Τα άρθρα casus belli στον ΚΠολΔ

Σήμα κινδύνου για εξαφάνιση της μεσαίας τάξης και της μικρής ιδιοκτησίας με τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με τους πλειστηριασμούς ακινήτων, εκπέμπει ο νομικός κόσμος της χώρας με πρώτη την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων να προχωρά, με αφορμή τις νέες ρυθμίσεις, σε έντονες απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες «παραλύουν» τα δικαστήρια.

Της Αγγελικής Κοσμοπούλου

Τόσο η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων όσο και οι δικαστικές ενώσεις «κατακεραυνώνουν» τις νέες ρυθμίσεις και προειδοποιούν για «φαλκίδευση των δικαιωμάτων των δανειοληπτών, ενίσχυση των προνομίων των τραπεζών και περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων».

Μάλιστα, η Ολομέλεια ευθέως εγκαλεί τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χαράλαμπο Αθανασίου πως στόχος των νέων ρυθμίσεων που καταρτίστηκαν «δεν είναι η ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά η εξυπηρέτηση συμφερόντων των τραπεζών». Για το ίδιο θέμα, έγκριτοι νομικοί μιλούν για ρυθμίσεις που έρχονται σε συνέχεια σειράς βαρύτατα δυσμενών μέτρων και στρέφονται –όπως αναφέρουν– κατά της μικρής και μεσαίας τάξης την οποία απειλούν να εξαφανίσουν.

«Κόντρα» στην εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, ήδη, αποφάσισε παράταση της αποχής των δικηγόρων μέχρι 5 Δεκεμβρίου, ενώ έχει προγραμματίσει για τις 2 και 3 Δεκεμβρίου πανελλαδικό δημοψήφισμα στους 63 Δικηγορικού Συλλόγους της χώρας.

Τα επίμαχα άρθρα

Ενδεικτικά κάποια από τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου, στα οποία αντιτίθεται ο νομικός κόσμος της χώρας, είναι:

– Άρθρο 934: Περιορίζει ασφυκτικά τους χρόνους προσβολής των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού όλες οι πράξεις της προδικασίας και κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και την κατάσχεση προσβάλλονται μέσα σε προθεσμία 45 ημερών. Αντίθετα, με τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι πράξεις της προδικασίας και της αμφισβήτησης της απαίτησης προσβάλλονται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάσχεση, η δε κατάσχεση προσβάλλεται μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού.

Ο περιορισμός αυτός των προθεσμιών –σύμφωνα με την Ολομέλεια– θέτει ασφυκτικά χρονικά περιθώρια αντίδρασης στον οφειλέτη, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που απαιτείται έρευνα για τη συγκέντρωση στοιχείων.

– Άρθρο 937: Προβλέπει πως σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται μόνο η άσκηση έφεσης. Πρόκειται σύμφωνα με τα μέλη της Ολομέλειας για «αμφίβολης νομιμότητας, από πλευράς Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού δικαίου, διάταξη». Και αυτό γιατί «στερεί στον οφειλέτη το δικαίωμα να προσφύγει για τελική δικαστική κρίση αναφορικά με την επισπευδόμενη εναντίον του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος με την μέχρι σήμερα νομολογία του ερμήνευε και διέπλαθε το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης». Για τον λόγο αυτό, οι δικηγόροι υποστηρίζουν πως η διάταξη αυτή «ευνοεί κυρίως τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι εκτελεστοί τίτλοι περιορίζονται αποκλειστικά στις διαταγές πληρωμής και δικαστικές αποφάσεις».

– Άρθρο 971: Ο οφειλέτης στερείται του δικαιώματος να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης της ανακοπής του με την οποία προσβάλλει αναγγελία δανειστή. Αυτό έχει ως συνέπεια τη διανομή του πλειστηριάσματος συντομότερα. Πρόκειται για διάταξη «που ευνοεί κυρίως τις τράπεζες, οι οποίες αναγγέλλονται σε πλειστηριασμούς που επισπεύδουν άλλες τράπεζες», λένε οι δικηγόροι.

– Άρθρο 975: Με την εν λόγω διάταξη περιορίζεται το προνόμιο των δικηγόρων στον πίνακα κατάταξης μόνο στις αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή κήρυξης της πτώχευσης όταν αυτοί (δικηγόροι) αμείβονται με 3 πάγια περιοδική αμοιβή. Με τον τρόπο όμως αυτό –επισημαίνουν οι δικηγόροι– τίθεται εκποδών το σύνολο των αμοιβών που προέρχονται από την λοιπή δικηγορική ύλη της πλειοψηφίας των δικηγόρων που δεν παρέχουν έμμισθες υπηρεσίες. Έτσι λ.χ. αμοιβές από εργολαβικό ή αμοιβή υπολογιζόμενη κατ’ αποκοπή ανά υπόθεση δεν τυγχάνουν υπό την νέα διάταξη κανενός προνομίου.

– Άρθρο 1009: Με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ότι αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο μηνών από την καταγγελία, διάταξη που θέτει σε δυσμενέστατη θέση τον καλόπιστο μισθωτή-επαγγελματία, ο οποίος πέρα από την απώλεια του μισθίου θα έχει και τεράστια οικονομική ζημία στην περίπτωση που θα έχει προβεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε επενδύσεις στο μίσθιο που πλειστηριάσθηκε.

Κύμα αντιδράσεων και για την κατάργηση της εμμάρτυρης απόδειξης

Κύμα αντιδράσεων προκαλούν, όμως, και οι διατάξεις για την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Και αυτό διότι με αυτές καταργείται η εμμάρτυρη απόδειξη, με αποτέλεσμα –όπως επισημαίνουν οι δικηγόροι– «να καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αποδεικτική διαδικασία και να αναιρείται κάθε έννοια δίκαιης δίκης».

Αναφέρει χαρακτηριστικά η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων: «…Η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο κατ’ αρχάς καταργείται. Αυτή η βουβή συζήτηση μπορεί μάλιστα να λάβει χώρα χωρίς την παρουσία διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων! Στη συνέχεια, προβλέπεται η δυνατότητα να επαναληφθεί η συζήτηση, δηλαδή να υπάρξει κατ’ αντιδικία προφορική εξέταση του μάρτυρα, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο από το δικαστήριο και σε περίπτωση Πολυμελούς Δικαστηρίου τούτη διεξάγεται μόνον ενώπιον του Εισηγητή και όχι της όλης σύνθεσης! Είναι ευνόητο ότι έτσι τίθεται εκποδών η «ουσία» της διάσκεψης του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση. Καταστρατηγείται δε ουσιαστικά η αρχή του φυσικού δικαστή».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα