«Ψαλίδι» στο επίδομα για ανάπηρο τέκνο

Τους όρους και τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες οι γονείς παιδιών με αναπηρία μπορούν να λαμβάνουν από την εργασία τους το σχετικό επίδομα, θέτει με απόφασή του ο Άρειος Πάγος, εξετάζοντας υπόθεση που αφορούσε σε «εκδικητική» –όπως κρίθηκε– απόλυση εργαζομένης η οποία έχασε τη δουλειά της σε ηλικία 54 ετών, επειδή δεν θέλησε να αποδεχθεί «τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών της όρων».

 

Της Αγγελικής Κοσμοπούλου

 

Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου (315/2014) την οποία παρουσιάζει, κατ’ αποκλειστικότητα, η  «Α» το δικαίωμα λήψεως επιδόματος τέκνου με αναπηρία από τους γονείς του, εκλείπει όταν το παιδί είτε πριν είτε μετά την ενηλικίωσή του απασχολείται σε εργασία ανάλογη με την περίστασή του. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, το εν λόγω επίδομα θα πρέπει να χορηγείται στους γονείς μόνο όταν το παιδί τους κριθεί πλήρως ανίκανο προς βιοποριστική εργασία.

Αντίθετα, επισημαίνουν οι αρεοπαγίτες, σε περίπτωση που η διαγνωσμένη αναπηρία επιτρέπει στο παιδί να εργαστεί, «τότε το διατροφικό δικαίωμα του τέκνου έναντι του εργαζόμενου γονέα εκλείπει», εκτός αν το προϊόν της εργασίας του έχει συμβολικό χαρακτήρα όπως και η αμοιβή. Με το σκεπτικό αυτό, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε εν μέρει απόφαση του Εφετείου της Αθήνας, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει τα αντίθετα. Ότι, δηλαδή, μητέρα ανάπηρου παιδιού πρέπει να λαμβάνει το επίδομα, αφού το τέκνο της κρίθηκε ότι πάσχει από νοητική υστέρηση και μετά την ενηλικίωσή του, άσχετα με το αν κατάφερε να εργαστεί.

Κατά τους αρεοπαγίτες το Εφετείο με την απόφασή του αυτή «παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων εργασίας για την αμοιβή του εργατικού προσωπικού επιχειρήσεων, κ.λπ.». Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η παραβίαση είναι αφενός ευθέως «διότι η προς εργασία ικανότητα του παιδιού είχε επιρροή στη διατήρηση του δικαιώματος του εργαζόμενου γονέα να λαμβάνει το σχετικό επίδομα» και αφετέρου εκ πλαγίου διότι το Εφετείο «παρέλειψε να διαλάβει παραδοχές ως προς το αν το προϊόν της εργασίας του αναπήρου τέκνου υπερέβαινε ή όχι το ποσό του αιτούμενου επιδόματος σε μηναία βάση».

Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη υπόθεση που εξέτασε ο Άρειος Πάγος εργαζόμενη ως καθαρίστρια σε ναυτιλιακή εταιρεία και διαζευγμένη μητέρα δύο παιδιών, εκ των οποίων το ένα με νοητική υστέρηση και ποσοστό αναπηρίας 50%, απελύθη από την εργασία της μετά την άρνησή της να παρέχει επιπλέον εργασία στους εργοδότες της, χωρίς όμως επιπλέον αμοιβή.

Η γυναίκα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, με την πρόσληψή της στην εταιρεία είχε ενημερώσει ότι είναι διαζευγμένη και ότι το ένα από τα δυο της τέκνα είναι παιδί με νοητική υστέρηση. Η πρόσληψή της προχώρησε κανονικά και η γυναίκα συμφώνησε να εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας (ναυτιλιακή) στο κέντρο της Αθήνας.

Δεκαπέντε χρόνια, όμως, μετά την πρόσληψή της, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας της ζήτησε να εργαστεί και σε άλλο κτίριο της εταιρείας στον Πειραιά, κάτι που στην αρχή εκείνη δέχθηκε και έκανε. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η κατάσταση αυτή παγιωνόταν, με αποτέλεσμα η γυναίκα να εργάζεται και στα δύο κτίρια χωρίς να αμείβεται για την επιπλέον εργασία της.

Όταν, δε, διαμαρτυρήθηκε, της είπαν πως η κατάσταση αυτή θα είναι προσωρινή διότι ασθένησε –όπως την ενημέρωσαν– άλλη συνάδελφός της την οποία εκείνη θα έπρεπε να αναπληρώσει. Τελικά, ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά τις διαμαρτυρίες της, οι εργοδότες την απέλυσαν.

Το Εφετείο έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι εργοδότες επιδίωξαν να μεταβάλουν μονομερώς τη σύμβαση εργασίας με τρόπο βλαπτικό για την εργαζόμενη και πως όταν εκείνη απαίτησε από τους εργοδότες της να τηρήσουν όσα είχαν συμφωνήσει, εκείνοι την απέλυσαν «από διάθεση εκδικήσεως και ξεπερνώντας προφανώς τα όρια που διαγράφονται στο 281 Α.Κ». Έτσι, το Εφετείο αναγνώρισε ως άκυρη και καταχρηστική την καταγγελία της σύμβασης και δικαίωσε την εργαζόμενη. Ο Άρειος Πάγος, ενώπιον του οποίου έφθασε η υπόθεση, δέχθηκε ως προς αυτό το σκέλος την απόφαση του Εφετείου.

Αντίθετα, οι αρεοπαγίτες ανέπεμψαν για νέα κρίση στο Εφετείο, με άλλη σύνθεση δικαστών, το σκέλος εκείνο της απόφασης που αφορούσε στο δικαίωμα της εργαζόμενης και μητέρας του ανάπηρου παιδιού να συνεχίσει να λαμβάνει το επίδομα τέκνου από τη στιγμή που εκείνο εργάζονταν.

Κατά τους αρεοπαγίτες, η εργαζόμενη δεν έπρεπε να λαμβάνει το εν λόγω επίδομα, διότι το παιδί της κατά το επίδικο διάστημα εργαζόταν. Στην απόφασή τους οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί επικαλούνται τη σχετική νομοθεσία, η οποία μεταξύ άλλων προβλέπει: «Το επίδομα τέκνου δίνεται μέχρι το 18ο έτος της ηλικίας των τέκνων, εφόσον αυτά δεν εργάζονται και είναι άγαμα… Για τα ανάπηρα σωματικά ή πνευματικά παιδιά, των οποίων η αναπηρία κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, η επιδότηση παρατείνεται για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία». Στην προκειμένη περίπτωση, το παιδί συνέχισε να πάσχει από νοητική υστέρηση και μετά την ενηλικίωσή του, πλην όμως, σημειώνει ο Άρειος Πάγος, κατάφερε να εργαστεί.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα