Τρώνε «πόρτα» οι έμποροι από τον νόμο για τα υπερχρεωμένα

Με πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου Άργους κρίθηκε ότι ευνοϊκές διατάξεις του νόμου περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών δεν υπάγονται οι έμποροι. Αντίθετα, στη δικαστική απόφαση (υπ΄αριθμόν 93/2017) επισημαίνεται ότι στο νόμο Κατσέλη μπορούν να υπαχθούν οι μικρέμποροι. Λόγω αυτού το δικαστήριο απέρριψε την αίτησης ρύθμισης των οφειλών εμπόρου (διατηρούσε κατάστημα γευμάτων-αναψυκτήριο), ο οποίος έπεσε… έξω και πλέον έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία μαζί με την οικογένεια του.

Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου

Το δικαστήριο εξετάζοντας τα στοιχεία της υπόθεσης κατέληξε ότι «ο αιτών έχει ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές προς τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριές του, δεν έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της υπό κρίση αίτησης».

Παράλληλα, το Ειρηνοδικείο Άργους απέρριψε τον ισχυρισμό των τραπεζών ότι ο δανειολήπτης από δόλο περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής, επειδή ανέλαβε την υποχρέωση από την επίδικη δανειακή σύμβαση, χωρίς να έχει τη σχετική οικονομική δυνατότητα και με απώτερο σκοπό τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των χρεών του, είναι κατά τα προδιαμειφθέντα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της παρούσας απορριπτέος ως αόριστος.

«Δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη» ισχυρίστηκε το δικαστήριο «με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Δεν εξειδικεύονται όμως εν προκειμένω οι συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες ο αιτών απέκρυψε από την καθ’ ης η αίτηση πιστώτριά της την οικονομική του κατάσταση, δεδομένου ότι εν γένει οι πιστωτές (τράπεζα εν προκειμένω) ούτως ή άλλως ελέγχουν την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη μέσω εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαίωσης αποδοχών, ενώ μπορούν επιπλέον να διαπιστώσουν και τυχόν λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του (σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα) ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά μέσω του συστήματος Τειρεσίας».

Το σκεπτικό του δικαστηρίου

Στο σκεπτικό του δικαστηρίου επισημαίνεται ότι στις διατάξεις του νόμου περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών υπάγονται φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Αντίθετα, στις διατάξεις αυτές δεν υπάγονται όπως τονίζει το δικαστήριο οι έμποροι καθώς έχουν πτωχευτική ικανότητα.

«Οι έμποροι συνεπώς, για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου» αναφέρεται στη δικαστική απόφαση και συνεχίζει:

«Έτσι, υπάγονται στην ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως επίσης και πρόσωπα, που ήταν έμποροι, έπαυσαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά τον κρίσιμο χρόνο της παύσης της εμπορικής τους δραστηριότητας να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ αντίθετα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3588/2007 δεν υπάγονται στην ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα, τα οποία κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα».

Επίσης, στη δικαστική απόφαση τονίζεται ότι οι χαρακτηριζόμενοι ως μικρέμποροι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και δεν υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της, δηλαδή αυτοί για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, όπως ο ψιλικατζής, υπαίθριοι πωλητές, τεχνίτες κ.λπ.

Παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στον νόμο, με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων οι μικρέμποροι, εντούτοις γίνεται δεκτό ότι αυτοί υπάγονται στον ν. 3869/2010, όσων δηλαδή η κατά σύνηθες επάγγελμα άσκηση εμπορικών πράξεων συνδέεται προεχόντως και κατά κύριο λόγο με την σωματική τους καταπόνηση και το κέρδος που αποκομίζουν από αυτές αποτελεί αμοιβή της προσωπικής τους εργασίας και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών (ΑΠ 947/1995, ΑΠ 463/1991, ΕφΑθ 11433/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).

Ενδεικτικά δε στοιχεία της ύπαρξης της ιδιότητας του μικρεμπόρου αποτελούν η έλλειψη διάθεσης οργανωμένης επιχείρησης, η μη απασχόληση εργατικού προσωπικού, η έλλειψη διάθεσης μηχανημάτων ή άλλων εγκαταστάσεων, ο χαμηλός τζίρος.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα