COVID-19: Κυβέρνηση: «Πάμε καλά» – Bloomberg: «Όχι βέβαια…»

O Κ. Μητσοτάκης είπε στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 ότι η Ελλάδα έχει αποκρούσει την υγειονομική κρίση σχετικά καλύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με το Bloomberg να διαφωνεί

Περίπου 40 ημέρες απέχουν μεταξύ τους οι δύο τελευταίες τηλεοπτικές συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η πρώτη στις 7 Δεκεμβρίου στον Alpha και τον Αντώνη Σρόιτερ, και η δεύτερη στις 12 Ιανουαρίου στον ΑΝΤ1, έχοντας απέναντί του τον Νίκο Χατζηνικολάου.

Του Ν.ΤΕ.

Οι ομοιότητές τους πολλές, ειδικά σε ό,τι αφορά το κομμάτι των ερωταποκρίσεων για την πανδημία. Οι διαφορές, όμως, είναι σημειολογικές, αφού στο ημερολόγιο της καραντίνας έχουν συμπληρωθεί 70 ημέρες lockdown, ο δε αριθμός των κρουσμάτων έχει ξεπεράσει στο μεσοδιάστημα τις +40.000 νέες λοιμώξεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, μπαίνουν στο μικροσκόπιο τα όσα απάντησε ο πρωθυπουργός την περασμένη Τρίτη στον άνκορμαν του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του καναλιού του Αμαρουσίου, αναφορικά με τις επιδόσεις της κυβέρνησής του στην αντιμετώπιση της πανδημίας από το καλοκαίρι και μετά.

Αρνούμενος τις κριτικές που θέλουν τις υγειονομικές υπηρεσίες και μηχανισμούς του κράτους να έχουν αψηφήσει το ενδεχόμενο ενός δεύτερου σφοδρού κύματος της πανδημίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε πως οι αρχές γνώριζαν ότι ο κορωνοϊός θα «χτυπούσε» για δεύτερη φορά τη χώρα, και μάλιστα το φθινόπωρο και όχι την άνοιξη. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, στη διάρκεια του καλοκαιριού αλλά και το φθινόπωρο «προετοιμαστήκαμε έτσι ώστε να ενισχύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας με πολύ περισσότερα κρεβάτια εντατικής θεραπείας και με πολύ περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές».

Τα νούμερα δεν «δείχνουν» προετοιμασία

Εκ των πραγμάτων, πάντως, φαίνεται ότι αυτή η ενίσχυση δεν ήταν αρκετή για την προετοιμασία υποδοχής του β΄ κύματος της πανδημίας, είτε έπασχε στο στρατηγικό της κομμάτι, αφού τα νούμερα των νέων λοιμώξεων και των απωλειών ανθρώπινων ζωών παρουσιάζουν αύξηση. Είναι ενδεικτικό ότι με την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αρκετές «κόκκινες» περιφέρειες να τελούν υπό καθεστώς αυστηρού lockdown από τα τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου, στις 7 Δεκεμβρίου το σύνολο των κρουσμάτων κορωνοϊού στη χώρα μας από την αρχή της πανδημίας ανέρχονταν σε 116.721, ενώ την Τρίτη που εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός στον ΑΝΤ1 το ίδιο νούμερο είχε σκαρφαλώσει στα 146.020. Σε απλά μαθηματικά, δηλαδή, οι νέες λοιμώξεις είχαν αυξηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25%.

Ακόμη και το ομολογουμένως πολύ αισιόδοξο στοιχείο που ανέφερε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στον Ν. Χατζηνικολάου, ότι δηλαδή η εικόνα των διασωληνωμένων έχει καλυτερεύσει (από τους +600 που είχαμε στις αρχές του Δεκεμβρίου, σήμερα βρισκόμαστε κάτω από τους 350), «κουβαλάει» στον πυρήνα του μία τραγικότητα που δεν είναι άλλη από την τραγικότητα του θανάτου. Επισημαίνεται ότι από την αρχή της πανδημίας και μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου ο συνολικός αριθμός θανάτων από COVID-19 στην Ελλάδα ήταν 3.092, την περασμένη Τρίτη (12/1/2021) οι νεκροί από κορωνοϊό ανέρχονταν συνολικά σε 5.329 (αύξηση +72,35%). Άρα, δεν είναι παράλογο να ειπωθεί ότι μία αιτία που αποκλιμακώθηκε ο αριθμός των διασωληνωμένων και η αντίστοιχη πίεση στο σύστημα υγείας είναι και επειδή αρκετοί από τους ασθενείς έχασαν τη μάχη για τη ζωή.

Τα πάμε όντως καλά;

Επομένως, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού ότι «η Ελλάδα τα έχει καταφέρει σχετικά καλύτερα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες» εμπεριέχει μια ισχυρή δόση αναντιστοιχίας, την ώρα που οι «κόκκινες» περιοχές δεν λένε να… ξεκοκκινίσουν και απειλούνται με ακόμη σκληρότερη καραντίνα. Προφανώς στην κυβέρνηση συγκρίνουν –σε έναν βαθμό όχι άδικα– τις ελληνικές επιδημιολογικές στατιστικές με τις αντίστοιχες άλλων χωρών, συγκρίνοντας όμως απόλυτους αριθμούς στη λογική του «μη χείρον βέλτιστον».

Αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα, π.χ., από την Ιταλία των +80.000 νεκρών. Αληθεύει, επίσης, ότι η Ελλάδα δείχνει ασφαλέστερη υγειονομικά από την πεντάδα των χωρών που έχουν παραπλήσιο πληθυσμό, όπως φαίνεται στον επικαιροποιημένο πίνακα που παραθέτει σήμερα η «Α», με τη διαφορά ότι και με αυτή την κατηγοριοποίηση η Ελλάδα έχει το «μειονέκτημα» της χώρας με τα δεύτερα λιγότερα τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκων (σ.σ. ξεπερνάμε μόνο την Ουγγαρία).

Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει, δυστυχώς, ακόμη ένα απλό αλλά ενδεικτικό στοιχείο, που δεν επιβραβεύει την ελληνική προετοιμασία απέναντι στην επέλαση της COVID-19. Αυτό είναι η αναλογία θανάτων επί επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, όπου η Ελλάδα «γράφει» το μεγαλύτερο ποσοστό 3,64%, έναντι 3,18% της Ουγγαρίας, 3,02% του Βελγίου, 1,91% της Σουηδίας και 1,59% της Τσεχίας.

«Μύδροι» από το Bloomberg, χαμόγελα από το ECDC

Την άποψη της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει επιτυχώς την πανδημία  δεν συμμερίζεται το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg. Μάλιστα, λίγα 24ωρα πριν από τα Χριστούγεννα το διεθνές πρακτορείο δημοσιοποίησε τη σχετική λίστα που καταρτίζει σε μηνιαία βάση αναφορικά με τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του SARS-coV-2, και στην οποία η χώρα μας καταλαμβάνει τη διόλου τιμητική 50ή θέση επί συνόλου 53 χωρών!!!

Η αξιολόγηση της χώρας γίνεται ακόμη χειρότερη, αν σκεφτεί κανείς ότι συγκριτικά με τη λίστα του προηγούμενου μήνα η Ελλάδα κατρακύλησε 19 θέσεις παρακάτω από εκεί που την κατέτασσε το Bloomberg τον Νοέμβριο, αφήνοντας πίσω της μόνο το Περού, την Αργεντινή και το Μεξικό.

Πώς προέκυψε αυτή η αρνητική εικόνα; Μα από το γεγονός ότι το διεθνές πρακτορείο πέρα από τον συνολικό αριθμό των κρουσμάτων ανά χώρα χρησιμοποιεί για την αξιολόγησή του μία σειρά πιο ποιοτικών κριτηρίων όπως το ποσοστό θνητότητας, η διαθεσιμότητα σε τεστ, η αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, η άμεση πρόσβαση σε εμβόλια, ακόμη και ο βαθμός ελευθερίας στην μετακίνηση των πολιτών – εν ολίγοις το πόσο σκληρή είναι η εθνική καραντίνα.

Κάπως έτσι βρέθηκε η Ελλάδα στα… έσχατα της λίστας του Bloomberg, αξιολογούμενη όχι ως χώρα πρότυπο που ήταν την περασμένη άνοιξη, αλλά μάλλον ως παράδειγμα  προς αποφυγή.

Στην κυβέρνηση, πάντως, ευελπιστούν ότι το… χαρτί θα γυρίσει αντλώντας αισιοδοξία από τον πρόσφατο ανανεωμένο χάρτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (ECDC), που κατατάσσει την Ελλάδα στις δύο «πράσινες» επιδημιολογικά χώρες (σ.σ. η άλλη είναι η Νορβηγία), οι οποίες έχουν ποσοστό θετικότητας μικρότερο του 4% και αριθμό νέων λοιμώξεων μικρότερο των 25 ανά 100.000 πληθυσμού.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα