«Του ήταν αδιάφορο ότι οι μίζες θα μετακυλίονταν στον λαό»
«Καταπέλτης» ήταν στην αγόρευσή της η εισαγγελέας Γεωργία Αδειλίνη αναφορικά με την ενοχή του Άκη Τσοχατζόπουλου και μερίδας συγκατηγορουμένων του στην υπόθεση των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Εμφανίστηκε απολύτως πεπεισμένη ότι ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας δωροδοκήθηκε και στη συνέχεια οργάνωσε ολόκληρο μηχανισμό, προκειμένου να συγκαλύπτει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που λάμβανε ως «μίζες».
Χαρακτήρισε ως πλήρως αποδεδειγμένη τη δωροδοκία από το άνοιγμα των λογαριασμών και ισχυρίστηκε πως δεν μπορεί να παραβλεφθεί η πεποίθηση συγκατηγορουμένων του, όπως της Φρόσως Λαμπροπούλου, του Αστέριου Οικονομίδη και του Νίκου Καρατζά ότι πίσω από τις εταιρείες, βρισκόταν ο πρώην υπουργός.
«Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αξιοποίησε πλήρως τις δυνατότητες που του έδινε το περιβάλλον – και το διάτρητο νομικό καθεστώς – της εποχής εκείνης, και ήλθε σε συνεννόηση με εκπροσώπους όπλων, πήρε χρήματα, πολλά χρήματα. Γνώριζε και του ήταν αδιάφορο ότι οι μίζες μετακυλίονται στις πλάτες του κατάχρεου ελληνικού λαού», είπε η εισαγγελέας και πρόσθεσε πως «ξέπλενε το μαύρο χρήμα που έλαβε από τις εταιρείες Ferrostaal και Antey, στον χώρο του real estate, τον οποίο όπως γνώριζε λόγω της ιδιότητάς του ως πολιτικός μηχανικός. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν η Torcaso και η Nobilis. Στα ακίνητα της οδού Κεφαλληνίας τοποθετήθηκε μαύρο χρήμα του πρώην υπουργού. Όσο αυξάνονταν οι αγορές όπλων, τόσο περισσότερο μαύρο χρήμα νομιμοποιούσε».
Ο Τσοχατζόπουλος, πάντως, αντέδρασε και ρώτησε από το εδώλιο: «Από πού προκύπτει αυτό;». Γενικά, ο κατηγορούμενος έκανε συνεχείς παρεμβάσεις στην αγόρευση της εισαγγελέως καθώς θεωρούσε πως τα όσα ανέφερε, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.