαϊρακλί γεμάτο από κόσμο. Υπήρχαν εκεί γύρω τουρκικά χωριά τα οποία κατοικούσαν βάρβαροι, οι γιουρούκηδες (σημ.: νομαδικός λαός τής Μικράς Ασίας). Φοβόμασταν μήπως κατεβούν και μας πετσοκόψουν. Μας έσωσε ένα επεισόδιο. Τρεις Τούρκοι λήστεψαν ένα γέρο και τον άφησαν γυμνό. Εκείνη τη στιγμή έτυχε, όμως, να περάσει ένας Τούρκος αξιωματικός. Ο γέρος γονάτισε και του ζήτησε βοήθεια. Ο αξιωματικός τού είπε, “εσύ είσαι παππούς μου, δεν επιτρέπεται να με προσκυνάς”, κι απαίτησε από τους Τούρκους να επιστρέψουν τα κλεμμένα.

»Αφού το έκαναν, κίνησαν να φύγουν αλλά δεν πρόλαβαν να περπατήσουν δέκα μέτρα κι ο αξιωματικός πυροβόλησε και τους τρεις. Μετά ζήτησε να τους κρεμάσουν από τα μεγάλα πλατάνια που υπήρχαν στο σιδηροδρομικό σταθμό τού χωριού και να τους κολλήσουν χαρτιά στα στόματά τους, τα οποία να γράφουν για ποιο λόγο σκοτώθηκαν…»

 

 

«Βοσκούσαμε σαν τα πρόβατα»

Στο ντοκουμέντο που έχει στη διάθεσή της η «Α», ο Β. Λαδόπουλος διηγείται, εξάλλου, το πώς οι Έλληνες ξεριζωμένοι διατάχθηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αλλά μόλις τα κατάφεραν διατάχθηκαν εκ νέου να φύγουν για την Ελλάδα. Ιδού, το χρονικό της δύσκολης επιστροφής, του χωρισμού της οικογένειας αλλά και αντάμωμά της ξανά στον Βόλο:

«Καθίσαμε τρεις ημέρες στο Μπαϊρακλί, ούτε ψωμί είχαμε ούτε τίποτα. Ο κόσμος βοσκούσε σαν τα πρόβατα μες τα αμπέλια κι έτρωγε τα φύλλα από τα κλήματα. Μετά από τρεις ημέρες ήλθε διαταγή να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Όταν γυρίσαμε, όμως, ήλθε άλλη διαταγή να φύγουμε για την Ελλάδα. Δεν μας επέτρεψαν να πάρουμε τίποτα από τα πράγματά μας. Με δυσκολία πήραμε δυο κουβέρτες και μέσα σε αυτές τυλίξαμε τρία εικονίσματα.

»Την ώρα που πήγαμε να μπαρκάρουμε στα καράβια, μας σταμάτησαν στο φυλάκιο κι έλεγξαν τα δέματά μας για να δουν μήπως είχαμε πάρει χρυσαφικά. Όταν έπεσαν κάτω τα εικονίσματα, ένας Τούρκος που είχε ζήσει στην Κρήτη και ήξερε ελληνικά μάς είπε με μίσος, “αυτά θα σας σώσουν;”, τα σούβλισε με την ξιφολόγχη του και μας έδιωξε να μην τα πάρουμε.

»Μόλις πήγαμε, όμως, λίγο παραπέρα η νύφη μου μας είπε πως θα γυρνούσε πίσω για να πάρει τα εικονίσματα. Δεν ξέρω τι συζήτηση είχε με τον Τούρκο, αλλά άρπαξε τα εικονίσματα κι έφυγε…

»Η οικογένειά μου μοιράστηκε σε έξι διαφορετικά καράβια. Εμένα, τη μητέρα μου και τα άλλα αδέλφια μου, μας έβγαλαν στη Χίο και τον πατέρα μου στον Βόλο. Χάρη στη γιαγιά μου, που έμενε στη Σάμο, βρήκαμε τη διεύθυνση του πατέρα μου. Η οικογένεια έσμιξε στον Βόλο μετά από δύο μήνες…»

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα