«Αόρατο» το τέλος της ελληνικής κρίσης

Η πτώση του Χρηματιστήριου και των τραπεζικών μετοχών έρχεται να αναδείξει το γεγονός ότι πολλοί παραμένουν ιδιαίτερα σκεπτικοί για το εάν θα μπορέσει η Ελλάδα να ξεφύγει από την κρίση ακόμα και αν κλείσει τη συμφωνία με τους εταίρους της. Οι πιθανότητες το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης να βάλει τη χώρα ξανά στο σωστό μονοπάτι είναι περιορισμένες. Οι στόχοι αναφορικά με τον προϋπολογισμό είναι αρκετά «φιλόδοξοι», ενώ η οικονομία ξεκινά από πολύ κακή βάση μετά τα capital controls.

Οι πιστωτές εστιάζουν σε συμπτώματα όπως το χρέος και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Το βασικό πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και σχετίζεται με το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, σημειώνει. Γι’ αυτό εμφανίζεται απογοητευμένη από τα έως τώρα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί ακόμα να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ότι ηγείται μιας νέας κυβέρνησης. Ωστόσο, το DNA του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συμβατό με αυτό που θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο του προγράμματος. Ακόμα και τα θεωρούμενα φιλοευρωπαϊκά κόμματα που κυβέρνησαν εμφάνισαν «μεταρρυθμιστική κόπωση» μετά από λίγα χρόνια στην εξουσία. Είναι πλέον βέβαιο, ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις για μεταρρυθμίσεις. Η ζώνη του ευρώ προχωρά προς μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, πεδίο στο οποίο υπάρχει ήδη αντιπαράθεση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Το Βερολίνο θέλει αυστηρή τήρηση του προϋπολογισμού και των στόχων. Η Γαλλία είναι περισσότερο ευέλικτη, αλλά ζητά μεγάλο ενιαίο προϋπολογισμό.

Το τέλος της κρίσης στην Ελλάδα δεν είναι ακόμα ορατό. Το σίγουρο είναι ότι η πίεση για μεγαλύτερη ενοποίηση στην Ευρώπη αυξάνει και δημιουργούνται οι προοπτικές για μια ένωση δυο ταχυτήτων, με τις χώρες του ευρώ να εντάσσονται στην πρώτη. Σε αυτό συμφωνούν Γαλλία και Γερμανία. Αυτό που ακόμα μένει να φανεί είναι το εάν η Αθήνα θα είναι στον σκληρό πυρήνα.

Η λίστα
Ο κατάλογος των πιέσεων επί του αυτοπροσδιορισμού της Ελλάδας είναι μοναδικά μακρύς. Περιλαμβάνει, πρώτον, την έκτακτη μικροδιαχείριση πολιτικής από τους πιστωτές. Δεύτερον, την παρέμβαση στις ελληνικές εκλογές από Ευρωπαίους ηγέτες που τόσο το 2012 όσο και το 2015 κατέστησαν σαφές πως ήθελαν οι Έλληνες να επανεκλέξουν τις ίδιες, ανυπόληπτες ελίτ. Τρίτον, οι τεράστιες προσπάθειες που έγιναν για να αποφευχθεί η οποιαδήποτε δημοψηφισματική αναστάτωση, ή ακόμα και στήριξη του προγράμματος πολιτικής της ευρωζώνης.

Τον Νοέμβριο του 2011, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί εκφόβισαν τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ώστε να μην εδραιώσει την «ιδιοκτησία» του δεύτερου πακέτου διάσωσης (και των όρων που το συνόδευαν) μέσω δημοψηφίσματος. Αν και η ευρωζώνη απέτυχε να τρομάξει τον ΣΥΡΙΖΑ για να μη διενεργήσει το δημοψήφισμα τον Ιούνιο, δεν είναι ότι δεν προσπάθησε. Στην Ελλάδα, οι δημοσκοπήσεις είναι αξιοσημείωτα σταθερές σε δύο πράγματα: ότι οι περισσότεροι Έλληνες θέλουν να κρατήσουν ως νόμισμά τους το ευρώ και ότι οι περισσότεροι επίσης απορρίπτουν τις πολιτικές που τους επιβάλλονται από τους πιστωτές θεσμούς, γνωστούς παλαιότερα ως τρόικα. Αυτό σήμαινε το συντριπτικό «όχι» αυτό το καλοκαίρι: και αυτό είναι που θα έδειχνε επίσης το δημοψήφισμα του κ. Παπανδρέου, αν δεν είχε αποτραπεί η διενέργειά του.

Είναι η έκφραση αυτής της συγκεκριμένης προτίμησης –διατήρηση του ευρώ αλλά με διαφορετικές πολιτικές–, που η πολιτική ελίτ της ευρωζώνης έχει κάνει το παν για να αποτρέψει. Είναι δικαιολογημένο αυτό; Υπάρχουν τρεις ερμηνείες: η μία είναι υποκριτική, η άλλη φιλανθρωπική και η άλλη κυνική. Και οι τρεις είναι βαθύτατα ανησυχητικές για οποιονδήποτε δημοκράτη.

Η υποκριτική ερμηνεία είναι πως ο ελληνικός πληθυσμός ψήφισε υπέρ του να πάρει τσάμπα περισσότερα χρήματα από άλλους. Αυτό δεν είναι μια νόμιμη επιλογή την οποία δίνει η δημοκρατία. Όμως η κυβέρνηση της Ελλάδας έχει καταφέρει να τα βγάλει πέρα από το 2013. Και ακόμα και πριν από αυτό, μόλις το ένα δέκατο των δανείων πήγαν για την κάλυψη πρωτογενών δαπανών. Στην καλύτερη περίπτωση, «το ευρώ με εναλλακτικές πολιτικές» σημαίνει μια χρεοκοπία εντός της ευρωζώνης.

Η ερμηνεία
Η κακεντρεχής ερμηνεία είναι ότι, έχοντας δοκιμάσει την αξιοπιστία τους έναντι πολιτικών που μπορούν δικαίως να κατηγορηθούν ότι καθυστερούν την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, οι εδραιωμένες ελίτ δεν αντέχουν να παραδεχθούν ότι είχαν λάθος. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε εναλλακτική δεν μπορεί να επιβιώσει της επίδειξης μιας εναλλακτικής που είναι αποτελεσματική. Έτσι, η πολιτική αναγκαιότητα είναι να επιμένουν πως το ευρώ απαιτεί τον σεβασμό της πλειοψηφούσας γνώμης περί παροχής ρευστότητας έναντι ελέγχου -και πως η αμφισβήτηση αυτού αναλογεί σε εγκατάλειψη του ευρώ.

Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Αν είχαν γίνει νωρίτερα οι αναδιαρθρώσεις του κρατικού και τραπεζικού χρέους στην Ελλάδα, θα είχε αφαιρεθεί η ανάγκη για τεράστια επίσημα δάνεια διάσωσης. Η στροφή προς τη λιτότητα και τη νομισματική σύσφιξη το 2010-2011 ήταν μια επιλογή πολιτικής: θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικές επιλογές. Και η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων που τώρα σχηματίζει την ηγεμονική ιδεολογία της Ευρώπης μπορεί ή μπορεί να μην είναι καλή για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη -η έρευνα του ΔΝΤ δίνει μια ανάμεικτη ετυμηγορία-, όμως σίγουρα δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση του ευρώ. Αν μια χώρα επιλέξει λιγότερο φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές απ’ ό,τι άλλες χώρες, θα πρέπει πολύ απλά να αποδεχτεί ότι θα μένει πίσω. Έτσι θα έπρεπε να είναι σε μια ένωση δημοκρατιών.

Το γεγονός πως οι εναλλακτικές υπάρχουν, αποτελεί πηγή ανακούφισης αλλά και απελπισίας. Προσποιούμενη ότι δεν υπάρχουν -και στην περίπτωση της Ελλάδας, προσπαθώντας να επαληθευτεί αυτό κλείνοντας το τραπεζικό σύστημα αντί να εξαναγκάζεται η αναδιάρθρωσή του-, η Ευρώπη προδίδει τις ίδιες τις αξίες της. Μία από τις πολυτιμότερες εκφράστηκε από τον Βολταίρο: να υπερασπίζεσαι το δικαίωμα του άλλου να εκφράσει και να ζει με μια άποψη, με την οποία διαφωνείς βαθύτατα.

(*) H κα. Elga Bartsch είναι επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στη Morgan Stanley

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα