Πώς θα επιτευχθεί ανάπτυξη μέσω παραγωγικών επενδύσεων

To πως θα έρθει η ανάπτυξη μέσω παραγωγικών επενδύσεων, αναλύει η Τράπεζα Πειραιώς σε μελέτη της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής.

Σε ειδική μελέτη προσδιορίζονται και ποσοτικοποιούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την επενδυτική δραστηριότητα, καθώς φαίνεται ότι αυτή την στιγμή το βασικό επιχείρημα που προτείνεται υπέρ της ανάκαμψης των επενδύσεων δεν είναι άλλο, παρά το γεγονός ότι, δεδομένης της σημαντικής υποχώρησης της επενδυτικής δραστηριότητας, με ένα αυτόματο και μηχανιστικό τρόπο είναι δυνατόν να προκύψει μία επιστροφή στους προ κρίσης ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας και επανασύγκλισης στα προ κρίσης επίπεδα συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ.

Η μελέτη που εκπόνησε η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής, σε ένα πρώτο στάδιο επικεντρώνεται στις μη οικιστικές επενδύσεις, με βάση τους παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της επενδυτικής δραστηριότητας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και ποσοτικοποιεί τη σχέση μεταξύ επενδύσεων και των παραγόντων αυτών.

To βασικό συμπέρασμα

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, εάν η χώρα επιδιώκει να πετύχει αύξηση των μη οικιστικών επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 10%, δηλαδή κατά 1,2 δισ. ευρώ, κοντά στο μέσο όρο της περιόδου 1997 – 2008, απαιτείται:
– Αύξηση της καθαρής ροής χρηματοδότησης κατά 7,7 δισ. ευρώ.

– Αύξηση της υπερβάλλουσας ζήτησης (κατανάλωση και εξαγωγές) κατά 8,1 δισ. ευρώ.
– Μείωση του πραγματικού επιτοκίου κατά 1,8%.
– Αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 2 δισ. ευρώ.
– Μείωση του δείκτη μεταβλητότητας του επιχειρηματικού κλίματος κατά 4,3 μονάδες.

Το δεύτερο στάδιο της μελέτης λειτουργεί συμπληρωματικά, ως προς το πρώτο, καθώς εστιάζει στην εκτίμηση του ποσοστού συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ (I/Y) που θα πρέπει να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε το ποσοστό επενδύσεων να βρίσκεται σε ισορροπία και αρμονία με το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης που μπορεί να επιτύχει η ελληνική οικονομία.

Εάν υποτεθεί ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ ανέρχεται σε 2,2%, τότε:
– Το 2020, υπολογίζεται ότι ο λόγος Ι/Υ θα ανέλθει σε 23,4% από 11,6%, το 2015, αλλά χαμηλότερος του ιστορικά υψηλού ποσοστού του 24,6% το 2007.
– Την περίοδο 2016 – 2020, αναμένονται επενδύσεις 201 δισ. ευρώ ή κατά 40 δισ. ευρώ κατ’ έτος, αυξημένες από 30 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, κατ’ έτος, την περίοδο 2009 – 2015.

– Παρά την αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα πέντε χρόνια, αναμένεται ότι η διαδικασία αποεπένδυσης θα συνεχιστεί, καθώς οι αποσβέσεις θα εξακολουθούν να υπερτερούν των νέων επενδύσεων, οδηγώντας την αξία του συσσωρευμένου αποθέματος κεφαλαίου στα 760 δισ. ευρώ, το 2020.

– Κοιτώντας πιο μακριά, τη δεκαετία 2021 – 2030, η καθαρή αύξηση κεφαλαίου κατά 185 δισ. ευρώ θα είναι το αποτέλεσμα 528 δισ. ευρώ (53 δισ. ευρώ κατ’ έτος) επενδύσεων, αλλά και 343 δισ. ευρώ αποσβέσεων.

Σύμφωνα με το οικονομετρικό μοντέλο της τράπεζας, η εξέλιξη των Μη Οικιστικών Ιδιωτικών Επενδύσεων εξαρτάται από:
i. Την καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης, δηλαδή τη μεταβολή στα υπόλοιπα χρηματοδότησης στην οποία αποτυπώνεται η σχέση αποπληρωμών και νέας χρηματοδότησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Η αρνητική καθαρή ροή χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα τόσο της ανάγκης απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα (περιορισμός ζήτησης) όσο και της περιορισμένης δυνατότητας χρηματοδότησης από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος (περιορισμός της προσφοράς).

ii. Το επίπεδο υπερβάλλουσας ζήτησης, δηλαδή την απόκλιση της συνολικής ζήτησης για κατανάλωση (ιδιωτική & δημόσια) και εξαγωγές από τη μακροχρόνια τάση της.

iii. Το κόστος δανεισμού, όπως αυτό ορίζεται από το πραγματικό επιτόκιο χρηματοδότησης μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, δηλαδή από το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον πληθωρισμό. Παρά την ήπια υποχώρηση των ονομαστικών επιτοκίων, η εδραίωση αντιπληθωριστικών πιέσεων έχει οδηγήσει τα πραγματικά επιτόκια σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ο πληθωρισμός δύναται να αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα προσδιορισμού της επενδυτικής δραστηριότητας, καθώς αποτελεί ένδειξη της σχέσης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, επηρεάζει τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, αλλά και συμβάλλει καίρια στον προσδιορισμό των πραγματικών επιτοκίων.

iv. Τις δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, το οποίο φαίνεται ότι τροφοδοτεί τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
v. Το επίπεδο επιχειρηματικής αβεβαιότητας, όπως αυτό αντανακλάται στο δείκτη μεταβλητότητας του επιχειρηματικού κλίματος (Business Climate Stability Index), τον οποίο έχουν κατασκευάσει η τράπεζα.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα