«Κατασκευή» ενόχων με διαρροές «πολιτικών»

Με φόντο το φιάσκο της επ’ αόριστον αναβολής της δίκης για τα «μαύρα ταμεία» της Siemens εξελίχθηκε τα τελευταία 24ωρα μία ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης, που προηγούμενό της δύσκολα υπάρχει.

Το πρώτο πράγμα που ξενίζει είναι ότι η κυβερνητική πλειοψηφία, άλλοτε εκφραζόμενη από την κυβερνητική εκπρόσωπο Όλγα Γεροβασίλη, άλλοτε από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, άλλοτε από τον υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο, ακόμη και από την κυβερνητικών «αισθημάτων» εφημερίδα «ΑΥΓΗ», δεν αρκέστηκε σε υπαινιγμούς αλλά προχώρησε και σε ευθείες βολές.

Το δεύτερο στοιχείο αυτή της κόντρας που προκαλεί απορίες είναι η στοχοποίηση εκ μέρους του Μαξίμου του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας, Ισίδωρου Ντογιάκου, ο οποίος εμφανίζεται περίπου ως ο απόλυτος υπαίτιος για το «χειρόφρενο» στην υπόθεση, που, όπως αναλυτικά θα παραθέσουμε παρακάτω, όχι μόνο δεν φέρει καμία ευθύνη για την αναβολή, αλλά τουναντίον με σωρεία εγγράφων επεδίωξε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να πραγματοποιηθεί επιτέλους η μεγάλη αυτή δίκη. Κι όλα αυτά με το φάσμα της παραγραφής των αδικημάτων της υπόθεσης να γίνεται όλο και πιο ορατό.

Αυτός ο κίνδυνος δεν αποτελεί δημοσιογραφική διαπίστωση. Τον επεσήμανε τις προάλλες ο εισαγγελέας της έδρας, Χαράλαμπος Τζώνης, υπογραμμίζοντας ότι από τον Μάρτιο του 2015 –οπότε και εξεδόθη το παραπεμπτικό βούλευμα για τους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο της Siemens– μέχρι και σήμερα έχει ήδη παύσει η ποινική δίωξη για πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για τους μισούς από τους κατηγορουμένους!

«Κάθε λεπτό που περνάει, το αδίκημα παραγράφεται», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εισαγγελικός λειτουργός, τονίζοντας εμφατικά ότι το βασικό αδίκημα (σ.σ. δωροδοκία) που εξετάζεται φέρεται να τελέστηκε τη διετία 1997-1998 και ουσιαστικά δεν έχει ξεκινήσει ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Ας σημειωθεί ότι ο Χαρ. Τζώνης ήταν κατηγορηματικός και πλήρως τεκμηριωμένος στην πρότασή του για απόρριψη του αιτήματος των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης, πλην όμως τα μέλη του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αποφάσισαν κατά τρόπο δικονομικά έωλο το αντίθετο.

Τους φόβους του εισαγγελέα Τζώνη ασπάζονται έγκριτοι νομικοί κύκλοι που εξηγούν ότι, αν η κατάσταση παραμείνει ως έχει, τον Φεβρουάριο του 2018 επέρχεται παραγραφή για επιμέρους πράξεις του κυρίου αδικήματος, αυτού της δωροδοκίας. Βάσει του Ποινικού Κώδικα, το κακούργημα της ενεργητικής δωροδοκίας παραγράφεται με την παρέλευση 15ετίας από τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος και, σύμφωνα με την κατηγορία, το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας για τα στελέχη της Siemens τελέστηκε το χρονικό διάστημα Φεβρουάριος 1998 – Σεπτέμβριος 2003. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν δεν επιδοθεί στους κατηγορούμενους μέχρι το 2018 το παραπεμπτικό βούλευμα στη μητρική τους γλώσσα, συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής.

Το κουβάρι της αλληλογραφίας
Επιστρέφοντας στη μεγάλη εικόνα, είναι εύλογο να αναρωτιούνται οι πολίτες τι μέλλει γενέσθαι με την υπόθεση που θεωρείται το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης, αλλά και ποιος τελικά ευθύνεται στην πραγματικότητα για την τροπή που πήραν τα πράγματα.

Πιάνοντας το κουβάρι της ιστορίας από την αρχή, τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η «Α» καταδεικνύουν ότι ΑΜΕΣΑ, στις 8 Απριλίου 2015, η Εισαγγελία Εφετών έστειλε στη Μεταφραστική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών έγγραφο με την επισήμανση «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ» αιτούμενη τη μετάφραση 1.087 φύλλων (σ.σ. φύλλο 1ο έως και 5ο, φύλλο 622ο έως και 1.088ο και φύλλο 1.687ο έως και 2.296ο) του υπ’ αριθμόν 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος, από τα ελληνικά στα γερμανικά.

Στις 2 Νοεμβρίου 2015 η μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠ.ΕΞ. ενημέρωσε το Τμήμα Βουλευμάτων ότι έχει μεταφραστεί το Α΄ μέρος του εγγράφου που «αποτελείται από 696 σελίδες».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία πίεζε το ΥΠ.ΕΞ. για την επίσπευση μετάφρασης του βουλεύματος. Συγκεκριμένα, με νέο κατεπείγον έγγραφό της προς τη μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠ.ΕΞ. στις 4 Νοεμβρίου 2015, η Εισαγγελία Εφετών επανήλθε στο αίτημά της και παρακάλεσε «για την περαίωση της μεταφράσεως στη γερμανική, του υπ’ αριθμ. 399/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (φύλλα 1687 έως και 2296), και την αποστολή στο Εφετείο το αργότερο έως τις 27 Νοεμβρίου 2015, οπότε η υπόθεση εκδικάζεται στο Α΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών».

Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, στις 5/11/2015, το ΥΠ.ΕΞ. απαντά στην Εισαγγελία Εφετών ότι «λόγω του μεγάλου όγκου σελίδων, κρίνεται ανέφικτη η παράδοση εντός προθεσμίας». Εξηγούν, μάλιστα, από το υπουργείο ότι «εφόσον γίνει ανάθεση, το χρονικό περιθώριο ολοκληρώσεως του μεταφραστικού έργου για το β΄ μέρος του βουλεύματος (Γ- Φύλλα 1687 έως 2296), προσδιορίζεται περί τα τέλη μηνός Ιουνίου 2016 με τη διαδικασία του επείγοντος».

Επιπρόσθετα, από το ΥΠ.ΕΞ. τρόπον τινά «απολογούνται» ότι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου «δέχεται περί τα 1.200 αιτήματα ετησίως για μετάφραση στη γερμανική γλώσσα και οι έξι συνεργαζόμενοι ιδιώτες μεταφραστές της γερμανικής γλώσσας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξυπηρέτηση όλων των αρχών».

Δέκα ημέρες αργότερα (14 Νοεμβρίου 2015) η μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠ.ΕΞ. ενημερώνει την Εισαγγελία ότι επισπεύδεται η διαδικασία και ότι «έχει γίνει ανάθεση του υπολοίπου των εγγράφων που εκκρεμούν, σε συνεργαζόμενο με την υπηρεσία μας μεταφραστή της γερμανικής γλώσσας, ο οποίος συναισθανόμενος τη σπουδαιότητα και το κατεπείγον της υποθέσεως δεσμεύτηκε για την όσο το δυνατόν συντομότερη παράδοση του μεταφραστικού έργου, κατ’ εκτίμηση έως τα τέλη μηνός Απριλίου 2016».

Κάπως έτσι, έρχεται η 11η Δεκεμβρίου 2015 (παραμονές της επανάληψης της δίκης για τη Siemens, που μετά την αναβολή της στις 27/11/2015 είχε προσδιοριστεί να επαναληφθεί στις 15/12/2015) όπου η Εισαγγελία πιέζει πλέον το ΥΠ.ΕΞ. να επισπευστεί η μετάφραση του βουλεύματος μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου, «δεδομένου ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών και εκκρεμεί προς εκδίκαση».

Έκτοτε, το Τμήμα Βουλευμάτων της Εισαγγελία Εφετών αποστέλλει ακόμη ένα έγγραφο στο Μεταφραστικό του ΥΠ.ΕΞ. στις 27 Απριλίου 2016 παρακαλώντας «να ενεργήσετε για την άμεση ολοκλήρωση της μεταφράσεως» και εν τέλει στις 13 Μαΐου το ΥΠ.ΕΞ. απαντά ότι ολοκλήρωσε τη μετάφραση των υπολοίπων 882 σελίδων του βουλεύματος και τις αποστέλλει στην Εισαγγελία Εφετών.

Καμιά κωλυσιεργία, αλλά «βολεύει» η στοχοποίηση του Εφετείου
Από την παράθεση των εγγράφων και των ημερομηνιών είναι προφανές ότι η Εισαγγελία Εφετών μόνο για καθυστερημένα αντανακλαστικά δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Και μόνο οι συνεχείς οχλήσεις της προς το ΥΠ.ΕΞ. για επίσπευση των διαδικασιών που αποδεικνύονται εγγράφως δείχνει ότι έγινε το δέον προκειμένου να μην «κολλήσει» η δικαστική διερεύνηση του σκανδάλου.

Επομένως, το γιατί εμφανίζεται ως έκθετη η Εισαγγελία Εφετών Αθήνας και τι εν τέλει ήταν αυτό που δεν έπραξε ο Ισίδωρος Ντογιάκος, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορούν να απαντήσουν πειστικά ούτε καν εκείνοι που το θέτουν.

Ο ισχυρισμός της Εισαγγελίας Αθηνών, ότι έδρασε εμπρόθεσμα και κυρίως σύννομα, εδράζεται όχι μόνο στην παραπάνω παρατεθείσα αλληλογραφία, αλλά και στο ότι κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου εφόσον ο αλλοδαπός κατηγορούμενος έλαβε γνώση στη γλώσσα του των κατηγοριών που τον βαρύνουν και συμμετείχε στην προδικασία της ποινικής δίκης με την απολογία του, την πρόταση μαρτύρων υπεράσπισής του κτλ., δεν υπάρχει περαιτέρω υποχρέωση μετάφρασης των ιδίων εγγράφων (483/2015 Α.Π. κτλ.).

Υπάρχουν ήδη αρκετά πρόσφατα νομικά προηγούμενα απόρριψης ακριβώς ίδιων ενστάσεων με την ίδια αιτιολογία, γεγονός που οδήγησε την Εισαγγελία Εφετών να θεωρήσει ότι στην ίδια κρίση θα οδηγείτο και το δικαστήριο της Siemens. Τέτοιο νομικό προηγούμενο δημιούργησε, λ.χ., η δίκη 3 Τούρκων που κατηγορούνταν για τρομοκρατία και με την υπ’ αριθμόν 2868/2015 απόφασή του το Α΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων απέρριψε ανάλογες ενστάσεις κρίνοντας ότι δεν χρειάζεται επίδοση μεταφρασμένου βουλεύματος εφόσον οι κατηγορούμενοι έχουν απολογηθεί στην ανάκριση.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως πριν από την έναρξη της δίκης υπήρξαν δύο δικαστικές κρίσεις, που απέρριψαν αιτήματα αλλοδαπών κατηγορουμένων για να μεταφραστούν τα έγγραφα. Οι απορριπτικές διατάξεις εκδόθηκαν από την αντιεισαγγελέα Εφετών Αθηνά Θεοδωροπούλου και τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαρ. Βουρλιώτη.

Συγκεκριμένα στις 18 Νοεμβρίου 2015, η αντιεισαγγελέας Θεοδωροπούλου απαντά πως «δεν είναι απαραίτητη η επίδοση μετάφρασης όταν ο κατηγορούμενος έλαβε έγκαιρα γνώση της κατηγορίας στη γλώσσα που εννοεί και ως εκ τούτου προετοίμασε την υπεράσπισή του».

Την ίδια απάντηση έδωσε και ο αντεισαγγελέας Βουρλιώτης στον δικηγόρο Θέμη Σοφό που προσέφυγε στον Άρειο Πάγο για τον ίδιο λόγο για λογαριασμό εντολέα του, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το ζήτημα «επουσιώδες».

Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, επομένως, ο Ισίδωρος Ντογιάκος φαντάζει ως βολικότατος «φταίχτης». Το λέμε αυτό διότι ο καταλογισμός ευθυνών για την επ’ αόριστον αναβολή της δίκης για τη Siemens δείχνει να ξεφεύγει από το νομικό της κομμάτι και να έχει πολιτικό υπόβαθρο.

Αυτό ισχυρίζονται κύκλοι που γνωρίζουν τα του πολιτικού παρασκηνίου αλλά ταυτόχρονα έχουν γνώση και των όσων διαδραματίζονται στον πολύπαθο χώρο της Δικαιοσύνης. Οι ίδιοι κύκλοι εξηγούν ότι προφανώς και η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και δεν μπορεί η πολιτεία να παρέμβει στις αποφάσεις τις Θέμιδας, αλλά οι διοικητικές αδυναμίες του θεσμού (αποψίλωση προσωπικού, έλλειψη χώρων και δομών, εξαιρετικά μεγάλη αργοπορία απονομής δικαιοσύνης) είναι σκελετοί που βρίσκονται στις ντουλάπες των εκάστοτε κυβερνόντων και όχι των δικαστικών λειτουργών.

Λένε για παράδειγμα ότι αν η κυβέρνηση –που έχει κάνει παντιέρα την κάθαρση– είχε προνοήσει να ενημερώνεται διοικητικά και αρμοδίως για την πορεία των μεγάλων υποθέσεων, δεν θα χρειαζόταν να τρέχει στο και 5΄ του φιάσκου να σώσει την παρτίδα με επικοινωνιακές φωνασκίες. Συγκεκριμένα αναρωτιούνται γιατί χρειάστηκε να φτάσει ο κόμπος στο χτένι για να κάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος, αυτό που έκανε το πρωί της Πέμπτης: να μεταβεί, δηλαδή, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και να ζητήσει την παραγγελία της εκδίκασης κατ’ απόλυτη προτεραιότητα των δύο υποθέσεων της Siemens που βρίσκονται στο ακροατήριο, όπως προβλέπει το άρθρο 30 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για υποθέσεις εξαιρετικής φύσης.

Άλλη τρανή απόδειξη υποκριτικών βολών για το αν κάνει σωστά τη δουλεία της η Θέμιδα; Τη δίκη Μαντέλη δείχνουν οι επαΐοντες όπου ενώ οι κατηγορούμενοι είναι μόλις 5, οι «μαύροι» λογαριασμοί και η διαδρομή του χρήματος έχει αποκαλυφθεί και το κατηγορητήριο είναι κατά το κοινώς λεγόμενο «δεμένο», όλοι στέκονται στο ότι η δίκη θα πρέπει να επαναληφθεί λόγω θανάτου του δικαστή χωρίς ουδείς να αναρωτιέται γιατί σέρνεται η υπόθεση επί τρία χρόνια.

Υπό αυτές τις συνθήκες το βάρος της εξήγησης για την αναβολή «πέφτει» στους ώμους των μελών της σύνθεσης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που εκδίκασε την υπόθεση και αποφάσισε την αναβολή της χωρίς να έχει προκύψει σοβαρός δικονομικός λόγος. Όμως γιατί κάποιος να ψάξει τους υπαίτιους της αναβολής;

Το Μέγαρο Μαξίμου και συγκεκριμένοι πολιτικοί έχουν ήδη αποφανθεί ότι η ενοχή για την αναβολή βαρύνει(!!!) –χωρίς βεβαίως να παραθέτουν ούτε ένα σοβαρό στοιχείο– τον μόνιμο στόχο τους τους τελευταίους δέκα μήνες, δηλαδή τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Ισίδωρο Ντογιάκο.

Προφανώς το γεγονός ότι τέλη Σεπτεμβρίου περατούται η θητεία του δεν τους αρκεί, και το γεγονός ότι «κοντράρισε» νομικά την πρόεδρο του Αρείου Πάγου κα Βασ. Θάνου είναι κάτι που δεν καλύπτεται με την αρχική «ποινή» της επίπληξης που επεβλήθη στον Ισ. Ντογιάκο, αλλά χρειάζεται και κάτι πολύ πιο ισχυρό.

Έτσι, η υπόθεση αναβολής της δίκης Siemens είναι ένα πολύ καλό επιχείρημα που συνάδει με την περίφημη φράση του Γκέμπελς «πες-πες, όλο και κάτι θα μείνει». Μόνο που εδώ τη λάσπη την εκτοξεύουν οι πολιτικοί, κατά τα άλλα υπεύθυνοι για την πρόοδο της χώρας.

Έχουν όμως πεδίον δόξης λαμπρό, αφού έχουν άπειρες αφορμές να πλήξουν τον στόχο τους. Η σύγκρουση των τρένων στην Ιταλία, το μακελειό στη Γαλλία, το πιθανό λουκέτο στον Μαρινόπουλο και κάποια άλλα συναφή αποτελούν μοναδική ευκαιρία για να στοχοποιήσουν για ακόμη μία φορά –έχουμε χάσει τον αριθμό– τον εισαγγελέα Ισίδωρο Ντογιάκο.
Η καυστική ανακοίνωση Ντογιάκου
Σε σχετικό δελτίο Τύπου που εξέδωσε για την υπόθεση, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος επαναλαμβάνει ότι η καθυστέρηση της δίκης οφείλεται στη μεταφραστική υπηρεσία του ΥΠ.ΕΞ. και ότι για αυτό είχαν ενημερωθεί τόσο το υπουργείο Δικαιοσύνης, όσο και το υπουργείο Εξωτερικών.

Μάλιστα ο κ. Ντογιάκος κάνει λόγο για «σκόπιμες διαρροές από αγνώστους, δήθεν πολιτικούς κύκλους, με αισχρά υπονοούμενα που δεν είναι σε θέση να συγκαλύψουν την αλήθεια».
Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:

«Με αφορμή το θόρυβο που δημιουργήθηκε μετά την αναβολή της δίκης στην υπόθεση προς Siemens, ανακοινώνεται ότι προς 8/4/2015, δηλαδή πολύ πριν την έναρξη προς δίκης προς 27 Νοεμβρίου του 2015, ο αρμόδιος Εισαγγελέας με το υπ’ αριθμόν πρωτ. 23002/8-4-2015 έγγραφό του προς τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, ζήτησε τη μετάφραση του υπ’ αριθμόν 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών από την ελληνική στη γερμανική γλώσσα.
»Λόγω της καθυστέρησης στη μετάφραση ακόμη και μετά την έναρξη της δίκης, με αλλεπάλληλα έγγραφά του, τα οποία προς ενημέρωση και για την αναγκαία συνδρομή κοινοποιήθηκαν στα γραφεία των κ.κ. Υπουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (αριθμός πρωτ. 61406/4-11-2015, 70277/11-12-2015, 29410/27-4-2016), ζήτησε επιμόνως την επίσπευση της μετάφρασης, η οποία ολοκληρώθηκε στις 13/5/16 και το βούλευμα υποβλήθηκε μεταφρασμένο στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών στις 16/5/2016.
»Σε όλα τα στάδια ελέγχου της δικογραφίας και προσδιορισμού της υπόθεσης προς εκδίκαση, τηρήθηκαν επακριβώς οι ισχύουσες διατάξεις και η νομολογία του Αρείου Πάγου και άλλων Ανωτάτων Δικαστηρίων.
»Σκόπιμες διαρροές από αγνώστους, δήθεν πολιτικούς κύκλους, με αισχρά υπονοούμενα, δεν είναι σε θέση να συγκαλύψουν την αλήθεια».

Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δικαστές και οι εισαγγελείς
Εξάλλου, θέση για το θέμα της Siemens πήρε και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που έκανε λόγο «για άκρα συκοφαντία κατά της Δικαιοσύνης». Αναλυτικά, η ανακοίνωση της ΕΔΕ αναφέρει:

«Η επιχειρούμενη, ευτυχώς από ελάχιστους πολιτικούς και μη, απαξίωση της Δικαιοσύνης και των Λειτουργών της δημοσίως (μέσω των ΜΜΕ κ.λπ.) και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αμφισβητείται γενικώς και αορίστως η αμεροληψία και η αξιοπιστία της, αφ’ ενός μεν αποτελεί άκρα συκοφαντία κατά της ισότιμης και ισόκυρης με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, δικαστικής εξουσίας αφ’ ετέρου δε δημιουργεί στους πολίτες ανασφάλεια χωρίς τουλάχιστον μέχρι στιγμής να γνωρίζουμε τελικά αυτή η συμπεριφορά ποιον εξυπηρετεί.

»Εμείς, οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε κατά την άσκηση των καθηκόντων μας (κενές οργανικές θέσεις, έλλειψη αναλόγων κτιριακών εγκαταστάσεων, επαρκούς γραμματειακής υποστήριξης, μηχανογραφικής οργάνωσης, μεταφραστικού τμήματος, διερμηνέων, δικαστικής αστυνομίας κ.λπ.) θα συνεχίσουμε, όπως άλλωστε διαχρονικά πράττουμε, έχοντας βεβαίως υποχρέωση προς τούτο, να προσφέρουμε αόκνως τις υπηρεσίες μας στους πολίτες της Χώρας μας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους Νόμους και προπαντός με τη συνείδησή μας».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα