«Σκωτσέζικο ντους» (στη διαιτησία)

Πράξη έγινε, λοιπόν, η επιθυμία της SuperLeague ώστε να έρθει ξένος αρχιδιαιτητής στο ελληνικό πρωτάθλημα και να τονωθεί λίγο η καταρρακωμένη αξιοπιστία του προϊόντος. Χιου Ντάλας είναι ο εκλεκτός της ΕΠΟ, με τον Σκωτσέζο παλαίμαχο ρέφερι να έχει πλέον την ευθύνη να επιλέγει και να κρίνει τους διαιτητές του πρωταθλήματος.

Και λέμε «εκλεκτός της ΕΠΟ» γιατί η επιλογή στο πρόσωπο του 56χρονου, ήταν καθαρά πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας και προσωπικά του προέδρου, Γιώργου Σαρρή.

Μπορεί το Δ.Σ. της Super αλλά και της FootballLeague να έψαχνε όλο αυτό τον καιρό περιπτώσεις που να ήταν και αξιόλογες από άποψη ονόματος, αλλά και οικονομικά υποφερτές, αλλά ο Γ. Σαρρής στο Δ.Σ. της Ομοσπονδίας την Τετάρτη έκανε την έκπληξη και έφερε τους ομολόγους του στους δύο συνεταιρισμούς, Τάκη Αγραφιώτη και Σπύρο Καλογιάννη προ τετελεσμένου.

Οι δύο τελευταίοι ήταν έτοιμοι να ζητήσουν περισσότερο χρόνο ώστε να βρουν το κατάλληλο άτομο για να αναλάβει τη θέση –αν και στο τέλος όπως πήγαινε η κατάσταση μάλλον σε Έλληνα θα έδιναν το χρίσμα– ωστόσο ο πρόεδρος τής ΕΠΟ τους διεμήνυσε ότι κατάλαβαν… λάθος και ότι η Ομοσπονδία είναι αυτή που αποφασίζει. Αυτή είναι άλλωστε που θα πληρώσει τον Σκωτσέζο, με τη συμφωνία να «κλείνει» στις 350.000 ευρώ για τα δύο χρόνια που θα μετακομίσει στα μέρη μας.

 

Τι αλλάζει

Θα ρωτήσει, βέβαια, κάποιος και με το δίκιο του: «Όλα τα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου λύθηκαν, δηλαδή, τώρα που ήρθε ο Χιου Ντάλας;» Η απάντηση αυτονόητα είναι αρνητική. Μπορεί, ο πρώην ρέφερι να αποδειχθεί ο καλύτερος που έχει περάσει από τον τομέα της διαιτησίας στη χώρα μας, μπορεί όμως να είναι και χειρότερος από τους ήδη υπάρχοντες. Για αρχή, άμεσα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Οι διαιτητές στον πίνακα της SuperLeague θα παραμείνουν 30 (29 στην ουσία αφού ο Τάσος Κάκος ανακοίνωσε μέσα στο καλοκαίρι την αποχώρησή του από την ενεργό δράση) και ο Χιου Ντάλας δεν θα πραγματοποιήσει καμία αλλαγή. Κάτι απόλυτα λογικό, αφού πρέπει πρώτα να δει όλες τις «σφυρίχτρες» του πρωταθλήματος, να κρίνει σε βάθος χρόνου και μετά να πάρει αποφάσεις. Αν γίνονταν τώρα αλλαγές, άλλωστε, ο μόνος που δεν θα συμμετείχε σε αυτές θα ήταν ο Σκωτσέζος… Οι πρώτες αλλαγές αναμένονται μεταξύ Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου, αφού ο Χιου Ντάλας θα έχει δει με τα μάτια του ποιοι αξίζουν και ποιοι πρέπει να πάνε σπίτι τους. Υπάρχει πρόθεση ούτως ή άλλως να μειωθεί ο υπάρχων αριθμός.

 

Κερδίζει χρόνο με ξένο αρχιδιαιτητή

Οι πρώτες αντιδράσεις του κοινού που παρακολουθεί από αρκετά κοντά τα δρώμενα στο ελληνικό ποδόσφαιρο για την πρόσληψη του Χιου Ντάλας είναι θετικές. Για την ακρίβεια, με τον οποιοδήποτε ξένο το κλίμα θα άλλαζε, αφού αποτελεί «πικρή» πραγματικότητα ότι κανένας Έλληνας διαιτητής δεν έχει κερδίσει το σεβασμό. Ήταν κάποια εποχή ο Κύρος Βασσάρας που λόγω των πολλών διεθνών συμμετοχών του είχε «συμπάθειες», στη συνέχεια ο Τάσος Κάκος ήταν ομολογουμένως ο καλύτερος Έλληνας διαιτητής που είχε πάντα την πρόθεση να παίζει «50-50», αλλά μιλώντας για το «σήμερα», ουδείς θα μπορούσε να αντέξει το «φορτίο» του αρχιδιαιτητή. Το θέμα φυσικά που έρχεται ως θέμα συζήτησης στο «τραπέζι» είναι κατά πόσο ο Χιου Ντάλας θα παραμείνει ανεπηρέαστος από τις συνήθεις παρεμβάσεις στον τομέα της διαιτησίας. Γιατί, αν οι παρεμβάσεις πιάσουν τόπο, τότε θα είναι ένα ακόμα χαμένοι στοίχημα για την αξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου και μάλιστα θα έχουν ξοδευτεί «τσάμπα και βερεσέ» αρκετά χρήματα. Από εκεί και πέρα, είναι απίθανο να μην υπάρξουν «φαλτσοσφυρίγματα». Συμβαίνουν και στις καλύτερες… οικογένειες όπως της Αγγλίας ή της Ισπανίας. Τι δεν θέλει όμως να δει ο Έλληνας φίλαθλος; Ατιμωρησία, δίνοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα έξαρσης του φαινομένου των κακών διαιτησιών. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει ο Χιου Ντάλας ώστε να κάνει ένα βήμα προς τα μπροστά και στο τέλος να χαρακτηριστεί επιτυχημένος στο –πράγματι– δύσκολο έργο που έχει αναλάβει.

 

Το who is who του Χιου Ντάλας

Ο Χιου Ντάλας γεννήθηκε στον Οκτώβριο του 1957 στο Άλαντον της Σκωτίας. Η καριέρα του ως διαιτητής ξεκίνησε το 1982 σε ματς ερασιτεχνών ανάμεσα στη Μάδεργουελ Μπιτζγουόρξ και τη Βικτόρια. Αφού ανέβηκε με σταθερή πρόοδο τις κατηγορίες της χώρας, ξεκίνησε τη διεθνή του καριέρα ως πρώτος βοηθός σε ματς Κυπέλλου Κυπελλούχων (νυν EuropaLeague) ανάμεσα στη Σαμπντόρια και τη Ζένα. Το 1996 ήταν ένας από τους 12 διαιτητές των Ολυμπιακών στην Ατλάντα και σφύριξε και τρία ματς στη φάση των ομίλων. Το 1998 ήταν παρών στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, αλλά η παρουσία σημαδεύτηκε από την υπόδειξη ενός ανύπαρκτου πέναλτι στο ματς Ισπανία – Τσεχία, με τον ίδιο μάλιστα να το χαρακτηρίζει ως το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του. Το 1999 έφυγε αιμόφυρτος από ένα κλασικό ντέρμπι της Σκωτίας, ανάμεσα στη Σέλτικ και τους Ρέιντζερς, ωστόσο ήταν παρών και στο EURO 2000. Στη διοργάνωση αυτή άφησε με φρικτά παράπονα την Τουρκία λόγω ενός πέναλτι που υπέδειξε εναντίον τους κόντρα στη Ιταλία. Το 2001 αναγκάζεται να αποχωρήσει με αστυνομική προστασία από το «Σαν Σίρο», λόγω κάποιων αποφάσεών του σε ματς της Μίλαν κόντρα στη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια ενώ το 2002 μέσω του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Κορέα και την Ιαπωνία, δίνει την τελευταία του διεθνή «παράσταση» φτάνοντας να είναι ο 4ος διαιτητής στον τελικό Βραζιλία-Γερμανία. Όταν τερμάτισε την καριέρα του ανέλαβε μέχρι και πρόεδρος ανάπτυξης διαιτησίας της Σκωτίας, πόστο από το οποίο απολύθηκε τον Νοέμβριο του 2010, λόγω ενός σκανδάλου με την Καθολική Εκκλησία.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα