Έλληνες υπό… εξαφάνιση

Από την απαρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι και σήμερα συνηθίσαμε να εστιάζουμε στις περικοπές των εισοδημάτων και την σμίκρυνση του κράτους, ξεχνώντας μια σημαντική παράπλευρη συνέπεια που μοιραία οδηγεί στην σμίκρυνση της ίδιας της χώρας. Το όνομα αυτής; Υπογεννητικότητα!

Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης

Τα παραπάνω δεν αποτελούν έναν ανακυκλούμενο και συχνά γκρινιάρικο δημοσιογραφικό σχολιασμό, αλλά μία επιστημονική διαπίστωση που μέσω μίας πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη ανέδειξε ότι σε 6 χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένα από το 2011 έως και το 2016, η Ελλάδα απώλεσε σχεδόν το 3% του πληθυσμού της, εξαιτίας των λιγότερων γεννήσεων. Πρόκειται για γεγονός που σύμφωνα με τους ερευνητές του γερμανικού ινστιτούτου αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα η επιθυμία για προσωπική ελευθερία ή η κατά κάποιον τρόπο κατάρρευση του στερεοτυπικού μοτίβου «γάμος – οικογένεια – παιδιά», αλλά και σε μία συνειδητή οικονομική απόφαση των ζευγαριών να παραμείνουν άτεκνα βλέποντας ότι δεν διαθέτουν τους πόρους που απαιτεί η ανατροφή ενός παιδιού.

Το… προνόμιο, πάντως, δεν είναι ελληνικό. Για παράδειγμα στην Ισπανία ελάχιστα είναι τα νεαρά ζευγάρια που έχουν την οικονομική δυνατότητα να δημιουργήσουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδί πριν από την ηλικία των 30 ετών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσο καθυστερεί η δημιουργία οικογένειας, τόσο μειώνεται ο αριθμός των παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα και κατά συνέπεια ο εθνικός πληθυσμός.

Αυτά τα δυσοίωνα καταγράφει η ίδια έρευνα, προβλέποντας για την χώρα μας ότι από σχεδόν 11.000.000 «ψυχές» που μετράγαμε το 2016, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα βαίνει συνεχώς συρρικνούμενος μέχρι και τα μέσα του αιώνα. Συγκεκριμένα, έως το 2030 αναμένεται να έχουμε μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια και έως το 2050 υπολογίζεται ότι η χώρα θα αριθμεί περί τα 8,9 εκατομμύρια κατοίκους, μείωση που ποσοστιαία μεταφράζεται σε απώλεια σχεδόν του 18% του συνολικού πληθυσμού.

 

Δεν γεννά ο Νότος

Η οικονομική ευημερία που χωρίζει τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά από τις αντίστοιχες του νότου αντικατοπτρίζεται και στο θέμα της υπογεννητικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα ο δείκτης ολικής γονιμότητας –δηλαδή, το πόσα παιδιά προβλέπεται να κάνει κατά μέσο όρο μία γυναίκα– είναι 1,33, «επίδοση» που είναι πάνω-κάτω ίδια σε όλες τις χώρες του… τεντωμένου δημοσιονομικά μεσογειακού τόξου (βλ. Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος). Αντιθέτως, ο ανεπτυγμένος ευρωπαϊκός βορράς (Σουηδία, Δανία, Βρετανία, Ιρλανδία) έχουν αρκετά υψηλότερο δείκτη γονιμότητας, με τις Γαλλίδες να βρίσκονται στο πρώτο σκαλί του βάθρου της γονιμότητας με αναλογία σχεδόν 2 παιδιά (1,96) ανά γυναίκα!

Σε κάθε περίπτωση και επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, η μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη επισημαίνει ότι κυρίως λόγω των λιγοστών γεννήσεων που καταγράφονται στην Ελλάδας (σ.σ. γεννιούνται περίπου 90.000 παιδιά κάθε χρόνο), η χώρα μας κατέχει την θλιβερή πρωτιά (μόνο οι γείτονες Ιταλοί μάς ξεπερνούν στην σχετική λίστα) να συγκαταλέγεται στα κράτη με τον πιο γερασμένο πληθυσμό πανευρωπαϊκά, καθώς περισσότερο από το 1/5 των κατοίκων της (21%) είναι άνω των 65 ετών.

 

Όλα είναι (δυστυχώς) οικονομία

Σε εποχές παγκοσμιοποίησης, όπου τα πάντα αναλύονται και εν τέλει αποτιμώνται με βάση τον αντίκτυπο που έχουν στην παγκόσμια οικονομία, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η αύξηση των δεικτών υπογεννητικότητας απασχολεί τους οικονομολόγους λόγω των ρωγμών που υπόγεια αυτή δημιουργεί στα κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα της Ευρώπης.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι η «Γηραιά ήπειρος» είναι κυριολεκτικά… γριούλα, συγκρινόμενη πληθυσμιακά με τις υπόλοιπες ηπείρους: η σημερινή ευρωπαϊκή αναλογία είναι περίπου 32 συνταξιούχοι 65 ετών και άνω για κάθε 100 εργαζόμενους ηλικίας 20 έως 64 ετών. Μιλάμε, πρακτικά, για έναν στατιστικό λόγο τριών εργαζομένων για κάθε έναν συνταξιούχο.

Υπό αυτό το πρίσμα, σε χώρες με χαμηλό δείκτη γονιμότητας αλλά και κάκιστη αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους όπως η Ελλάδα, η «ψαλίδα» μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων θα ανοίγει ταχύτερα στον νότο από ό,τι στον βορρά. Αποτέλεσμα; Οι νοτιοευρωπαίοι θα έχουν σε βάθος χρόνου ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και κατ’ επέκταση της διατήρησης των υφιστάμενων κοινωνικών παροχών που απολαμβάνουν οι υπόχρεοι.

Μοναδικοί τυχεροί, σύμφωνα πάντα με την έρευνα του γερμανικού ινστιτούτου, είναι οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου που δεν έχουν τέτοιους συνταξιοδοτικούς «πονοκεφάλους». Όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα δουν μελλοντικά τις συντάξεις τους να ψαλιδίζονται περαιτέρω σε σχέση με τους μισθούς. και το σκιάχτρο της φτωχοποίησης των ηλικιωμένων θα έρχεται όλο και πιο κοντά.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα