«Ο Κρόιφ μου ζήτησε να πάω στην Μπαρτσελόνα»

Ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου Γιώργος Κούδας αποκαλύπτει:

Αποκαλυπτικός όσο λίγες φορές εμφανίστηκε ο Γιώργος Κούδας. Ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου, μίλησε σε σπουδαστές αθλητικής δημοσιογραφίας του ΙΙΕΚ Δέλτα Θεσσαλονίκης και πήρε θέση σε πολλά καυτά ζητήματα.

Ο Γιώργος Κούδας μίλησε:

Για τον Τάκη Λουκανίδη: «Πριν λίγες μέρες έφυγε ένας από τους μεγαλύτερους παίχτες που έβγαλε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές παλιότερα και οι Έλληνες παίχτες μπορούσαν να παίξουν πιο εύκολα στο εξωτερικό, ο Λουκανίδης θα ήταν αυτή την στιγμή στο TOP 10 των ποδοσφαιριστών όλων των εποχών. Ήταν ο πληρέστερος παίχτης που πέρασε ποτέ από το ελληνικό και παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μπορούσε να παίξει παντού, από τερματοφύλακας μέχρι επιθετικός. Αν έπαιζε ποδόσφαιρο σε άλλη χώρα, τώρα θα ήταν αναγνωρισμένος σε όλο τον πλανήτη».

Για τα σημερινά ταλέντα στην Ελλάδα: «Στην χώρα μας υπάρχουν ταλέντα αλλά δεν τα αξιοποιούμε με τον σωστό τρόπο. Τα σημερινά παιδιά που έχουν το ταλέντο να πρωταγωνιστήσουν, χάνουν τον προσανατολισμό τους από τα μέσα και τους μάνατζερ, που πολλές φορές τους φουσκώνουν τα μυαλά. Για να παίξεις ποδόσφαιρο, σίγουρα πρέπει να έχεις το ταλέντο αλλά πρέπει και να το αγαπάς και να μην σκέφτεσαι μονάχα το χρήμα. Εγώ για παράδειγμα, εκατομμύρια να είχα στην τράπεζα δεν θα με ικανοποιούσε τόσο, όσο το να μπαίνω στο γήπεδο να παίζω και να νιώθω την αγάπη του κόσμου. Αυτό για εμένα είναι η μεγαλύτερη αποταμίευση και η γνώμη μου είναι ότι έτσι πρέπει να σκέφτονται και τα νέα παιδιά».

Για το ποιους συναθλητές του είχε ως πρότυπο: «Ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν ένας από αυτούς, τον θαύμαζα και τον είχα ως πρότυπο. Επίσης, ήθελα να μοιάσω στον Τζόρτζ Μπέστ, διότι είχαμε το ίδιο όνομα. Βέβαια, υπήρχαν και άλλοι ποδοσφαιριστές που θα ήθελα να έχω την δύναμη τους, όπως για παράδειγμα ο Μπεκενμπάουερ».

Για το αν είχε την ευκαιρία να αγωνιστεί στο εξωτερικό: «Όταν γνώρισα τον Γιόχαν Κρόιφ το 1973 σε μια δεξίωση που είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη πριν το μεταξύ μας φιλικό (ΠΑΟΚ-Άγιαξ), συζητώντας με τον αείμνηστο Ολλανδό μου είπε ο ίδιος αλλά και ο πατέρας του, που εκτελούσε χρέη μάνατζερ, να κανονίσουν μεταγραφή μου στο εξωτερικό, ωστόσο εγώ αρνήθηκα. Τα έφερε όμως έτσι η ζωή, 2 χρόνια αργότερα να ξαναβρεθώ με τον ‘’Ιπτάμενο Ολλανδό’’, στο Καμπ Νου, όταν πια είχε μετακομίσει στη Μπαρτσελόνα και στη ρεβάνς του ΠΑΟΚ-Μπαρτσελόνα 1-0.

Τότε μου ζήτησε να παίξω για την Μπαρτσελόνα αλλά του απάντησα ότι θέλω να παίζω και στην Βαρκελώνη απλά θα περίμενα να τραυματιστείς εσύ για να αγωνιστώ. Δεν με ένοιαζαν τα χρήματα, ήθελα μόνο να αγωνίζομαι γιατί αγαπούσα το άθλημα. Στην συνέχεια, είχα πρόταση και από την Εσπανιόλ αλλά ήταν δύσκολο να πάω γιατί δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω αλλά και γιατί είναι δύσκολο να σε υιοθετήσει άλλη οικογένεια. Η Θεσσαλονίκη ήταν το σπίτι μου.

Για την σχέση του με τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη αλλά και για τον ‘’ντόρο’’ που είχε δημιουργηθεί παλιότερα με την μετακίνησή του στον Παναθηναϊκό: «Είναι παιδί μου ο Σαλπιγγίδης. Ήταν στην ακαδημία μου, μικρός. Μια μέρα και ενώ έπαιζε αγώνα, ήρθε και με ρώτησε πόσο είναι ο ΠΑΟΚ και του είπα γύρνα αμέσως στο γήπεδο, θα μάθεις αργότερα. Είναι ΠΑΟΚτζής και εξαιρετικό παιδί. Έφυγε με πόνο από τον ΠΑΟΚ και δεν το αναγνωρίζει ο κόσμος γιατί τον έχουν παραπληροφορήσει. Ήταν δύσκολη εκείνη η περίοδος για τον ΠΑΟΚ και ο Δημήτρης αποχώρησε για το καλό της ομάδας».

Για το τι άλλαξε και έγινε πιο ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα: «Λίγο η πτώση του Ολυμπιακού, λίγο η αγωνιστική άνοδος της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ και λίγο η αλλαγή σκυτάλης στην ΕΠΟ. Όλα αυτά, έφεραν αυτό το αποτέλεσμα και βοήθησαν ώστε να βλέπουμε φέτος το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα των τελευταίων ετών. Ωστόσο, το ελληνικό πρωτάθλημα για να γίνει ακόμα πιο ελκυστικό και ανταγωνιστικό, έχει ανάγκη από δυνατές επαρχιακές ομάδες και έδρες, ώστε να δυσκολεύουν τους πρωτοπόρους. Αυτός όμως ο ανταγωνισμός που υπάρχει φέτος μας αρέσει αρκετά και ελπίζουμε να συνεχίσει έτσι και να το πάρει ο καλύτερος».

Για το που θα κριθεί το πρωτάθλημα: «Η πιο σημαντική περίοδος πάντα είναι από αρχές Φεβρουαρίου μέχρι τέλος Μαρτίου, όποιος κάνει τις λιγότερες γκέλες θα είναι και αυτός που θα το κατακτήσει. Η διαφορά από ότι φαίνεται πάντως θα είναι μικρή».

Για το ποιος είναι ο λόγος που οι Ελληνικές ομάδες προχωρούν τόσο συχνά σε αλλαγή προπονητή: «Εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε την υπομονή. Έρχεται ένας καλός προπονητής και στα πρώτα 2-3 ανεπιτυχή αποτελέσματα τον διώχνουμε και στην συνέχεια έρχεται ένας άλλος και καρπώνεται όλη την δουλειά του προηγούμενου. Έχουμε λάθος νοοτροπία, πρέπει να περιμένουμε από τον προπονητή να μας δείξει την δουλειά του. Το πιο σημαντικό βέβαια είναι η ομάδα να επιλέξει έναν προπονητή που να ταιριάζει στην φιλοσοφία του συλλόγου αλλιώς όπως είναι λογικό δεν θα έχει μέλλον».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα