Αν ο Κυριάκος προκληθεί…

Η ώρα της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν έφτασε και όλα δείχνουν έτοιμα για την 3η συνάντηση των δύο ηγετών τα τελευταία δύο περίπου χρόνια. Όπως και αυτή, όλες έγιναν στο περιθώριο μεγάλων Συνόδων και σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να τις χαρακτηρίσεις ως εύκολες. Τουναντίον, το κλίμα ήταν εκρηκτικό, ενώ ο «σουλτάνος» είχε εμφανιστεί στις προηγούμενες συναντήσεις με ύφος χιλίων καρδιναλίων λόγω των ειδικών σχέσεων που είχε με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Τώρα τα πράγματα στην παγκόσμια διπλωματία έχουν αλλάξει. Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν σήμανε την επιστροφή των ΗΠΑ σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, στον πλήρη έλεγχο του ΝΑΤΟ, και φυσικά κάτι τέτοιο δεν αρέσει στον Ερντογάν που υφαίνει εδώ και τουλάχιστον μία τετραετία το αφήγημα (περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση) της περιφερειακής δύναμης και της αναστήλωσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κάτι που του επέτρεπε ο φίλος του, Ντόναλντ Τραμπ.

Τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος αναγκάζεται μέχρι και να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Μητσοτάκη, διαψεύδοντας τον εαυτό του που διαβεβαίωνε τους πάντες την άνοιξη του 2020 ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ξανασυναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Είχε προηγηθεί η ελληνική αποφασιστικότητα στα σύνορα, όταν αποκρούστηκαν οι ορδές των παράνομων μεταναστών που είχε… στείλει μέχρι εκεί με τουριστικά πούλμαν, αστικά λεωφορεία και στρατιωτικά οχήματα μεταφοράς προσωπικού η τουρκική κυβέρνηση. Και το χειρότερο για τον Τούρκο Πρόεδρο είναι ότι πείστηκε η Ευρώπη κι έκτοτε δεν έχει ανανεωθεί η συμφωνία για το μεταναστευτικό. Μία συμφωνία που περίμενε πώς και πώς ο Τούρκος Πρόεδρος για να εισρεύσουν νέα ευρωπαϊκά κονδύλια στην ασθμαίνουσα τουρκική οικονομία.

Τώρα πλέον ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει πέτρα την καρδιά του κι αναγκάζεται να συναντηθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, περισσότερο για να δείξει στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, σε όλους τους βασικούς παίκτες της περιοχής, ότι επανήλθε στην τάξη, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα για την οικονομία. Διότι ουδείς πιστεύει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ενδιαφέρεται να βρεθεί δίκαιη λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Όμως τα δεδομένα της εποχής μάλλον ευνοούν τη χώρα μας. Κι αυτό διότι στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ υπάρχει και η πολυσυζητημένη συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Τζο Μπάιντεν. Μάλιστα, οι Τούρκοι αναλυτές έδιναν μεγάλη έμφαση για το πότε θα γίνει η συνάντηση του Ερντογάν-Μητσοτάκη. Γιατί διαφορετικό θα είναι να συναντηθούν οι δύο ηγέτες μετά το τετ-α-τετ με τον Μπάιντεν και διαφορετικά να έχει προηγηθεί η ελληνοτουρκική συζήτηση.

Εάν ο Ερντογάν συναντήσει πρώτα τον Μητσοτάκη, το Μαξίμου αναμένει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα παρουσιαστεί με το γνωστό υπεροπτικό ύφος και θα θέσει όλα τα απίθανα που ακούμε το τελευταίο διάστημα από τους Τούρκους υπουργούς και αξιωματούχους. Αν προηγηθεί η συνάντηση του Ερντογάν με τον Αμερικανό Πρόεδρο, στο πρωθυπουργικό μέγαρο αναμένουν πολλά νεύρα από τον Τούρκο Πρόεδρο, καθώς ουδείς πιστεύει ότι θα βρεθεί η χρυσή τομή με τις ΗΠΑ.

Δύσκολη συζήτηση

Πάντως ουδείς από τους συνεργάτες του πρωθυπουργού, που έχουν επωμιστεί την προετοιμασία της συνάντησης με τον Τούρκο Πρόεδρο, δεν αναμένει μια ήρεμη συζήτηση. Ναι μεν οι δύο ηγέτες επισήμως επιθυμούν προς συμφέρον αμφοτέρων να προωθήσουν τη θετική ατζέντα που έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο υπουργείων Εξωτερικών. Επίσης, η προσπάθεια αποκλιμάκωσης και συνέχισης ενός διαλόγου στο πεδίο των διερευνητικών επαφών, τις οποίες η Άγκυρα έχει βαφτίσει «συμβουλευτικές», επιδιώκοντας να διευρύνει την ατζέντα της συζήτησης, συμφέρει και τους δύο. Τη μεν Ελλάδα να έχει ένα ήρεμο τουριστικό καλοκαίρι (ειδικά τώρα που η κυβέρνηση ποντάρει στην επέκταση της θερινής περιόδου μέχρι τέλος Οκτωβρίου), ενώ η Τουρκία βρίσκεται σε μία περίοδο που ψάχνεται για να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις χώρες που είναι σε ένταση.

Από την τελευταία συνάντηση των δύο ηγετών που είχε πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο στο περιθώριο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ, έχουν συμβεί πολλά. Έχει μεσολαβήσει η κρίση στον Έβρο και η κρίση του περσινού καλοκαιριού με την έξοδο του ερευνητικού Oruc Reis. Επίσης έχουν μεσολαβήσει οι εκλογές στα Κατεχόμενα της Κύπρου, όπου με τον Τατάρ ως αχυράνθρωπο ο Ερντογάν απαιτεί από τον ΟΗΕ επισήμως τη διχοτόμηση του νησιού. Και τέλος, έχει μεσολαβήσει η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο και οι αμερικανικές κυρώσεις, που έχουν δημιουργήσει πλείστα προβλήματα στην κυβέρνηση Ερντογάν και στην τουρκική οικονομία.

Η Αθήνα γνωρίζει πως η Άγκυρα επιδιώκει μια συνολική ομαλοποίηση των σχέσεών της, τόσο με την Ελλάδα, όσο και με τις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου. Η απόφαση αυτή οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, με πρώτο και κύριο το γεγονός ότι η Άγκυρα θέλει να κλείσει μερικά από τα ανοιχτά μέτωπα που έχει ανοίξει τον τελευταίο χρόνο, την ώρα που η οικονομία εξακολουθεί να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί. Η Τουρκία επιθυμεί επίσης να αποκαταστήσει και τις σχέσεις της με το Κάιρο, έπειτα από χρόνια εντάσεων, αλλά και τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Πάντως η ελληνική πλευρά, όπως αναφέρουν πηγές του Μαξίμου, δεν πρόκειται να αφήσουν τίποτε αναπάντητο. Έτσι, ο πρωθυπουργός θα απαντήσει εάν ο Ερντογάν ανοίξει θέμα μειονότητας στη Θράκη. Όπως είναι γνωστό, η Άγκυρα κάνει λόγο για εθνική μειονότητα, αμφισβητώντας τι είχε υπογράψει ο Κεμάλ Ατατούρκ στη συνθήκη της Λωζάννης. Ο πρωθυπουργός θα απαντήσει ότι πρόκειται για θρησκευτική μειονότητα, ενώ θα επισημάνει στον Ερντογάν ότι οι συνθήκες δεν αλλάζουν επειδή δεν αρέσουν σε μία χώρα.

Επίσης ο πρωθυπουργός θα επιμείνει ότι οι διαφορές των δύο χωρών δεν είναι ελληνοτουρκικές, αλλά ευρωτουρκικές από τη στιγμή που η Ελλάδα αποτελεί το όριο της Ενωμένης Ευρώπης. Όσον αφορά την τουρκική εμμονή στον διάλογο δίχως προϋποθέσεις και χωρίς εμπλοκή άλλων, η ελληνική απάντηση θα είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν η Τουρκία δεχθεί το δίκαιο των θαλασσών. Κάτι που σημαίνει ότι αυτομάτως αναγνωρίζει ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα.

Από την πλευρά της η Αθήνα θα επισημάνει για πολλοστή φορά ότι η μοναδική διαφορά που έχουν οι δύο χώρες είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο, με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, όπως δείχνει και το προηγούμενο των αντίστοιχων συμφωνιών της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μάλιστα, θα προτείνει και προσφυγή στη Χάγη με συνυποσχετικό. Όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, καθώς η Χάγη δικάζει με βάση το δίκαιο των θαλασσών, το οποίο δεν αναγνωρίζει η Άγκυρα.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα