“Οι απαντήσεις θα δοθούν στον σωστό χρόνο”

«Το κυρίαρχο για εμάς δεν είναι να μπαίνουμε σε έναν συνεχή διάλογο διαδικασιών, αλλά να δίνουμε απαντήσεις για τα προβλήματα του τόπου», δήλωσε ο Σταύρος Θεοδωράκης, απαντώντας σε ερώτηση για τις εξελίξεις στον χώρο του κέντρου κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου των Ινστιτούτων «Π² – Πρόοδος στην Πράξη» και του «Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη».

«Το Ποτάμι από την πρώτη στιγμή πορεύεται με συμμάχους και με αυτό τον τρόπο συνεχίζει με τους συμμάχους που πιστεύουν στον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση», επεσήμανε ο επικεφαλής του Κινήματος.

Όταν ρωτήθηκε ποια θα είναι η απάντηση στο κάλεσμα της Φώφης Γεννηματά τόνισε: “Οι απαντήσεις θα δοθούν στον σωστό χρόνο. Το Ποτάμι έχει στελέχη και όργανα. Συζητάμε τα διάφορα που ακούγονται από τους πολιτικούς αρχηγούς και από τα συνέδριά τους και προφανώς θα πάρουν τις απαντήσεις τη στιγμή που πρέπει”.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης ρωτήθηκε και για την πρόταση που θα καταθέσει η Ν.Δ. για εξεταστική επιτροπή για την υπόθεση του Noor 1: “Όλα αυτά πρέπει να κρίνονται στις λεπτομέρειες. Θα περιμένουμε να δούμε τη συγκεκριμένη πρόταση της Ν.Δ. Η δική μας άποψη, πέρα από τους τίτλους, έχει διατυπωθεί εξαρχής. Από τη μια θέλουμε άπλετο δικαστικό φως στην υπόθεση. Δεν έχει κανείς ασυλία σε αυτή τη χώρα. Και από την άλλη βέβαια με κανένα τρόπο δεν συγχωρούμε την εμπλοκή υπουργών σε δικαστικές υποθέσεις. Δεν μπορεί ένας υπουργός να σηκώνει το κινητό του τηλέφωνο και να μιλάει με ισοβίτες για μια εν εξελίξει δικαστική υπόθεση. Η κοινωνία τα έχει μοιρασμένα και ξεκάθαρα στο μυαλό της, ενώ η κυβέρνηση δεν τα έχει. Και δικαστική διερεύνηση απόλυτη αλλά και καμία εμπλοκή των πολιτικών στις δικαστικές υποθέσεις. Φαντάζεστε να ήταν ένα στέλεχος από το Ποτάμι ή από τη Ν.Δ. ή από οποιοδήποτε άλλο κόμμα που θα συνομιλούσε με τους ισοβίτες για μια εν εξελίξει δικαστική υπόθεση τι θα έλεγαν από την πλευρά των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ! Αυτά είναι πράγματα που δεν έχουν σχέση με μια δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα. Πιθανόν να συμβαίνουν στο Σουδάν, δεν είμαι καν σίγουρος, αλλά πάντως δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα”.

Όμως ο επικεφαλής του Ποταμιού μίλησε και την παρουσίαση της έρευνας εκ μέρους των Ινστιτούτων «Π² – Πρόοδος στην Πράξη» και του «Δικτύου για την παιδεία» : «Καμία χώρα δεν ξέφυγε πραγματικά από την κρίση χωρίς να αλλάξει την παιδεία της. Στην Ελλάδα όμως αντί να κάνουμε βήματα μπροστά κάνουμε βήματα πίσω. Το Ποτάμι και οι σύμμαχοί του, οι άνθρωποι που πιστεύουν στις μεγάλες αλλαγές, στις μεταρρυθμίσεις είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν στην επίθεση της κυβέρνησης στην παιδεία. Θέλουν μια παιδεία για τους φοιτητές, μια παιδεία για τις τοπικές κοινωνίες, μια παιδεία για την οικονομία και την παραγωγή. Να πάψουν τα καλύτερα μυαλά να αναζητούν λύσεις στο εξωτερικό. Θα αγωνιστούμε και θα αγωνιστούμε σκληρά και μέχρι τέλους».

Η έρευνα

Σε ό,τι αφορά την έρευνα που παρουσίασαν τα δύο ινστιτούτα προκύπτει ότι πλειοψηφία των πολιτών ζητά εκσυγχρονισμό και όχι πισωγύρισμα. Τα ευρήματα της έρευνας παρουσίασαν οι Διευθυντές των δύο Ινστιτούτων κ.κ. Γιάννης Κωνσταντινίδης και Γιάννης Μαστρογεωργίου.

Μεταξύ άλλων από την έρευνα προκύπτει ότι:

  • Σχεδόν 8 στους 10 θεωρούν ότι το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης των πανεπιστημίων θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με τις επιδόσεις του κάθε ιδρύματος σε διαδικασίες αξιολόγησης.
  • Η μεγάλη πλειοψηφία (άνω του 70%) θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχουν μεταπτυχιακά προγράμματα στην αγγλική γλώσσα προκειμένου να αυξηθούν οι οικονομικοί πόροι των ιδρυμάτων.
  • Πάνω από το 60% διαφωνεί με την εκλογή μέσω ψηφοδελτίων φοιτητικών παρατάξεων των φοιτητών που θα μετέχουν στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων.
  • Το 79% θεωρεί ότι σε περίπτωση διάπραξης ποινικών πράξεων εντός των πανεπιστημίων θα πρέπει να είναι άμεση η παρέμβαση της αστυνομίας.
  • Οι 8 στους 10 θεωρεί θετική την συμμετοχή στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων αναγνωρισμένων καθηγητών που εργάζονται σε ιδρύματα του εξωτερικού.

Τα αποτελέσματα της έρευνας σχολίασαν ο Ιωακείμ Γρυσπολάκης, πρώην Πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης, ο Ορέστης Καλογήρου, Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η Αντιγόνη Λυμπεράκη, Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου και ο Πάνος Τσακλόγλου, Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ειδικότερα, στην παρέμβασή της, η κ. Λυμπεράκη σημείωσε ότι «οι απαντήσεις προδίδουν σύγχυση και ρηχότητα προβληματισμού. Εντοπίζω 3 τουλάχιστον αντιφάσεις: οικονομική διαχείριση να γίνεται από τα Πανεπιστήμια αλλά διαβλητότητα διαδικασιών, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά για τους ξένους αλλά δωρεάν και στα ελληνικά για τα δικά μας παιδιά, αμφιβολία ως προς το κατά πόσο είναι αδιάβλητες οι διαδικασίες ακαδημαϊκής κρίσης αλλά τα ίδια τα πανεπιστήμια να επιλέγουν τους φοιτητές που θα εισαχθούν. Θεωρώ ότι αυτό αντανακλά την έλλειψη προβληματισμού σε βάθος και γύρω από θέματα ουσίας. Κρίμα οι καυγάδες, οι “ρωμαλέες αντιπαραθέσεις” και το γαϊτανάκι των αγώνων των τελευταίων δεκαετιών. Δεν έχει εγγράψει σχεδόν τίποτα στη συνείδηση της κοινής γνώμης -πέρα από τη συστηματική διευκόλυνση όλων των εμπλεκομένων».

Διαλυμένο λύκειο

Στο ζήτημα των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πανεπιστήμια, αναφέρθηκε με αποκαλυπτικό τρόπο ο κ. Τσακλόγου, ο οποίος αφού χαρακτήρισε το λύκειο «διαλυμένο», τάχθηκε υπέρ της άποψης «τα Πανεπιστήμια να βάζουν τις δικές του προϋποθέσεις για την εισαγωγή των μαθητών, αλλά οι εξετάσεις να είναι εθνικές. Αν δώσετε τις εξετάσεις στους Πανεπιστημιακούς, σας υπόσχομαι παραπάνω διαφθορά!» Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του, επισήμανε ότι «το ανθρώπινο κεφάλαιο μίας κοινωνίας είναι ο σημαντικότερος πόρος της για την επίτευξη ταχύρρυθμης και βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη υψηλού επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι καθοριστικής σημασίας».

Σχολιάζοντας τις τελευταίες κυβερνητικές επιλογές, είπε ότι «οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης μας γυρίζουν χρόνια πίσω. Πολλά από τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η κοινή γνώμη έχει πολύ πιο προχωρημένες θέσεις από την κυβέρνηση σε σειρά ζητημάτων.»

Στη δική του προσέγγιση, ο κ. Καλογήρου υπογράμμισε ότι «η έρευνα δείχνει και καθαρές και αντιφατικές τάσεις. Όσοι/ες υπουργοί συγκρούστηκαν με το παλιό έχουν αποδοχή. Όσοι είχαν ανύπαρκτο ή αρνητικό έργο όχι. Εμβληματικές μεταρρυθμίσεις (συμβούλια) είναι ώριμες. Υπάρχει εμπιστοσύνη στο πανεπιστήμιο, αλλά σύγχυση για αξιολόγηση, άσυλο, συμμετοχή φοιτητών, δίδακτρα μεταπτυχιακών. Οι διαφορές στο ‘συμφωνώ – διαφωνώ’ στους μέσους όρους στην τοποθέτηση αριστερά – δεξιά είναι πολύ μικρές. Αυτό μαζί με τις αντιφάσεις, δείχνουν ότι πολλά στερεότυπα είναι ακόμη ισχυρά ριζωμένα. Η κοινωνία θέλει τις αλλαγές που απαιτούνται, αλλά χρειάζεται πολύ δουλειά για να αρθούν οι συγχύσεις.»

Από την πλευρά του, ο κ. Γρυσπολάκης χαρακτήρισε «πανάκριβο σπορ» τους αιώνιους φοιτητές, καθώς ο μεγάλος αριθμός τους επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των πανεπιστημίων. Ανέφερε, ακόμη, ότι «το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από προσήλωση στην απομνημόνευση και από διοικητικό και οικονομικό συγκεντρωτισμό. Η απόκτηση δεξιοτήτων, η συνεχής αναζήτηση γνώσεων με τη Δια Βίου Μάθηση και η σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την επιχειρηματικότητα έχουν δαιμονοποιηθεί από την Αριστερά. Σήμερα, το πλήγμα, που δέχεται η Παιδεία από τις ιδεοληψίες κατά της αριστείας, της αξιολόγησης, και του εκσυγχρονισμού, που επιχείρησε το σύνολο των νομοθετικών παρεμβάσεων Διαμαντοπούλου, δημιουργεί αδιέξοδα. Η Παιδεία αποτελεί σε κάθε κοινωνία τον κινητήριο μοχλό ανάπτυξης. Η χώρα θα πρέπει να μείνει προσηλωμένη στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Εκπαίδευσης, στον οποία συμμετέχουν 47 χώρες, ενώ το σχολείο θα πρέπει να παρέχει τις απαραίτητες δεξιότητες που θα διευκολύνουν την είσοδο των νέων στον ενεργό οικονομικό βίο, σύμφωνα με τον πίνακα δεξιοτήτων του ΟΟΣΑ».

«Όπως προκύπτει από την έρευνα υπάρχουν αναγκαίες αλλαγές που έχουν καταστεί πλέον ώριμες, όπως ο περιορισμός της παρουσίας των παρατάξεων στη διοίκηση, και αλλαγές όχι και τόσο ώριμες» επισήμανε με τη σειρά του ο Ορέστης Αγγελόπουλος, Τριτοετής Φοιτητής Νομικής Αθηνών. «Χρειάζεται ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα που να διώξει τους κομματικούς από τα Πανεπιστήμια» πρόσθεσε χαρακτηριστικά. «Χρέος της πολιτικής ηγεσίας» συνέχισε «είναι να εφαρμόσει όσα κρίνονται ώριμα και ορθά και για τα υπόλοιπα να κάνει όσα είναι αναγκαία για να γίνουν ωριμότερα μια ώρα αρχύτερα για την ελληνική κοινωνία. Έτσι, το άσυλο θα κρατήσει μόνο την ιστορική του αξία και δεν θα εμφανίζεται σε νομοθετήματα. Η θέση του θα είναι πλέον στο μουσείο.»

Στην παρουσίαση της έρευνας παραβρέθηκαν ο Σταύρος Θεοδωράκης, η Άννα Διαμαντοπούλου και ο Γιώργος Φλωρίδης.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα