Δεν εμπιστεύονται το ΕΣΥ οι Έλληνες

Την πλάτη τους στη δημόσια Υγεία φαίνεται πως γυρίζουν οι Έλληνες, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα, και αναζητούν… ασφάλεια στην ιδιωτική ασφάλιση. Αυτό προκύπτει από την πανελλήνια έρευνα που παρουσίασε ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας κ. Γιάννης Κυριόπουλος, στο πλαίσιο του 13ου Ετήσιου Συνεδρίου Healthworld που διοργανώνει το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.

 

Ρεπορτάζ: Θεοδόσης Παπανδρέου

 

Η έρευνα που διενεργήθηκε σε δείγμα 1.285 ατόμων το διάστημα από 8 έως 12 Σεπτεμβρίου 2014 από την ΚΑΠΑ Research, υπό την επιστημονική επιμέλεια του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (Γ. Κυριόπουλος, Δ. Ζάβρας, Ελευθ. Καραμπλή, Βασιλική Τσιάντου) για λογαριασμό του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, αποκαλύπτει μια νέα πραγματικότητα για την χώρα.

Ένας στους δύο συμμετέχοντες στην έρευνα (50,2%) δηλώνει ότι έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας και από αυτούς το 93,7% καλύπτεται για υγειονομική περίθαλψη από κάποιον φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Ποσοστό που οφείλεται κυρίως στη συμμετοχή στην έρευνα των αρχηγών των νοικοκυριών. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι οι ανασφάλιστοι στη χώρα μας υπολογίζονται σε περίπου 3 εκατομμύρια. Παρ’ όλα αυτά, επιπλέον κάλυψη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αναζητούν στην ιδιωτική ασφάλιση δύο στους πέντε Έλληνες, είτε πρόκειται για πλήρες «πακέτο» υπηρεσιών είτε για περιορισμένες παροχές (π.χ. τσεκ απ). Τα τελευταία δύο χρόνια, το ποσοστό των Ελλήνων που επιλέγει ιδιωτική ασφάλιση υγείας έχει αυξηθεί κατά 60% και συγκεκριμένα από 23,8% που ήταν το 2012 έφτασε το 2014 σε 38,7%. Άλλωστε, τρεις στους πέντε πολίτες δηλώνουν καθόλου ή λίγο ικανοποιημένοι από τον ΕΟΠΥΥ, στάση που μπορεί να αποδοθεί εν μέρει και στο ότι, ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κάλυψη, το τελευταίο εξάμηνο πλήρωσαν από την τσέπη τους κατά μέσον όρο 265,15 ευρώ για υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας.

Στην ερώτηση, «καλύπτεσθε εσείς προσωπικά, από κάποια ιδιωτική ασφάλεια ως προς τη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;», το 21,8% δήλωσε ότι έχει μερική κάλυψη με κάποιες παροχές και το 16,9% ότι έχει πλήρη κάλυψη.

Τα ποσοστά αυτά είναι αυξημένα σε σχέση με το 2012, όταν σε αντίστοιχη πανελλαδική έρευνα, μερική κάλυψη από ιδιωτική ασφάλεια δήλωνε το 8,9% και πλήρη κάλυψη το 14,9%.

Το τελευταίο εξάμηνο οι συμμετέχοντες στην έρευνα επισκέφθηκαν κατά μέσον όρο 3,26 φορές κάποιον γιατρό, με σειρά «προτίμησης», ιδιώτη συμβεβλημένο γιατρό, ιδιώτη μη συμβεβλημένο γιατρό και γιατρό μονάδας υγείας ΕΟΠΥΥ/ΠΕΔΥ. Το 70,8% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έκανε το τελευταίο εξάμηνο εργαστηριακές εξετάσεις. Οι περισσότεροι (δύο στους τρεις) έκαναν τις εξετάσεις σε ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο με παραπεμπτικό γιατρού του Ταμείου τους και το 20% σε διαγνωστικό και πλήρωσαν οι ίδιοι ή η ιδιωτική ασφάλεια.

Ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κάλυψη, οι συμμετέχοντες το τελευταίο εξάμηνο πλήρωσαν από την τσέπη τους κατά μέσον όρο 265,15 ευρώ για πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Η μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη αφορά στα φάρμακα, για τα οποία πλήρωσαν 103,35 ευρώ κατά μέσον όρο. Ακολουθούν οι επισκέψεις σε γιατρούς –εκτός οδοντιάτρων– που κόστισαν στους συμμετέχοντες κατά μέσον όρο 74,77 ευρώ, οι εργαστηριακές εξετάσεις (61,68 ευρώ) και οι ιατρικές συσκ­ε­υές/υγειονομικό υλικό (25,35 ευρώ). Ένας στους δύο δήλωσε ότι την τελευταία τριετία έχει αυξηθεί η συμμετοχή του για την αγορά φαρμάκων και μόλις το 15,3% ότι έχει μειωθεί. Αύξηση της ιδιωτικής του δαπάνης για εργαστηριακές εξετάσεις παρατήρησε το ίδιο διάστημα το 36,9% των συμμετεχόντων στην έρευνα και για επισκέψεις σε γιατρούς το 35,5%. Τέσσερις στους δέκα έχουν μειώσει τη χρήση των υπηρεσιών υγείας για πρωτοβάθμια περίθαλψη σε σχέση με την περίοδο πριν από τη λειτουργία του ΕΟΠΥΥ και του ΠΕΔΥ, κυρίως λόγω του μεγάλου χρόνου αναμονής για να βρουν γιατρό.

Αρνητική γνώμη για τις ασκούμενες πολιτικές των τελευταίων πέντε ετών στην Υγεία έχουν δύο στους τρεις ερωτηθέντες (63,7% έναντι του 21% που έχει θετική γνώμη). Το 44% αξιολογεί αρνητικά την ίδρυση του ΕΟΠΥΥ, έναντι 21,4% θετικών γνωμών και το 64% είναι καθόλου ή λίγο ικανοποιημένο από τον Οργανισμό. Αντίστοιχα, αρνητική θεωρεί το 41,4% την ίδρυση και λειτουργία του ΠΕΔΥ.

 

Δαπάνες, επενδύσεις και θέσεις εργασίας

Σε αύξηση των δαπανών οδηγούν επί της ουσίας οι οριζόντιες περικοπές στον τομέα της υγείας. Αυτό επεσήμανε μιλώντας στο συνέδριο HEALTHWORLD 2014 ο Παύλος Αρναούτης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Προμηθευτών Επιστημών και Υγείας. Όπως εξήγησε, έγκυρες επιστημονικές μελέτες σαν αυτή του Ινστιτούτου Milken με τίτλο «Healthy Savings: Medical Technology and the Economic Burden of Disease» αποδεικνύουν ότι η μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση κόστους είναι πολύ μεγαλύτερη από την άμεση καταβαλλόμενη σήμερα δαπάνη.

Η μελέτη της Milken αφορούσε 4 ασθένειες (διαβήτη, καρδιακές παθήσεις, μυοσκελετικές παθήσεις και καρκίνο του παχέος εντέρου, λαμβάνοντας υπόψη την τεχνολογία που απαιτήθηκε για τη θεραπεία και τη διαχείρισή τους όπως οι αντλίες ινσουλίνης, οι βηματοδότες, τα κολονοσκόπια αλλά και τα υλικά αρθροπλαστικών επεμβάσεων. Με συντηρητικούς υπολογισμούς διαπιστώθηκε ότι το ετήσιο καθαρό όφελος για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης των Ηνωμένων Πολιτειών, από τη θεραπεία και σωστή διαχείριση αυτών των τεσσάρων μόνο ασθενειών, ανήλθε σε 23,6 δισ. δολάρια.

Εντυπωσιακότερα, όμως, από αυτήν τη μελέτη είναι τα ευρήματα για τις μελλοντικές προοπτικές. Τι θα συνέβαινε το 2035, περίπου σε είκοσι χρόνια δηλαδή, αν εντείναμε τις προσπάθειες βελτίωσης της Ιατροτεχνολογίας και τι θα γινόταν αν μειώναμε τις επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, πάντα σε σύγκριση με το σενάριο να παρέμεναν οι επενδύσεις σταθερές; Τα μακροχρόνια συνολικά οφέλη θα ήταν 217 δισ. δολάρια αν εντείναμε τις προσπάθειες επένδυσης στον τομέα αυτό, ενώ αν μειώσουμε τις επενδύσεις και την προσπάθεια θα έχουμε συνολικές απώλειες 469 δισ. δολάρια. Πάντα σε σύγκριση με τη διατήρηση των επενδύσεων και προσπαθειών στο ίδιο επίπεδο.

Όσον αφορά τα μακροχρόνια αθροιστικά οφέλη, αν εντείνουμε τις επενδύσεις σύμφωνα πάντα με την ίδια έκθεση θα υπάρχει ένα συνολικό αθροιστικό όφελος, στις δαπάνες, στο ΑΕΠ κτλ., 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, αν δηλαδή μειώσουμε τις επενδύσεις, οι αθροιστικές απώλειες θα είναι 3,4 τρισεκατομμύρια.

Σύμφωνα με τον Π. Αρναούτη, η επένδυση στην τεχνολογία των Ιατροτεχνολογικών προϊόντων αποτελεί εκτός των άλλων ένα μοχλό ανάπτυξης και με νέες θέσεις απασχόλησης. Στις ευρωπαϊκές εταιρείες Ιατρικής Τεχνολογίας απασχολούνται πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα, στην πλειονότητά τους υψηλής επιστημονικής κατάρτισης.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο σημερινό Παρατηρητήριο Τιμών, επειδή δεν αξιολογεί τα προϊόντα αλλά εξισώνει όλες τις τιμές προς τα κάτω, οδηγώντας στην εξής στρέβλωση: Τα μεν ποιοτικά προϊόντα πλέον δεν παρέχονται, διότι η πώληση τους ζημιώνει τον κατασκευαστή ή τον διανομέα, το δε μη ποιοτικό, φθηνό προϊόν, δίνει υπερκέρδη. «Και στις δύο περιπτώσεις, ζημιωμένο βγαίνει το σύστημα περίθαλψης και ο Έλληνας φορολογούμενος», τόνισε για να προσθέσει:

«Χρησιμοποιώντας ως “άλλοθι” το Παρατηρητήριο Tιμών της ΕΠΥ τα δημόσια νοσοκομεία, αγνοώντας όλες τις νομοθετικές διατάξεις που σχετίζονται με τις προμήθειες του ευρύτερου δημόσιο τομέα, ψωνίζουν με απευθείας αναθέσεις χωρίς να προκηρύσσουν διαγωνισμούς εδώ και χρόνια.

»Ένα πραγματικό Παρατηρητήριο Τιμών στο οποίο θα καταγράφονταν οι τιμές των τεχνικά αξιολογημένων Ιατροτεχνολογικών και in vitro Διαγνωστικών προϊόντων, σε μια μορφή παρόμοια με αυτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, το e-pricing δηλαδή, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του Μητρώου Ιατροτεχνολογικών προϊόντων του ΕΚΑΠΤΥ θα επέτρεπε την πραγματική παρατήρηση της αγοράς και όχι την ποδηγέτησή της. Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τη σύνταξη των προϋπολογισμών των Διαγωνισμών των Νοσοκομείων του ΕΣΥ».

Συμπλήρωσε, δε, πως όλες οι προμήθειες, εκτός αποδειγμένα έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων, πρέπει να γίνονται μέσω Δημόσιων Μειοδοτικών Διαγωνισμών, εξηγώντας πως «μόνο έτσι εξασφαλίζεται η ευρεία συμμετοχή εταιρειών η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Εξασφαλίζεται όμως και η τεχνική αξιολόγηση των προμηθευομένων προϊόντων και υπηρεσιών, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη ανταγωνιστικών τιμών».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα