«Ερασιτέχνης» ανακριτής «ξανακαίει» το Μάτι

Επί 17 μήνες ο ανακριτής Μαρνέρης ψάχνει(;) την τραγωδία στο Μάτι, με 102 νεκρούς, «διευκολύνοντας» τη Δούρου, «ξεχνώντας» τη Γεροβασίλη και «καλύπτοντας» πλήρως τον κυνικό τέως Αρχηγό Π.Σ. Ματθαιόπουλο. Θα παρέμβει ο Άρειος Πάγος;

Γράφτηκε σε μέρος του Τύπου ότι η υπόθεση για τη φονική φωτιά στο Μάτι ανατέθηκε στον πολύ έμπειρο ανακριτή Αθανάσιο Μαρνέρη, ο οποίος διενεργεί την ανάκριση τους τελευταίους 17 περίπου μήνες.

Κατά τη διάρκεια αυτή, μελέτησε αρχικά εις βάθος για περίπου 3 μήνες τη δικογραφία, στη συνέχεια κάλεσε για εξέταση 500(!!!) μάρτυρες, ταξίδευσε στην Κόρινθο και ερεύνησε επτά αεροδρόμια. Επίσης, κατόρθωσε να ξεπεράσει επιτυχώς το σοβαρότερο εμπόδιο που ορθώθηκε μπροστά του τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 που άκουγε στο όνομα «Εφέτης – Ανακριτής».  Εμπόδιο του οποίου την ύπαρξη σημειωτέον έμαθε, υποτίθεται, ξαφνικά και τυχαία από ένα δημοσίευμα στο διαδίκτυο, κατά τη διάρκεια που ο ίδιος μελετούσε εις βάθος την υπόθεση. Ακολούθως συνέχισε εντατικά τις έρευνές του εξετάζοντας, πάντα εις βάθος (…), 19 νέες κούτες στοιχείων, οι οποίες του στάλθηκαν αιφνιδιαστικά (…) και απρόσμενα (…) από την Εισαγγελία, χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση…  Πραγματοποίησε επίσης πολλές κατασχέσεις και αιφνιδιαστικές (αυτήν τη φορά ακολούθησε ο ίδιος τη μέθοδο του αιφνιδιασμού) εφόδους σε διάφορες υπηρεσίες, παρακάμπτοντας (…) –όπως ο ίδιος διαρρέει…– τις σοβαρές αντιστάσεις (…) που του παρουσιάζονταν  κατά την έρευνα, με τη σχεδόν ηρωική (!) και ταυτόχρονα ενδεικτική των νομικών του γνώσεων δήλωση «εγώ είμαι το ένταλμα».

Έτσι, με αυτόν τον αθόρυβο(…) αλλά συστηματικό(…), επίπονο(…) και επίμονο(…) τρόπο, κατόρθωσε να συλλέξει νέα σημαντικά στοιχεία, τα οποία ήταν μια «βόμβα» στα θεμέλια της δημόσιας διοίκησης της χώρας, που με βεβαιότητα οδηγούσαν –κατά την άποψή του– στην αναβάθμιση των κατηγοριών σε κακούργημα και τα οποία (νέα στοιχεία) φυσικά δικαιολογούσαν επαρκώς και την καθυστέρηση τόσων μηνών…. Για τον λόγο αυτό, υπέβαλε μέσα σε διάστημα λίγων ημερών δύο συνεχόμενα αιτήματα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, παρουσιάζοντας τα σημαντικά αυτά στοιχεία, η οποία απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες και τα δύο απαντώντας «ουδέν νεώτερον» στοιχείο προσκομίζεται, δηλαδή ότι τα αιτήματά του δεν στηρίζονταν στον νόμο.

Τα ανωτέρω θα μπορούσαν να προκαλέσουν θυμηδία, αν δεν επρόκειτο για αυτή την εθνική τραγωδία που στοίχισε τη ζωή σε 102 συνανθρώπους μας και σκόρπισε βαθύ πόνο, τόσο στα θύματα που περιμένουν δύο χρόνια τώρα να έρθει η δικαίωση, όσο και σε εμάς τους υπόλοιπους που παρακολουθούμε τη Δικαιοσύνη, για μια ακόμα φορά, να είναι ανίκανη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναθέτοντας τον χειρισμό αυτής της υπόθεσης σ’ έναν «ερασιτέχνη» ανακριτή που θέτει ανερυθρίαστα σε κίνδυνο την τελική έκβαση της υπόθεσης, αδυνατώντας να κατανοήσει την ευθύνη που φέρει, θεωρώντας ότι αρκούν  απλά  «επικοινωνιακοί χειρισμοί- φωτοβολίδες» και αρκετή συσκότιση των γεγονότων διά μέσου των δυσνόητων, πολυδαίδαλων και χρονοβόρων νομικών διαδικασιών, που κανείς, μη νομικός, δεν μπορεί να καταλάβει που βρίσκεται η αλήθεια και που το ψέμα και  ποιος φταίει τελικά  που η έρευνα αυτή κατέληξε στα βράχια.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας μιλήσουν τα γεγονότα:

Τον Μάρτιο του έτους 2019, η σοβαρότατη αυτή υπόθεση, που για λόγους και μόνο ηθικής τάξης έχρηζε ιδιαίτερης επιμέλειας, εμπειρίας,   γρήγορων και ορθών χειρισμών που δεν θα άφηναν περιθώρια για αμφισβητήσεις και υπόνοιες μεθοδεύσεων και συγκάλυψης, ανατέθηκε από τη Διοίκηση του Πρωτοδικείου Αθηνών στον ανακριτή  Α. Μαρνέρη, ο οποίος είναι  επιστήθιος φίλος  του προϊστάμενου του Πρωτοδικείου  Γεώργιου Γρίβα, πλην όμως η εμπειρία του ως προς τον χειρισμό μιας τέτοιας υπόθεσης  είναι ελάχιστη και αμφίβολη, ενώ στο Πρωτοδικείο Αθηνών –στο οποίο, όπως είναι γνωστό, εισέρχονται οι πλέον δύσκολες και απαιτητικές στο νομικό χειρισμό υποθέσεις– ο Μαρνέρης είχε διορισθεί τακτικός ανακριτής μόλις τον Αύγουστο του έτους 2018, δηλαδή ήταν από τους νεότερους ανακριτές του Πρωτοδικείου.

Ο Μαρνέρης δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση τους πρώτους μήνες, παρά τα επίμονα αιτήματα των συνηγόρων των συγγενών των θυμάτων να προχωρήσει η διαδικασία λόγω των διώξεων σε βαθμό πλημμελήματος και του κινδύνου παραγραφής, αλλά και προκειμένου  να λάβουν αντίγραφα από τη δικογραφία για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους, με το αιτιολογικό ότι  ακόμα ήταν νωρίς και προηγούνταν άλλες δικογραφίες οι οποίες είχαν μπει στο ανακριτικό γραφείο πριν από τη συγκεκριμένη.

Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι τον Μάιο του έτους 2019  θα διεξάγονταν οι εκλογές, στις οποίες σημειωτέον ήταν υποψήφια εκ νέου στην περιφέρεια Αττικής η Ρένα Δούρου, η οποία όμως παράλληλα ήταν και μία εκ των κατηγορουμένων της υπόθεσης, και έτσι, με βάση κάποιους δικαστικούς κύκλους, το «κλειδί» της καθυστέρησης και της απροθυμίας του ανακριτή να ξεκινήσει τις ανακριτικές πράξεις ήταν η μη διατάραξη του ομαλού προεκλογικού κλίματος της χώρας.

Όμως η ανάκριση δεν φαίνεται να παρουσίασε πρόοδο ούτε το επόμενο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να αρχίσει να εκφράζεται δημοσίως και εντόνως από δικηγόρο συγγενούς των θυμάτων δυσφορία αλλά και ανησυχία για την έκβαση της υπόθεσης και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καταγγέλλοντας κωλυσιεργία και απουσία ανακριτικών πράξεων από τον Μάρτιο, τονίζοντας  την ύπαρξη επιτακτικής ανάγκης η ογκώδης και σοβαρότατη αυτή δικογραφία  να ανατεθεί σε έμπειρο εφέτη,  ενώ  στις 1-7-2019 υποβλήθηκε από την κα Βαρβάρα Βουκάκη – πολιτικώς ενάγουσα [που έχασε όλα τα μέλη της οικογενείας της (τον σύζυγο και τα δύο παιδιά  της) στη φονική πυρκαγιά] προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, αίτηση προκειμένου να συγκληθεί τάχιστα η ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών για να ανατεθεί ο χειρισμός της δικογραφίας σε έμπειρο δικαστικό λειτουργό,  αίτηση  που σημειωτέον είχε αναρτηθεί αυτούσια σε αρκετά sites και στο κείμενο της οποίας  αναφερόταν επί λέξει: «…καθίσταται επιβεβλημένο να δράσετε και να ανατεθεί η υπόθεση σε εφέτη-ανακριτή, συνεπικουρούμενο από δεύτερο δικαστικό λειτουργό, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης,… αλλά και από το αντικειμενικό γεγονός ότι ο πρόεδρος του 6ου ανακριτικού τμήματος, τέσσερις μήνες μετά την ανάθεση της δικογραφίας στο γραφείο του, δεν έχει προβεί σε καμία ανακριτική ενέργεια και ακόμα μελετά τη δικογραφία….».

Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ι. Μωραϊτάκης,  επικαλούμενος τη σοβαρότητα και την εξαιρετική φύση της υποθέσεως υπέβαλε αίτημα για τη σύγκληση της  Ολομέλειας Εφετών, η οποία τελικά συγκλήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2019, πλην όμως απέρριψε το αίτημα αυτό. Ο λόγος της απόρριψης ήταν το γεγονός  ότι  ο προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Γρίβας, που είχε προηγουμένως ενημερωθεί σχετικά από τον ανακριτή, διαβεβαίωσε τους εφέτες ότι η υπόθεση βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, αφού εντός του Δεκεμβρίου 2019 θα ολοκληρωνόταν  η κύρια ανάκριση με τις απολογίες των κατηγορουμένων, διαβεβαίωση που απέτρεψε, ως άσκοπη και χρονοβόρα, την ανάθεση της δικογραφίας σε εφέτη-ανακριτή. Βεβαίως, είναι γνωστό ότι η ανάκριση μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί… Για το αίτημα σύγκλησης της Ολομέλειας Εφετών, ο ανακριτής διέρρεε προς τα ΜΜΕ ότι αποτέλεσε το σοβαρότερο εμπόδιο που επιχειρήθηκε να ορθωθεί τον Σεπτέμβριο του 2019, διότι τυχαία διάβασε στο διαδίκτυο πως πρόκειται να αντικατασταθεί από έναν εφέτη-ανακριτή, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα για δύο μήνες  η διαδικασία να «παγώσει», μέχρι που η Ολομέλεια του Εφετείου συνεδρίασε απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα.

Βεβαίως, αυτό που ο ανακριτής δεν μπήκε στον κόπο να μας πει ήταν το τι ακριβώς εννοούσε με το «πάγωσε» η διαδικασία και γιατί «πάγωσε», δηλαδή δεν μας εξήγησε αν του απαγορευόταν, με βάση τον νόμο, μέχρι να αποφασίσουν οι εφέτες  να ασκεί τα καθήκοντά του και φυσικά είναι σαφές ότι έκανε «φιλότιμες προσπάθειες» αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης ως προς την αιτία και το λόγο που ζητήθηκε η ανάθεση της υπόθεσης σε εφέτη-ανακριτή, λόγο που ο ίδιος σίγουρα γνώριζε, αφού, όπως μας είπε, διάβαζε στο διαδίκτυο.

Ότι, δηλαδή, το αίτημα αυτό δεν προερχόταν, όπως άφηνε να διαχέεται και να υπονοείται, από «σκοτεινές δυνάμεις» που επιθυμούσαν να ορθώσουν εμπόδια στην ανάκριση και να του πάρουν από τα χέρια τη δικογραφία, αλλά προκλήθηκε και ζητήθηκε, και μάλιστα επιμόνως, από συγγενή των νεκρών εξαιτίας της δικής του πολύμηνης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης.

Όμως ο ανακριτής προφανώς δεν κατάλαβε ότι αυτά που άφηνε να διαρρέονται, αν εξετάζονταν σοβαρά από  αρμόδια προς τούτο όργανα,  θα καθιστούσαν ακόμα δυσκολότερη τη θέση του, διότι ούτε λίγο ούτε πολύ  διαβεβαίωσε την Ολομέλεια  Εφετών ότι δήθεν μέσα σε τρεις περίπου μήνες  (αφού από τους συνολικά 9  μήνες που είχε στα χέρια του τη δικογραφία  μέχρι το χρονικό σημείο της σύγκλησης της  Ολομελείας,  τους  3 με 4  πρώτους  μήνες τη  μελετούσε και 2 μήνες είχαν «παγώσει» οι ανακριτικές ενέργειες) είχε ήδη προλάβει να βάλει την υπόθεση  στην  τελική της ευθεία, και μάλιστα ήταν σε τόσο καλό και προχωρημένο στάδιο που δεσμεύτηκε ότι ήταν θέμα ενός με δύο ακόμα μηνών να  παραδώσει τη δικογραφία, αυτή την ογκώδη δικογραφία με τα πολλά θύματα και τους 20 κατηγορούμενους,  οι οποίοι είναι βέβαιο και απολύτως νόμιμο και θεμιτό ότι θα ασκούσαν τα νόμιμα δικαιώματά τους, λαμβάνοντας και τις σχετικές προθεσμίες για τη μελέτη των στοιχείων πριν την απολογία τους.

Στη συνέχεια, και αφού φυσικά η δικογραφία δεν ολοκληρώθηκε κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο είχε δεσμευτεί, από το Πρωτοδικείο Αθηνών, «ενημερώθηκαν» τα ΜΜΕ ότι η μη περαίωση της δικογραφίας  οφειλόταν στο ότι λίγα εικοσιτετράωρα μετά την απορριπτική απόφαση της Ολομέλειας, κατά δε τον προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Γεώργιο Γρίβα την επόμενη ακριβώς ημέρα εισήλθαν στο ανακριτικό γραφείο από την Εισαγγελία Πρωτοδικών 19 δέματα με επιπλέον ανακριτικό υλικό, την ύπαρξη των οποίων ο ανακριτής αγνοούσε και ουδέποτε είχε ενημερωθεί από την Εισαγγελία,  υλικό το οποίο έπρεπε να επεξεργαστεί και έτσι απαιτείτο επιπλέον χρόνος για τη διεκπεραίωση της δικογραφίας από όσο είχε εκτιμήσει. Δεν θα σχολιάσουμε την ατυχή και εντελώς απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική αυτή εξέλιξη, αφήνοντάς την  στην κρίση των αναγνωστών μας, όμως  δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε  ότι τελικά  από  όλες αυτές τις κούτες και τις πολύμηνες έρευνες του  ανακριτή Μαρνέρη «ουδέν νεώτερον στοιχείο» προέκυψε ικανό να μεταβάλει την υπόθεση,  γεγονός που δεν το λέμε εμείς –που φυσικά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη δικογραφία και τα στοιχεία αυτής– αλλά δύο εισαγγελείς που και γνώριζαν την υπόθεση και μελέτησαν τα στοιχεία που συνέλεξε και τους διαβίβασε ο  ανακριτής.

Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους,  ο Μαρνέρης,  έλαβε καταθέσεις  από τον πραγματογνώμονα Δημήτριο ΛΙΟΤΣΙΟ,  ο οποίος κατήγγειλε όσα είναι ήδη πλέον γνωστά, έχοντας συγκλονίσει το πανελλήνιο, καταθέσεις από τις οποίες προέκυπταν ενδείξεις για  πιθανές  ευθύνες και προσπάθεια συγκάλυψης,  μεταξύ άλλων, και από την τότε υπουργό  Όλγα Γεροβασίλη. Πλην όμως,  ο ανακριτής ουδέν έπραξε, ως είχε υποχρέωση,  δηλαδή δεν φρόντισε να δρομολογήσει άμεσα, μέσω των προβλεπομένων δικονομικών  διαδικασιών την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή. Τονίζουμε  ότι τα ανωτέρω (δηλαδή, ότι ο ανακριτής ήξερε  τις σοκαριστικές καταγγελίες του  Δ. Λιότσιου από το Μάρτιο) έγιναν γνωστά μετά την παρέλευση τεσσάρων περίπου  μηνών εξαιτίας της μήνυσης που τελικά υπέβαλε (στις 20-7-2020) ο ίδιος ο  πραγματογνώμονας  στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών  και της δημοσιοποίησης του ηχητικού (19-7-2020).

Για να φτάσουμε στον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, όταν ο  Μαρνέρης  αιτήθηκε την αναβάθμιση των κατηγοριών σε κακουργήματα, επικαλούμενος νέα στοιχεία που προέκυψαν από την  πολύμηνη ανάκριση.  Το  αίτημα όμως αυτό  του ανακριτή  «συνοδεύτηκε»  και από ένα «δικονομικό ατόπημα», αφού η  δικογραφία, για άγνωστους λόγους,  δεν μετακινήθηκε από το γραφείο του στο κτήριο της Εισαγγελίας και στον σχετικό φάκελο που διαβίβασε στην Εισαγγελία περιλαμβάνονταν μόνο κάποιες καταθέσεις και μια πραγματογνωμοσύνη, στοιχεία  που φαίνεται να ήταν ήδη γνωστά στους εισαγγελείς που διενήργησαν την προκαταρτική εξέταση πριν ακόμα ασκήσουν τις διώξεις.  

Τελικά,  όπως είναι γνωστό,  ο εισαγγελέας Κ. Σπυρόπουλος απέρριψε το αίτημα για αναβάθμιση των κατηγοριών σε κακούργημα, αναφερόμενος εκτενώς στο απαντητικό του έγγραφο στα στοιχεία που πρέπει να προκύπτουν για τη στοιχειοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου (τα οποία άραγε ο ανακριτής αγνοούσε; Δικό μας ερώτημα) υποστηρίζοντας ότι αυτά που ανέφερε  ο ανακριτής ήταν ήδη γνωστά και δεν ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν ενδεχόμενο δόλο, δηλαδή κακούργημα. Δηλαδή, με απλά λόγια, σύμφωνα με τον εισαγγελέα  Κ. Σπυρόπουλο, ο ανακριτής, παρά τα όσα επικαλείτο,  δεν είχε συλλέξει κανένα νέο στοιχείο  από την ανάκριση.

Τελικά, στις  24 Ιουλίου του τρέχοντος έτους, ο  ανακριτής επανήλθε με δεύτερο αίτημα για αναβάθμιση των κατηγοριών, επικαλούμενος μάλιστα, την ήδη πλέον  ασκηθείσα μήνυση του Δ. Λιότσιου ενώπιον του εισαγγελέα Αθηνών και δημοσιεύματα (προφανώς το ηχητικό ΛΙΟΤΣΙΟΥ) –καταγγελίες όμως που, όπως προαναφέρθηκε, στον ίδιο ήταν ήδη γνωστές από τον Μάρτιο–  καθώς  και νέα στοιχεία που συνέλεξε και πάλι από την ανάκριση(!!!!) για να λάβει και πάλι  αρνητική απάντηση, αυτήν τη φορά από την  εισαγγελέα  Σαπφώ Κατσανάκη, με το βασικό σκεπτικό ότι αυτά που ανέφερε ήταν ήδη γνωστά, είχαν ήδη  αξιολογηθεί  και δεν ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν κακουργηματικές πράξεις.  Σημειώνουμε, διότι μας έκανε πραγματικά εντύπωση, ότι στο δεύτερο αυτό έγγραφό του, που αποσπάσματα αυτού είδαμε σε δημοσιεύματα,  ο  ανακριτής Μαρνέρης, μεταξύ άλλων, «επέπληξε» τον εισαγγελέα, επιρρίπτοντάς του εμμέσως την ευθύνη που την πρώτη φορά δεν προέβη σε αναβάθμιση της κατηγορίας, με ένα σκεπτικό του τύπου «τα στοιχεία στο γραφείο μου ήταν, ας τα ζητούσε!!!», χωρίς βεβαίως να προκύπτει  εάν στο διαβιβαστικό του έγγραφο προς  τον  εισαγγελέα,  ο ανακριτής ενημέρωνε ειδικά για τα νέα αυτά στοιχεία που υποτίθεται ότι στήριζαν το αίτημά του, ούτως ώστε να παραστεί ανάγκη να  ζητηθούν.

Μετά από όλα αυτά διερωτώμεθα: Ο ανακριτής Μαρνέρης όλο αυτόν τον καιρό έκανε ανακριτικές πράξεις με στόχο την ανεύρεση της αλήθειας και την κατά νόμο αυστηρή τιμωρία όλων των υπαιτίων ή υπέβαλε ασκόπως αβάσιμα αιτήματα για την πρόσκαιρη ικανοποίηση των θυμάτων της τραγωδίας αυτής και  της κοινής γνώμης, συσκοτίζοντας όμως επί της ουσίας  την υπόθεση, επιχειρώντας να καλύψει δικά του νομικά σφάλματα ή και άλλες σκοπιμότητες, με  αποτέλεσμα την παραμονή της δικογραφίας επί 17 μήνες στην Ανάκριση, με διαφαινόμενο πλέον τον κίνδυνο της παραγραφής των αδικημάτων που έχουν ήδη στοιχειοθετηθεί;

Επειδή όλες οι ανωτέρω ενέργειες του ανακριτή,  που  μπορεί να έγιναν από έλλειψη εμπειρίας και επαρκούς νομικής κατάρτισης  ή από σκοπιμότητα ή και από τον συνδυασμό όλων των ανωτέρω, σε κάθε περίπτωση είναι ιδιαιτέρως παράδοξες  και αποτελούν παλινωδίες και σοβαρά «νομικά και δικονομικά ατοπήματα» που δεν μπορούν  να γίνουν ανεκτά σε μια τέτοιας σοβαρότητας υπόθεση, θεωρούμε  πλέον αυτονόητη την παρέμβαση του εισαγγελέα  και της προέδρου του Αρείου Πάγου, καθώς και του αρμόδιου επιθεωρητή, ώστε να υπάρξει διαφάνεια ως προς τους χειρισμούς του  ανακριτή αλλά και πραγματικός έλεγχος  για το καλό και  για την τιμή της Δικαιοσύνης, κυρίως όμως για τη μνήμη των 102 αδικοχαμένων της τραγωδίας αυτής. Πόσω μάλλον τώρα, που μετά το ηχητικό του πραγματογνώμονα Δ. Λιότσιου φάνηκε ξεκάθαρα πως οι πράξεις και οι παραλείψεις των πολιτικών και διοικητικών παραγόντων, που είχαν τη διαχείριση της μεγάλης πυρκαγιάς στο Μάτι, επιχειρήθηκε τουλάχιστον να συγκαλυφθούν με εκβιασμούς.  

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα