CREDIT SUISSE: Η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα τράπεζα

Η διάσωση ήρθε, οι αγορές παραμένουν διστακτικές για το αύριο, αλλά το… χθες της ελβετικής τράπεζας δεν είναι τόσο αθώο όσο μπορεί να έδειχνε το μέγεθός της

Την Μεγάλη Τρίτη οι ορθόδοξοι χριστιανοί θα ακούσουν στις εκκλησίες τους να ψάλλεται το γνωστό τροπάριο της Κασσιανής που αφορά την εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυναίκα, η οποία αφού έπλυνε τα πόδια του Ιησού με μύρο τα σκούπισε με τα μαλλιά της προκειμένου να δείξει με την ταπεινότητά της ότι έχει μετανοήσει. Στην περίπτωση της… αμαρτωλής Credit Suisse το «νίψον ανομήματα» κόστισε πολλά περισσότερα από μια απλή γονυκλισία και λίγο μύρο…

Του Νίκου Τσαγκατάκη

Παρά την κατά τα φαινόμενα διάσωσή της μέσω εξαγοράς και γενναίας πιστοληπτικής γραμμής χρηματοδότησης, η Credit Suisse συνεχίζει να αναστατώνει τις παγκόσμιες αγορές. Το ξημέρωμα της περασμένης Δευτέρας βρήκε την δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας εξαγορασμένη από τον όντως μεγαλύτερο τραπεζικό όμιλο της χώρας, την UBS, η οποία έναντι 3 δισ. ευρώ και μέσω ανταλλαγής μετοχών έβαλε στο χέρι την Credit Suisse της οποίας η κεφαλαιοποίηση ανερχόταν τις παραμονές του deal περίπου στα 7 δισ. ευρώ.

Μετά από αυτές τις εξελίξεις, όλοι παρακαλούν να λάβει τέλος το θρίλερ προσπαθώντας να ανιχνεύσουν την επόμενη ημέρα. Πριν ωστόσο από αυτό το άδηλο αύριο, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το καταγεγραμμένο χθες καθώς κατά τη διάρκεια των 167 χρόνων της ιστορίας της η κλυδωνιζόμενη Credit Suisse έχει περιπέσει σε ουκ ολίγες αμαρτίες.

Η αλήθεια είναι ότι των αμαρτιών της Credit Suisse είχαν προηγηθεί οι «αγαθοεργίες» της στην οικονομική ανάπτυξη της Ελβετίας, βοηθώντας τη χώρα να αναπτύξει το νομισματικό της σύστημα χρηματοδοτώντας επιχειρηματίες και επενδύοντας στον σιδηρόδρομο Gotthard που συνέδεσε την Ελβετία με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα το 1882.

Η Credit Suisse βοήθησε επίσης στη χρηματοδότηση της δημιουργίας του ελβετικού δικτύου ηλεκτρισμού μέσω της συμμετοχής της στην Elektrobank, ένα κονσόρτσιουμ οργανισμών που συγχρηματοδότησε το ηλεκτρικό δίκτυο της Ελβετίας. Εξάλλου, η Credit Suisse βοήθησε στη χρηματοδότηση της προσπάθειας αφοπλισμού και φυλάκισης των γαλλικών στρατευμάτων που πέρασαν στα ελβετικά σύνορα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1870.

Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών στις 28 Ιανουαρίου του 1871 η Credit Suisse είχε καταστεί η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ελβετία.

Έχει αλλάξει αιώνας και βρισκόμαστε στον 20ο αι. όταν στη δεκαετία του 1900 η Credit Suisse κάνει τα πρώτα βήματά της στη λιανική τραπεζική προκειμένου να εκμεταλλευτεί την σύγχρονη άνθιση της μεσαίας τάξης έχοντας ως κύριους ανταγωνιστές της τις τράπεζες UBS και Julius Bär.

Οι δουλειές δεν πηγαίνουν άσχημα, η Credit Suisse επεκτείνεται και εκτός Ζυρίχης ανοίγοντας το πρώτο υποκατάστημά της στη Βασιλεία το 1905 αλλά οι επόμενες δεκαετίες είναι ταραχώδεις λόγω του ξεσπάσματος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), της «Μεγάλης Ύφεσης»   (1929) και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που θα ακολουθήσει. Και πάλι όμως η ζήτηση για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της Credit Suisse δεν μειώθηκε αφού πολλές επιχειρήσεις ζητούσαν ζεστό δανεικό χρήμα για να σταθούν στα πόδια τους μετά από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις κατευθύνθηκαν εκτός Ελβετίας και μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προκειμένου να ανασυγκροτηθούν χώρες και αγορές που είχαν πληγεί στη διάρκεια της μεγαλύτερης ένοπλης σύγκρουσης που έχει δει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα.

Το ναζιστικό χρώμα του χρήματος

Προφανώς αυτές οι χρηματοδοτήσεις δεν δίνονταν αφιλοκερδώς. Πολλώ δε μάλλον δεν δίνονταν από τις τσέπες των μετόχων της Credit Suisse. Ήταν η μεγάλη αλλά και «αιματοβαμμένη» σε ένα μέρος της καταθετική βάση που είχε η  τράπεζα και η οποία της παρείχε αυτή την δανειοδοτική ικανότητα.

Δεν είναι μυστικό ότι το καθεστώς ουδετερότητας της Ελβετίας δεν το απολάμβαναν μόνο οι Ελβετοί αλλά και πολλοί Ναζιστές που τις δεκαετίες του 1930, του 1940 και πολύ αργότερα, «έτρεξαν» τις οικονομικές υποθέσεις τους μέσω ελβετικών τραπεζών μη έχοντας άλλο φιλικό χρηματοπιστωτικό περιβάλλον να το πράξουν.

Ούτε είναι τυχαίο ότι το 2000 η Credit Suisse και άλλα ιδρύματα κλήθηκαν να πληρώσουν 1,25 δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση σε συγγενείς θυμάτων του Ολοκαυτώματος –αλλά ακόμη και σε επιζώντες– που μέχρι εκείνη τη στιγμή πάλευαν να ανακτήσουν περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων τους αλλά δεν τα κατάφερναν επειδή δεν μπορούσαν να προσκομίσουν πιστοποιητικά θανάτου από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης!

Και δεν ήταν μόνο ναζιστικό το χρώμα του χρήματος που έμπαινε κατά καιρούς στα θησαυροφυλάκια της Credit Suisse. Σύμφωνα με τα γραφόμενα στον διεθνή τύπο ήταν και μαφιόζικο και δικτατορικό. Απόδειξη ότι το 1986 «σκάει» το σκάνδαλο του δικτάτορα Μάρκος των Φιλιππίνων και της συζύγου του Ιμέλντα που αποκαλύφθηκε ότι διατηρούσαν παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Credit Suisse χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Ουίλιαμ Σόντερς και Τζέιν Ράιαν αντίστοιχα προκειμένου να διαφύγουν των φορολογικών και άλλων ελέγχων.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με έναν άλλο δικτάτορα, τον Νιγηριανό Σάνι Αμπάτσα, που μετά από τον θάνατό του το 1998 ανακαλύφθηκε ότι η Credit Suisse είχε βάλει το χεράκι της να αποκρυβούν κάποιες εκατοντάδες εκατομμυρίων που είχε λεηλατήσει η οικογένεια του δικτάτορα από τη δυτικοαφρικανική χώρα που δυνάστευε επί 6 χρόνια.

Καταφύγιο «μαύρου» πλούτου

Σύμφωνα με τις ελβετικές εποπτικές αρχές, η Credit Suisse αγνόησε τους κανόνες κατά του ξεπλύματος χρήματος όταν δέχτηκε καταθέσεις 214.000.000 δολαρίων από δύο γιους του δικτάτορα Αμπάτσα, ενώ μερικά χρόνια αργότερα η Ένωση Τραπεζών της Ελβετίας επέβαλε πρόστιμο 750.000 ελβετικών φράγκων (περίπου €755.000) στην τράπεζα για τη διαχείριση των κεφαλαίων της οικογένειας Αμπάτσα.

Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι η Credit Suisse δεν αντιμετώπισε ποινικές διώξεις απλώς δεσμεύτηκε ότι στο μέλλον θα δέχεται ως πελάτες μόνο εκείνους των οποίων η πηγή πλούτου και τα κεφάλαια μπορούν εύλογα να διαπιστωθεί ότι είναι νόμιμα.

Το ερώτημα αν έμεινε κενό γράμμα εκείνη η δέσμευση είναι πιθανότατα ρητορικό και απαντιέται από την βρετανική εφημερίδα Guardian που με φόντο τις τυχαίες αποκαλύψεις του 2020 για 30.000 κατόχους λογαριασμών στην Credit Suisse με ποσά που ξεπερνούν τα 100 δισ. δολάρια υποστηρίζει ότι ο πακτωλός χρημάτων προέρχονταν από μαύρες μπίζνες όπως διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα χρήματος και άλλες παρόμοιες «επενδύσεις».

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα