ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ: Επιστροφή στο μέλλον με την έτοιμη συνταγή του 2014

Μετά από 8 χρόνια ραθυμίας έως και αδιαφορίας, η ελληνική πολιτεία ξαναθυμήθηκε το μονοπάτι που είχε χαράξει η διακυβέρνηση Σαμαρά το 2014 και το οποίο οδηγεί στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας

Θεωρητικά η κυβέρνηση μετά και την επίσημη δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη έδωσε το πράσινο φως για να ξεκινήσουν οι έρευνες για πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε έξι τουλάχιστον οικόπεδα στην Δυτική Ελλάδα και κάτω από την Κρήτη.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Όμως δίνουμε μεγάλη έμφαση στη λέξη «θεωρητικά», διότι πέρα τον αισιόδοξο τόνο που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην ανακοίνωση φρόντισε να προσθέσει κάποια «αν».

«Έχουμε ενδείξεις για πιθανά αποθέματα αερίου που μας καθιστούν αισιόδοξους. Στόχος της κυβέρνησης είναι να γνωρίζουμε έως το 2023 εάν η χώρα διαθέτει ικανοποιητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου, η άντληση των οποίων να είναι συμφέρουσα», τόνισε ο πρωθυπουργός. Μάλιστα σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο (που παρουσίασε ο κ. Σκρέκας) δημιούργησε και απορίες κι ενέτεινε τις αμφισβητήσεις. Ο υπουργός Ενέργειας, λοιπόν, υπογράμμισε, ότι θα συσταθεί μία νέα ομάδα εργασίας, ενώ η ΕΔΕΥ θα απευθύνει επιστολή στους παραχωρησιούχους με την οποία θα τους ενημερώνει για την πρόθεση της κυβέρνησης να επιταχύνει τις έρευνες για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε κοιτάσματα φυσικού αερίου σε θαλάσσιες περιοχές και όχι σε αποθέματα πετρελαίου ή χερσαία «οικόπεδα».

Δηλαδή εάν σε ένα οικόπεδο δεν υπάρχει φυσικό αέριο, αλλά πετρέλαιο, εμείς θα κάνουμε το… κορόιδο και δεν θα ασχοληθούμε.

Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε το ΙΕΝΕ και οποία επικαλείται πρόσφατες μελέτες της ΕΔΕΥ και της Ακαδημίας Αθηνών, στις θαλάσσιες περιοχές της χώρας που έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Αν λάβουμε υπόψη ότι θα είναι επιτυχημένο το 1/4 των γεωτρήσεων, τότε οι δομές αυτές θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥ, ικανών να καλύψουν το 15%-20% των καταναλώσεων της Ε.Ε., αναφέρει το ΙΕΝΕ. Στην έκθεση επαναλαμβάνονται εξάλλου οι εκτιμήσεις της ΕΔΕΥ, σύμφωνα με τις οποίες η δυνητική αξία των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας υπερβαίνει τα 250 δισ. ευρώ.

Πού είναι οι μελέτες

Εντύπωση προκάλεσε σε όλο τον σκεπτόμενο κόσμο για ποιον λόγο η Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί τις ήδη υπάρχουσες και ώριμες μελέτες που είχαν συνταχθεί επί υπουργίας Γιάννη Μανιάτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου το 2011 είχε περάσει νόμο στην Βουλή και αργότερα επί συγκυβέρνησης υπό τον Αντώνη Σαμαρά έγιναν όχι απλώς βήματα αλλά άλματα.

Και να θέλει κάποιος να ξεχάσει δεν μπορεί ότι επί των πρωθυπουργικών ημερών του Μεσσήνιου πήρε μπρος η «λοκομοτίβα» της ελληνικής ενεργειακής αυτονομίας καθώς σε μία αντίστοιχη σύσκεψη στο ΥΠΕΚΑ τον Φεβρουάριο του 2014 έκανε δημόσια λόγο για ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων ότι σε περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, της Ηπείρου και του Ιονίου «κρύβονται» σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων «που θα μπορούσαν να αποφέρουν μακροπρόθεσμα (σ.σ. σε διάστημα 25 έως 30 ετών) στο Δημόσιο έσοδα έως και 150 δισ. ευρώ.

Δεν έμεινε δε εκείνη η προσπάθεια στα λόγια. Αντιθέτως «έτρεξε» όλη η… λάντζα με την οριοθέτηση του πλαισίου αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, την ίδρυση σχετικής εταιρείας, ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε επίσημη ανακοίνωση της κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης αδειών αναζήτησης, έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων.

Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για τον β’ γύρο αδειοδότησης, με την Ελλάδα να καλεί τότε «όλα τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να υποβάλλουν αιτήσεις για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε ορισμένες υπεράκτιες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας και νοτίως της Κρήτης» επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας! Μάλιστα η δημοσίευση της ελληνικής ανακοίνωσης συνοδευόταν από τη λίστα των διαθέσιμων περιοχών καταχωρισμένες με τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες τους.

Το τι ακολούθησε είναι γνωστό: ο ΣΥΡΙΖΑ που στις ανακοινώσεις Σαμαρά απαντούσε με ειρωνείες του τύπου «άνθρακες ο θησαυρός» έγινε κυβέρνηση το 2015, έφερε το «πρώτη φορά Αριστερά» μνημόνιό του που μεταξύ άλλων εκχώρησε τη μισή Ελλάδα για 99 χρόνια και με πρόσχημα ότι «λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν» –λόγω μνημονίων– άφησε τις μελέτες να αραχνιάζουν στα συρτάρια.

Τι έγινε με τις προσφορές;  

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε. υπάρχει καταληκτικό όριο έξι μηνών για την κατάθεση προσφορών. Κι εδώ προκύπτει το εξής: αν αυτό το dead line έληγε τον Μάιο του 2015 όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ που τότε ήταν στην εξουσία αλλά και η τωρινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν εικόνα για τη ζήτηση που εκδηλώθηκε.

Μένει επομένως να απαντηθεί και από τις δύο πλευρές τι έγινε έκτοτε; Ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε στα αζήτητα τις προσφορές εκείνες; Μήπως ήταν λίγες άρα άνευ ενδιαφέροντος; Ή μήπως όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στα έδρανα της αντιπολίτευσης και στην κυβέρνηση βρέθηκε η Νέα Δημοκρατία πρασίνισε η εθνική ενεργειακή ατζέντα;

Διότι εδώ έχουμε δύο στοιχεία: αφενός ότι υπήρχαν από το 2014 ώριμες μελέτες για τους υδρογονάνθρακες και αφετέρου ότι η Ν.Δ. άλλαξε ρότα δηλώνοντας οπαδός της καθαρής ενέργειας, προεξάρχοντος του νυν υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, που τον Απρίλιο του 2021 δήλωνε ότι «η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο(…)».

Προσχηματικά ή όχι αλλά σίγουρα υπό το βάρος της ενεργειακής ακρίβειας που με τη σειρά της οδηγεί στην ανάγκη ενεργειακής αυτονόμησης της Ελλάδας, στο Μέγαρο Μαξίμου ξανάστριψαν το τιμόνι προς τους υδρογονάνθρακες αλλά αυτή τη φορά στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», καθώς όπως είπε χαρακτηριστικά η γενική γραμματέα Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου «θα πρέπει να περιμένουμε έως το τέλος του 2023 για να μάθουμε εάν διαθέτουμε τελικά, εκμεταλλεύσιμες ποσότητες φυσικού αερίου».

Έχει τη σημασία του να σημειωθεί ότι η Αλ. Σδούκου υπήρξε στενότατη συνεργάτιδα του Γ. Μανιάτη (διευθύντρια του γραφείου του ως υπουργός Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, ενώ είχε επιμεληθεί και το βιβλίο του πρώην υπουργού «Μεταρρυθμίσεις και προοδευτικός πατριωτισμός») και γνωρίζει και για τις ώριμες μελέτες του 2014.

Και μια και ο λόγος για τον Γιάννη Μανιάτη αξίζει να υπογραμμιστεί ότι εδώ και μέρες το κυβερνητικό επικοινωνιακό επιτελείο διέρρεε ότι λίαν συντόμως θα υπάρξει αξιοποίηση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ, ειδικά τώρα που βγαίνουν από το συρτάρι οι ώριμες μελέτες για τα οικόπεδα που μπορούν να διεξαχθούν έρευνες. Και με βάση αυτό που ανακοινώθηκε οι μελέτες θα παραμείνουν στα συρτάρια και θα περιμένουν νέες μελέτες για το εάν αξίζει η Ελλάδα να ασχοληθεί με τα συγκεκριμένες έρευνες.

Ο ίδιος ο κ. Μανιάτης επέδειξε, πάντως, πολιτικό πολιτισμό και σε δήλωση του θεώρησε πως «οι δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη θεωρούνται ως ένα ενθαρρυντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για την υλοποίηση της Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής, που διαμορφώσαμε την περίοδο 2010-2014. Έχω αναφερθεί πολλές φορές στις προοπτικές εθνικής και πανευρωπαϊκής αξιοποίησης των πλούσιων δυνητικών ελληνικών κοιτασμάτων σε Ιόνιο και νότια Κρήτης (εκτιμώμενης αξίας 250 δις ευρώ), καθώς και των αγωγών και υποδομών φυσικού αερίου TAP, EastMed, IGB, FSRU, που από το 2013 έχουμε εντάξει για χρηματοδότηση στα έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος – PCIs».

Σύμφωνα πάντα με τον πρώην υπουργό Ενέργειας «αυτές οι δυνατότητες, επιτρέπουν στη χώρα να τροφοδοτήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με το περίπου 20% της συνολικής ποσότητας φυσικού αερίου που εισάγει από τη Ρωσία, γεγονός που αποτελεί ένα σπουδαίο διπλωματικό – γεωπολιτικό όπλο στη φαρέτρα της χώρας..»

Το πολιτικό παρασκήνιο λέει ότι δεν είναι λίγοι αυτοί από όλους τους πολιτικούς χώρους που περιμένουν την πρώτη δημόσια παρέμβαση του Γιάννη Μανιάτη στο αυριανό προσυνέδριο του ΚΙΝΑΛ στην Κοζάνη. Εκεί το ΚΙΝΑΛ διενεργεί συζήτηση για την ενεργειακή κρίση και το «ράλι» ανατιμήσεων που ψαλιδίζει το εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Εκεί ο Γιάννης Μανιάτης θα καταθέσει τις απόψεις του μαζί με το Νίκο Ανδρουλάκη, τον Βλάση Οικονόμου (Διευθυντής Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής και Κλιματικής Πολιτικής), τον Χάρη Δούκα (τομεάρχης Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ -Αν. Καθηγητής ΕΜΠ και μέλος της επιτροπής Προγράμματος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ενέργειας) και άλλους.

Χρειάζεται  μακροπρόθεσμη πολιτική

Πάντως τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη δύο έμπειροι επιστήμονες με εξειδίκευση σε θέματα ενέργειας τις χαρακτήρισαν ως άλμα στην φθορά, με άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή. Ο Νικόλαος Φαραντούρης (καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα) και ο Χάρης Δούκας (αν. καθηγητής Ενεργειακής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής στο ΕΜΠ, τομεάρχης Ενέργειας του ΚΙΝΑΛ και σύμβουλος του Νίκου Ανδρουλάκης μεταξύ άλλων έγραψαν:

«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά, λέγει ο ποιητής. Κι ίσως ήρθε η ώρα για τούτο το άλμα στη χώρα μας με τον επανασχεδιασμό της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής για τις επόμενες γενιές.

Η ενεργειακή πολιτική δεν μπορεί να χαράζεται με ορίζοντα τριετίας, ούτε να γίνεται με όρους επικοινωνιακούς, ούτε με βάση τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες της στιγμής. Ασφαλώς οι επιμέρους στόχοι μπορούν να προσαρμόζονται, να διαφοροποιούνται ή ακόμη και να αναθεωρούνται, χωρίς όμως να κλονίζονται οι σταθερές που τους συγκροτούν.

Οι κυρίαρχοι μακροπρόθεσμοι στόχοι προς μια νέα προοδευτική ενεργειακή πολιτική συνοψίζονται στο τρίπτυχο:

α) Ενεργειακή ασφάλεια. β) Πράσινη Μετάβαση. γ) Συμπεριληπτικότητα. Παντού. Και στην ενέργεια. Δεν νοείται επιτυχής πράσινη ενεργειακή μετάβαση αν δεν είναι δίκαιη».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα