«Αχρείαστη» η συζήτηση για Λιγνάδη στη Βουλή

Η πρόθεση του πρωθυπουργού για συζήτηση σχετικά με την υπόθεση Λιγνάδη με θέμα την «ποιότητα της δημοκρατίας και του δημοσίου διαλόγου» έδωσε βήμα στους λοιπούς αρχηγούς να πάρουν θέση για την πανδημία, τη «Μήδεια», τα ελληνοτουρκικά, τα πανεπιστήμια και άλλα, χωρίς να ασχοληθούν με το αναγραφόμενο θέμα…

Ούτε 48 ώρες δεν έχουν περάσει από τη διεξαγωγή της κοινοβουλευτικής συζήτησης των πολικών αρχηγών που αιτήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με αφορμή τα απόνερα της σκοτεινής υπόθεσης Λιγνάδη, είναι όμως αρκετές για να αξιολογηθεί η πρωθυπουργική επιλογή τουλάχιστον ως «αχρείαστη» έως και πολιτικά εσφαλμένη.

Του Ν.ΤΕ.

Και μόνο η θεματική της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης του προέδρου της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας με τους υπόλοιπους αρχηγούς που τιτλοφορήθηκε «Ενημέρωση του Σώματος για την ποιότητα της Δημοκρατίας και του Δημοσίου Διαλόγου» την καθιστά εκ προοιμίου άκαιρη. Ο λόγος προφανής: όταν μία υπόθεση όπως αυτή του κατηγορούμενου τέως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου είναι τόσο σοβαρή δημόσια υπόθεση (σ.σ. αυτό «απαιτεί» μεταξύ άλλων το άρθρο 142Α του Κανονισμού της Βουλής, βάσει του οποίου ο πρωθυπουργός ζήτησε την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση), δεν μπορεί να ανάγεται σε πρωτεύουσα πολιτική ανάγκη να καταγγελθούν οι λασπολόγοι –ένθεν και ένθεν– του διαδικτύου που στις πολιτικές αντιπαραθέσεις τους τσαλαπατούν το σαβουάρ βιβρ.

Αν η συζήτηση είχε περιοριστεί στα όσα εξαιρετικά ενδιαφέροντα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και για την κατάσταση των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων, αλλά και για τη δέσμη μέτρων που προτίθεται να ενεργοποιήσει προκειμένου να ενισχυθεί το θεσμικό οπλοστάσιο της χώρας και να μπορεί να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τα φαινόμενα εξουσιαστικής και σεξουαλικής κακοποίησης εναντίον ειδικά των ανηλίκων, η αντιμαχία της Πέμπτης θα είχε ένα πολύτιμο κέρδος για την κοινωνία και θα «έστεφε» αδιαμφισβήτητο νικητή τον πρόεδρο της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας. Δεν έγινε όμως αυτό.

Αντιθέτως, όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρωθυπουργός στη δευτερολογία του, «η συζήτηση δεν τοποθετήθηκε στο σωστό της πλαίσιο», καθώς «τουλάχιστον τρεις πολιτικοί αρχηγοί ήρθαν σήμερα στη Βουλή για να κάνουν μία ομιλία τελείως γενική, αναφερόμενοι σε όλες τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, από την πανδημία, από το τι συμβαίνει στα πανεπιστήμια μέχρι άλλα θέματα της επικαιρότητας, χωρίς να αφιερώσουν τον χρόνο και τη σημασία που αναλογεί στην ουσία του θέματος». Και το προβληματικό σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι την προκάλεσε με τον τρόπο του ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Δεν είναι γνωστό αν η αντεπίθεση Μητσοτάκη στη Βουλή επ’ αφορμή της υπόθεσης Λιγνάδη ήταν αποκλειστική πρωτοβουλία του πρωθυπουργού ή των επιτελικών συμβούλων του, αλλά αποδεικνύεται στην πράξη ότι δεν προβλέφθηκε το απολύτως προβλεπτό. Ότι, δηλαδή, η μείζονα και η ελάσσονα αντιπολίτευση θα άρπαζαν την ευκαιρία να ανοίξουν τη βεντάλια της κοινοβουλευτικής κόντρας σε όλα τα θέματα. Ειλικρινά, πίστευε κάποιος στην Ηρώδου Αττικού ότι θα ανέβαινε στο βήμα ο Αλέξης Τσίπρας και δεν θα αναφερόταν στα περιστατικά της Πάρνηθα και της Ικαρίας ή στο φιάσκο με τις μάσκες στους μαθητές; Ή μήπως πίστευε κάποιος στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι π.χ. η Φώφη Γεννηματά δεν θα έκανε λόγο για «στημένη» κόντρα των δύο μεγάλων κομμάτων σε μια εποχή ανησυχίας στην κοινωνία λόγω της πανδημίας και με την Τουρκία «να αλωνίζει στο Αιγαίο»;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το σύνολο της αντιπολίτευσης –και όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ– προσπάθησε να εργαλειοποιήσει την υπόθεση Λιγνάδη και με πρόσχημα αίολα επιχειρήματα περί δήθεν συγκάλυψης αποπειράθηκε να προσποριστεί πολιτικά οφέλη από το τσαλάκωμα της κυβερνητικής εικόνας. Σε αυτή την εν πολλοίς αντανακλαστική αντίδραση κάθε αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπεσε στην παγίδα να απαντήσει σε πράγματα που επί της ουσίας δεν τον αφορούν. Ποια ανάγκη υπαγόρευσε, άραγε, στον πρωθυπουργό να αναλώσει στη συζήτηση της Πέμπτης δυσανάλογη ποσότητα πολιτικής φαιάς ουσίας για να υπεραμυνθεί της (δεδομένης) ηθικής ακεραιότητας της δικής του και του κόμματός του; Για να πείσει ψεκασμένους χρήστες, τυφλωμένους πολιτικούς χουλιγκάνους των social media ή για να μην του πουν ότι άφησε αναπάντητο το κύλισμα στο βούρκο ακόμη-ακόμη και κομματικών γενίτσαρων;

Όσο «χρωματισμένες» και «ταγμένες» κομματικά να είναι οι αθλιότητες που γράφτηκαν, οι «συγγραφείς» τους δεν αποτελούν ούτε επίσημους ούτε θεσμικούς συνομιλητές των κομμάτων και των αρχηγών τους.

Κι ούτε μπορεί ο πρωθυπουργός μιας χώρας να «νομιμοποιεί»  –παρά την απολύτως δικαιολογημένη ανθρώπινη οργή του– την αλαζονεία των υβριστών ότι δήθεν έχουν ρόλο και δύναμη στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Στο κάτω-κάτω, ουδείς καταλόγισε ΕΠΙΣΗΜΩΣ στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη «γαλάζια» παράταξη όσα βουρκοειδή παρατίθενται στα hastag του αίσχους.

Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι αυτοί που επιμένουν ότι ήταν αχρείαστη αυτή η πρωτοβουλία Μητσοτάκη, που δεν αποκλείεται και να έβγαλε από τη δύσκολη θέση τον Αλέξη Τσίπρα. Ίσως δεν αναλογίζονται στη Ν.Δ. ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «ξεπλύθηκε» δηλώνοντας απερίφραστα από το βήμα της Βουλής ότι διαφωνεί κάθετα με όσα καταλογίζει στον Κυριάκο Μητσοτάκη «η ασυδοσία του πληκτρολογίου», ισχυριζόμενος ότι ο νυν πρωθυπουργός δεν έκανε το ίδιο για τους αντιπάλους του.

Αν, τώρα, στο Μαξίμου επιμένουν ότι ορθώς έπραξαν, παραφράζοντας τον Πιραντέλο, εμείς έχουμε τη γνώμη ότι «έτσι (δεν) είναι, (έστω κι) αν έτσι νομίζουν»

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα