Επιμονή στον ίδιο εκλογικό νόμο
Οι χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις και η πολυσπερμία κομμάτων στην Βουλή δεν πείθουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανασύρει τις εισηγήσεις από το συρτάρι
Το ρευστό πολιτικό σκηνικό και η καθίζηση του κυβερνώντος κόμματος στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά ακόμη και κάτω από το τι έλαβε στις ευρωεκλογές του Ιουνίου οδηγούν πλέον κάποιους στο Μαξίμου σε δεύτερες σκέψεις για την συνέχεια.
Του Μιχάλη Κωτσάκου
Οι ραγδαίες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και ο πολυκερματισμός της Βουλής αναδεικνύει ότι μετά από μία τετραετία (2019-2023) σταθερότητας με ισχυρό δίπολο κυβέρνηση-αντιπολίτευση, πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει επί τω χείρω. Αυτή τη στιγμή εάν εξαιρέσουμε τη Ν.Δ. με τους 155 βουλευτές, οι μόνες σταθερές δυνάμεις είναι του ΠΑΣΟΚ με 31 βουλευτές και το ΚΚΕ με 21 βουλευτές. Όλες οι υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δυνάμεις μοιάζουν να πατούν σε κινούμενη άμμος. Ειδικά όταν υπάρχουν ήδη 21 ανεξάρτητοι βουλευτές, οι οποίοι προέρχονται από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες, πλην ΚΚΕ.
Αυτές οι 10 κοινοβουλευτικές ομάδες μπορούν να γίνουν 11 εάν το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη καταφέρει να συμπληρώσει 10 βουλευτές, κάτι που παίζεται και θα κριθεί το επόμενο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τα Χριστούγεννα. Και φυσικά μέσα σε αυτά τα κόμματα που βρίσκονται στην Βουλή δεν υπολογίζεται και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, η οποία ναι μεν έχει εκλεγεί στην ευρωβουλή, αλλά δεν έχει αντιπροσώπευση στην ελληνική Βουλή. Όμως η Φωνή Λογικής κινείται πέριξ του 4,5% σε όλες τις δημοσκοπήσεις, κάτι που σημαίνει εάν διατηρήσει αυτά τα ποσοστά έχει εξασφαλισμένη την είσοδο της στην επόμενη Βουλή.
Τα όσα έχουν συμβεί από τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 έως σήμερα αποδεικνύει τη ρευστότητα του πολιτικού μας συστήματος, καθώς επί της ουσίας υπάρχουν μόνο τρεις ισχυροί κομματικοί οργανισμοί ανεξάρτητα από τις δυνάμεις τους αυτή την εποχή στο κοινοβούλιο. Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ είναι οι τρεις σταθερές και γύρω τους κινούνται όλοι οι υπόλοιποι, οι οποίοι κατά συνθήκη αυξάνουν τις δυνάμεις τους. Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησε τη χώρα επί 4,5 χρόνια δικαίωσε όλους όσοι έλεγαν ότι θέριεψε με δανεικούς ψηφοφόρους. Από το 2019 που οι δανεικοί ψηφοφόροι αποχωρούσαν, τότε άρχισαν να αναδεικνύονται όλες οι αδυναμίες του εν λόγω εγχειρήματος. Αυτή τη στιγμή από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν γεννηθεί η Νέα Αριστερά, το Μέρα 25, η Πλεύση Ελευθερίας και προσφάτως το Κίνημα Δημοκρατίας. Δηλαδή μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ μιλάμε για πέντε κόμματα που διεκδικούν την είσοδο τους στην Βουλή, ενώ υπάρχουν και κάποια μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά κομματίδια που αναζητούν στον ήλιο μοίρα, που λέει και ο λαός μας.
Κάτι ανάλογο ισχύει και στα δεξιότερα τη Νέας Δημοκρατίας, όπου ήδη εντός Βουλής βρίσκονται η Ελληνική Λύση και η Νίκη, ενώ υψηλές δημοσκοπικές πτήσεις καταγράφει και η Φωνή Λογικής. Εάν συνυπολογίσουμε σε αυτό το χώρο και τους Σπαρτιάτες, τότε μιλάμε για τέσσερα κόμματα. Μαζί με το μικρά κόμματα της αριστεράς τότε υπάρχουν οκτώ κόμματα που μπορούν να πιάσουν το όριο εισόδου του 3% για τη νέα Βουλή. Συνολικά ένα ποσοστό που μπορεί να υπερβεί το 25%. Κάτι που δυσκολεύει τη ζωή του πρώτου κόμματος κι επί της ουσίας καθιστά την αυτοδυναμία του πρώτου σχεδόν αδύνατη.
Το σενάριο
Οπότε με βάση όλα τα παραπάνω επανέρχεται το σενάριο για μετατροπή του εκλογικού νόμου, που θα αφορά το ποσοστό εισόδου στην Βουλή, δηλαδή το όριο να μην είναι στο 3%, αλλά στο 5%. Κάτι που σημαίνει ότι εάν ισχύσει πολλά από τα κόμματα που βρίσκονται εντός Βουλής κινδυνεύουν να μείνουν εκτός, κάτι που ευνοεί το πρώτο κόμμα και τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Εδώ και πολύ καιρό υπάρχουν εισηγήσεις στο γραφείο του πρωθυπουργού, τις οποίες ο κ. Μητσοτακης ούτε που ήθελε να τις ακούσει. Όμως μετά τα τελευταία γεγονότα και την θεσμική μεταβολή στο Κοινοβούλιο, όπου το ΠΑΣΟΚ είναι και επισήμως αξιωματική αντιπολίτευση, πλέον όλα είναι πάνω στο τραπέζι. Ή τουλάχιστον έτσι διέρρεαν κάποιοι από τους συνεργάτες του.
Ο ίδιος όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε όλες τις συζητήσεις που έκαναν λόγο για ένα μικρό πείραγμα του εκλογικού νόμου. Μάλιστα οι εισηγήσεις αυτές έχουν κι ένα ισχυρό πολιτικό επιχείρημα. Την πολιτική σταθερότητα που έχει κατακτήσει με κόπο η Ελλάδα πρέπει να έχει το απαιτούμενο πλαίσιο ώστε να παραμείνει ισχυρή, ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, η νέα εισήγηση (πέραν της αύξησης του ορίου εισόδου) είναι στον υπάρχοντα εκλογικό νόμο να προστεθεί μία νέα δικλίδα. Να επιδοτείται έξτρα και η διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος. «Για κάθε μία μονάδα που χωρίζει το πρώτο από το δεύτερο κόμμα μπορεί να υπάρχει μπόνους και μία επιπλέον έδρα», αναφέρει η εισήγηση.
Για να τεθεί σε άμεση ισχύ του εκλογικού νόμου θα πρέπει να ψηφιστεί από 200 βουλευτές και τα κουκιά δεν βγαίνουν. Οπότε το πιθανότερο να υπάρξει και το 2027 διπλή εκλογική μάχη. Εκτός και εάν είναι πρώτο κόμμα το ΠΑΣΟΚ και προτιμήσει να συστήσει κυβέρνηση συνεργασίας με όσα κόμματα της Κεντροαριστεράς εισέλθουν την Βουλή. Διότι την ίδια ώρα φανταζόμαστε ότι θα ισχύσουν τα λόγια του πρωθυπουργού ότι δεν δέχεται ούτε καν να συνομιλήσει με τα κόμματα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Τουναντίον ο Νίκος Ανδρουλάκης διατηρεί άριστες διαπροσωπικές σχέσεις με τους προέδρους τριών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Με τον Σωκράτη Φάμελλο (ΣΥΡΙΖΑ), Αλέξη Χαρίτση (Νέα Αριστερά) και την Ζωή Κωνσταντοπούλου (Πλεύση Ελευθερίας).
Η τελική απόφαση, του Κυριάκου Μητσοτάκη, έγινε γνωστή στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Αντώνη Σρόιτερ την Τετάρτη το βράδυ: «Πρωτοβουλία της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν θα υπάρξει». Ως αιτιολογία της απόφασης του ο κ. Μητσοτάκης προέβαλε το ότι δεν θέλει να μετακινήσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Η αλήθεια είναι ότι ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι σε αυτή τη συγκυρία, μια τέτοια μονομερής παρέμβαση θα φανέρωνε ηττοπάθεια, ενώ η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να έχει σαφέστατο προβάδισμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Παράλληλα, φέρεται να εκτιμά ότι τυχόν άνοδος του πήχη εισόδου από το 3% στο 5% ενδεχομένως να συσπείρωνε σχηματισμούς κυρίως στα δεξιά της Ν.Δ., όπου αυτή τη στιγμή παρατηρείται κατακερματισμός.