Δεν αρέσει στον επίτιμο το… πορτρέτο του

Ο πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Το πορτρέτο ενός ηγέτη – Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της ιστορίας», του καθηγητή κ. Θανάση Διαμαντόπουλου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Το βιβλίο προφανώς και απηχεί τις απόψεις του συγγραφέα και, ως υπέρμαχος της ελευθερίας της έκφρασης, θα ήμουν ο τελευταίος που θα το σχολίαζε. Θέλω όμως να κάνω δυο επισημάνσεις:

Πρώτον, είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό να χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από ιδιωτικές συνομιλίες χωρίς καν τη δική μου γνώση.

Δεύτερον, αρκετά από αυτά που μου αποδίδει ο συγγραφέας, είτε δεν έχουν αποδοθεί σωστά, είτε δεν τα έχω πει καθόλου.

Φοβάμαι ότι ο συγγραφέας πέφτει στη παγίδα να αποδώσει τα «λεγόμενά» μου με τέτοιο τρόπο ώστε να υποστηρίξει την ήδη διαμορφωμένη άποψη που έχει για το πρόσωπό μου».

Τι αφορά όμως αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε σήμερα; Περιλαμβάνει άγνωστες πτυχές της μακρόχρονης πολιτικής διαδρομής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και στιγμιότυπα των προσωπικών στιγμών και της καθημερινότητάς του που αποκαλύπτει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος.

Τα 25 χρόνια γνωριμίας του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη δίνουν την ευχέρεια στον Θανάση Διαμαντόπουλο, καθηγητή στο Πάντειο και βιογράφο του πρώην πρωθυπουργού και επίτιμου προέδρου της Ν.Δ., να μεταφέρει στο χαρτί μνήμες και σκέψεις αναφορικά με τις απόψεις του για θέματα που προκαλούν, όπως η θανατική ποινή, και τις σχέσεις του με εσωκομματικούς του αντιπάλους, όπως ο αείμνηστος Γεώργιος Ράλλης.

Ξεχωρίζει ακόμη η περιγραφή της πολιτικής του τοποθέτησης εντός της Ν.Δ. με τον Μητσοτάκη να αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώος, παρά τη συνύπαρξή του με ακροδεξιούς και βασιλόφρονες, ενώ την προσοχή του αναγνώστη κεντρίζουν αποσπάσματα γύρω από τη δράση του μέσα στο κόμμα και τους δεσμούς που είχε αναπτύξει με τους λεγόμενους «τοπάρχες» του. Στις αναφορές για την ιδιοσυγκρασία του Χανιώτη πολιτικού ο συγγραφέας στέκεται με έμφαση στην παιδικότητα του χαρακτήρα του, που είχε συνέπεια πολλές φορές «να εκλαμβάνει τις επιθυμίες του ως πραγματικότητα».

Γράφει ο Διαμαντόπουλος για τα πολιτικά συναισθήματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: «…Συμπορεύτηκε πολιτικά και με ακροδεξιούς, ενώ ο ίδιος εναβρυνόταν ότι οι βασιλόφρονες της Ν.Δ. ήταν οι πιο πιστοί προσωπικοί οπαδοί και ακόλουθοί του. Ωστόσο, και παρά πάντα ταύτα, συναισθηματικά, νοοτροπιακά, ιδεολογικά, ιστορικά και ιδιοσυγκρασιακά ο Κώστας Μητσοτάκης παρέμεινε πάντα και αταλάντευτα κεντρώος… Ακόμη περισσότερο: βαθιά μέσα του αισθανόταν κεντρώος, ενώ ουδέποτε απέκτησε ισχυρό συναισθηματικό σύνδεσμο με τη δεξιά παράταξη της οποίας –οι παραξενιές της ιστορίας το επέβαλαν- διετέλεσε επί περίπου μια δεκαετία αρχηγός. Και ίσως τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρακτηριστικό αυτής της εσωτερικευμένης αντίληψης όσο το lapsus που έκανε στην προεκλογική του ομιλία το 1985 στην πλατεία Γεωργίου στην Πάτρα, στις πρώτες εκλογές του ως ηγέτης της Ν.Δ.: “Την επομένη της εκλογής μου ως αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου…”. Αλλωστε, μόνο διά της Ενώσεως Κέντρου ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να έχει γίνει πρωθυπουργός τη στιγμή που θεωρούσε πως είναι η σειρά του, δηλαδή κατά τη δεκαετία του 1960…»

Στη διαμόρφωση της γνώμης του για τη θανατική ποινή ο Μητσοτάκης είχε επιρροές εξ αριστερών: «…Την υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής θέση ο πρόεδρος την όφειλε στη διανοητική επιρροή που πάντα τού ασκούσε μια μεγάλη πνευματική προσωπικότητα της Αριστεράς, ο φιλόσοφος Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος. Σε αντίθεση προς πολλούς σύγχρονους πολιτικούς, το επίπεδο των συναναστροφών των οποίων υποδηλώνει πολλά, ο Μητσοτάκης δεν φοβόταν την επικοινωνία με γίγαντες του πνεύματος…»

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε βασίσει την κομματική του ισχύ σε μεγάλο βαθμό σε τοπικούς παράγοντες σε όλη τη χώρα που αναφέρονταν προσωπικά στον ίδιο. Μάλιστα, εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι μιλώντας για το «κόμμα» δεν εννοούσε πάντα τη Νέα Δημοκρατία. Οπως τονίζεται στο επίμαχο σημείο του βιβλίου, «…κατά την πρώτη φάση της γνωριμίας μας, την περίοδο των συνεντεύξεων για την προετοιμασία του 2ου τόμου της πολιτικής του βιογραφίας, χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος και αναρίθμητες επαναλήψεις της έκφρασης “το κόμμα” για να συνειδητοποιήσω πως, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο όρο, ο τότε ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης -επικεφαλής της οποίας κάλπαζε προς την εκπόρθηση των κυβερνητικών θώκων- δεν αναφερόταν πάντα, ούτε καν συνήθως, στη Νέα Δημοκρατία. Τις περισσότερες φορές, με τη λέξη αυτή υποδήλωνε το προσωποπαγές “κόμμα”, δηλαδή το σύνολο των τοπαρχών του, το σύνολο με άλλα λόγια των τοπικών παραγόντων που πρόσκειντο ατομικά σε αυτόν, που συνιστούσαν τον εκλογικό του μηχανισμό στην περιφέρειά του, στη μεγαλόνησο γενικότερα, και οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν σε κάθε πολιτική του περιπλάνηση…»

Δύο άλλες ιστορίες που αποκαλύπτει ο κ. Διαμαντόπουλος φωτίζουν μια αξιομνημόνευτη έλλειψη προβλεπτικότητας: «…Ρώτησα, λοιπόν, τον Κώστα Μητσοτάκη: “Ποιος εκτιμάτε, κύριε πρόεδρε, ότι θα είναι ο βασικός εσωκομματικός αντίπαλος της Ντόρας για την ηγεσία, μόλις ξεκινήσει η κούρσα της διαδοχής;”. Ο τρόπος που με κοίταξε με έκανε να σκεφθώ ότι θεώρησε την ερώτηση σχεδόν προσβλητική. Πάντως και αυτή η απάντησή του, που αναπαράγω επί λέξει, υπήρξε άκρως μητσοτακική: “Μα δεν πρόκειται να υπάρξει αντίπαλος, είναι αδιανόητο να υπάρξει αντίπαλος, δεν μπορώ να φανταστώ οποιονδήποτε άλλον αρχηγό, ούτε καν άλλον διεκδικητή της αρχηγίας. Η δυναμική της θα είναι, ήδη είναι, τέτοια που κανένας δεν θα τολμήσει να της αντιπαρατεθεί”!…»

«Και τώρα ας πάμε μερικές δεκαετίες πίσω», συνεχίζει ο κ. Διαμαντόπουλος, «για ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της (εκ)τυφλωτικής θα έλεγα υπεραισιοδοξίας του Κρητικού πολιτικού. Ηταν η περίοδος της δημοσκοπικής προεξόφλησης της πρωτιάς του στις εκλογές του 1989. Ας παρακάμψω τις δημόσιες δηλώσεις του, την εποχή εκείνη, υπέρ της “απλής-απλουστάτης-ολοσχερούς” αναλογικής, για την οποία έλεγε ότι δεν θα εμπόδιζε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της Ν.Δ., και ας έρθω σε μια προσωπική του εκμυστήρευση: “Θανάση μου”, μου είχε πει τις παραμονές των πρώτων εκλογών του 1989 και της συγκρότησης της κυβέρνησης Τζαννετάκη, “είναι πολύ απλό για έναν πρωθυπουργό να ελέγχει απόλυτα το υπουργικό του συμβούλιο. Πρέπει μόνο να ελέγχει δύο βασικά υπουργεία, το Οικονομικών και το Εξωτερικών. Παίρνεις λοιπόν νέους, απόλυτα έμπιστους πολιτικούς, τους προωθείς, τους τοποθετείς στα δύο αυτά νευραλγικά πόστα και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο για πλήρη έλεγχο της κυβέρνησής σου”.

»Να θυμίσω, απλώς, ότι και στα δύο υπουργεία ως επικεφαλής τοποθέτησε, προφανώς “για να έχει το κεφάλι του ήσυχο” και να κυριαρχεί πλήρως στην κυβέρνησή του, τον νεαρό τότε Αντώνη Σαμαρά, με καθολική υπέρβαση, μάλιστα, της κυβερνητικής και πολιτικής cursus honorum, αφού ο τριανταοκτάχρονος Μεσσήνιος έως τότε δεν διέθετε καμία κυβερνητική εμπειρία, μη έχοντας διατελέσει ούτε επικεφαλής μικρότερης βαρύτητας υπουργείου ούτε καν υφυπουργός…».

»Σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας το 1988, και ενώ καμία από τις ερωτήσεις μου δεν αναφερόταν στον “Εθνάρχη”, άρχισε ξαφνικά να μου λέει: Ο Καραμανλής ήταν ένας “νοικοκύρης” που, προκειμένου να κάνει την οποιαδήποτε μικρή δημόσια δαπάνη, τη μετρούσε από δω, τη ζύγιζε από κει, την αποφάσιζε με τα χίλια ζόρια.

»Εγώ, άλλο πράμα. Είκοσι τέσσερις ώρες στο υπουργείο Οικονομικών, το 1963, μου έφτασαν να αντιληφθώ ότι υπήρχαν περιθώρια παροχών. Εδωσα στους δημόσιους υπάλληλους, έδωσα στους δικαστές, πήρα αμέσως αεροπλάνο στον βασιλιά, που ο Καραμανλής τον είχε βασανίσει με το θέμα”…

Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, εκτός από τακτικός μέχρι σήμερα συνομιλητής, υπήρξε ένας από τους βιογράφους του κ. Μητσοτάκη, καλύπτοντας μάλιστα τη δύσκολη περίοδο της πολιτικής καριέρας (Αποστασία) του «αμφιλεγόμενου και αναμφίλεκτα μεγάλου», όπως χαρακτηρίζει τον Κρητικό πολιτικό ο συγγραφέας.

Το βιβλίο «Το πορτρέτο ενός ηγέτη, Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της Ιστορίας» προλογίζει ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο οποίος επισημαίνει ότι ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. έχει πετύχει το μεγάλο «κατόρθωμα» να τους «θάψει όλους» και η μακροβιότητα του δίνει τη δυνατότητα να γράψει την τελευταία λέξη της ιστορίας. Συμπληρώνει επίσης ότι «ο Κώστας Μητσοτάκης προσφέρει την πρώτη ύλη για πολλά μελλοντικά διδακτορικά των πολιτικών επιστημών και ίδιο σημαντική θα είναι η προσφορά του στην έρευνα για το κλασικό ζήτημα της ηγεσίας: “πορεία στην έρημο – comeback των ξοφλημένων”». Ο Μίμης Ανδρουλάκης καταλήγει συγκρίνοντας τον Μητσοτάκη με άλλους τρεις Χανιώτες, τους Ελευθέριο και Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι «θα συνεχίζουν να διεγείρουν τη φαντασία των μελλοντικών βιογράφων».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα