Δίκη για το Μάτι: “Με ανάγκασαν να έχω τύψεις ότι παράτησα τη μητέρα μου”

Με καταθέσεις «γροθιά στο στομάχι» από συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι το 2018

Κλαίγοντας η Αγγελική Κωνσταντάκη περιέγραψε πώς έχασε τη μητέρα της και απηύθυνε δριμύ «κατηγορώ» στους κρατικούς φορείς για την αναποτελεσματικότητά τους.

«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις σε όλη μου τη ζωή ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος μια ζωή», είπε η μάρτυρας και σε έντονα φορτισμένη συνέχισε: «Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν ακούστηκε από κανέναν μια συγγνώμη. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες…».

Η κυρία Κωνσταντάκη ξεκίνησε να περιγράφει τα γεγονότα του μοιραίου απογεύματος της 23ης Ιουλίου 2018.

«Πέντε παρά δέκα με πήρε μια φίλη από το Βουτζά και μου λέει φεύγω από το σπίτι γιατί έχει φωτιά στο Νταού και φοβάμαι. Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 6 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνούς ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η καπνά γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 18.20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα. Βλέπω στο λιμάνι ότι έχει πολλά αυτοκίνητα, διώχνω τα παιδιά από το αμάξι και κάνω επιτόπου να πάω προς Ραφήνα. Βλέπω κι εκεί ακινητοποιημένα αμάξια. Ξέροντας το Μάτι άφησα το αμάξι μου σε μια πολυκατοικία στο Μάτι. Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε», είπε η μάρτυρας.

Κάποια στιγμή ένιωσε να «βρέχει καύτρες» και η κατάβαση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. «Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθισα λίγη ώρα και επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα».

Επί έξι ώρες, όπως περιέγραψε η κυρία Κωνσταντάκη, βρισκόταν μέσα στη θάλασσα μη γνωρίζοντας τι έχει συμβεί στη μητέρα της.

«Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Άκουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους. Έμεινα έξι ώρες εκεί. Κατά τις 12.30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκεί. Άρχισαν κάποιες εκρήξεις. Επειδή δεν μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοί μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους», ανέφερε και ξέσπασε σε κλάματα λέγοντας:

«Εγώ βρέθηκα μόνη, καμένη, πονεμένη και μην ξέροντας τι έχει γίνει. Συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα. Ο άντρας μου πήγε στο σημείο που ήταν η μητέρα μου. Τη βρήκε και οδήγησε εκεί κάποιους αστυνομικούς και γύρισε σπίτι μας. Το επόμενο πρωί είπα να βρω έναν γιατρό να μου δέσει το πόδι. Όταν με είδε ο γιατρός με έστειλε στο “Γεννηματάς”. Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα παρά πολύ δύσκολα πράγματα».

Η δίκη συνεχίζεται αύριο.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα