Έτσι γεννήθηκαν η κίτρινη και η κόκκινη κάρτα

Ο Άγγλος διαιτητής Κεν Άστον έμεινε στην ιστορία καθώς εισηγήθηκε τις κάρτες παίρνοντας την ιδέα από ένα φανάρι όταν οδηγούσε. Η μάχη του Σαντιάγκο Χιλής-Ιταλίας αποτέλεσε την αφορμή για την επιβολή ποινών με… κανόνες που δεν σήκωναν αντιρρήσεις

Του Νίκου Συνοδινού

 

Σε βάθος χρόνου το ποδόσφαιρο, δίχως να χάνει τον κεντρικό πυρήνα των όρων διεξαγωγής του, έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές. Οι κανονισμοί διαφοροποιούνται συνήθως προς το καλύτερο.

Οι «άρχοντες των αναμετρήσεων», οι διαιτητές, γίνονται συχνά τα κεντρικά πρόσωπα στο παιχνίδι. Όταν περνούν απαρατήρητοι, συνεπάγεται πως τα… κατάφεραν. Στις περιπτώσεις που αυτοί μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές όμως, μπαίνουν στο μάτι του κυκλώνα.

Συνήθως οι διαιτητές γίνονται… αντιπαθείς. Ο ρόλος τους είναι καθοριστικός, αλλά άχαρος πολλές φορές. Κάποιοι ωστόσο μένουν στην ιστορία. Σημείο αναφοράς, ο Κεν Άστον. Ο Άγγλος διαιτητής που θέσπισε την κίτρινη και κόκκινη κάρτα.

Ο θρυλικός ρέφερι «έφυγε» στις 23 Οκτωβρίου του 2001, όμως η συμβολή του στο ποδόσφαιρο και τους κανονισμούς του αθλήματος είναι τέτοια που θα μείνει για πάντα στην ιστορία του αθλήματος.

Ποιο ήταν όμως το ερέθισμα που έφερε τις κάρτες στο ποδόσφαιρο… Όλα άρχισαν στην… «Μάχη του Σαντιάγκο» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στα γήπεδα της Χιλής. Οι Ιταλοί διαγκωνίζονταν για τους τρεις βαθμούς της νίκης απέναντι στους διοργανωτές που είχαν φορέσει το κοστούμι του οικοδεσπότη, μόνο που όσα είχαν προηγηθεί μεταξύ των δύο μονομάχων εκτός γηπέδου, έκαναν τον αγωνιστικό χώρο να μοιάζει εμπόλεμη ζώνη.

Δύο χρόνια νωρίτερα ένας τρομακτικός σεισμός της τάξης των 9,5 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ,  συντάραξε συθέμελα τη Χιλή, αφήνοντας πίσω του τεράστιες απώλειες.

Τα χρήματα από τη διεξαγωγή του Μουντιάλ θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε βαλβίδα αποσυμπίεσης μιας διαλυμένης οικονομίας, η οποία πάσχιζε να σταθεί ξανά στα πόδια της, επουλώνοντας τις πληγές της. Παρόλα αυτά, οι Ιταλοί δημοσιογράφοι, όπως και η Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, δεν συμφωνούσαν και ζητούσαν επιτακτικά το επικείμενο Μουντιάλ να αλλάξει τόπο διεξαγωγής.

Το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, ωστόσο τη στάση τους αυτή φυσικά δεν λησμόνησαν οι ανταγωνιστές τους. Οι τελευταίοι, σχεδίαζαν να τους απαντήσουν με τον πιο κατάλληλο τρόπο στον αγωνιστικό χώρο.

Προτού καλά-καλά συμπληρωθεί το πρώτο λεπτό στο ρολόι, είχε ήδη καταλογιστεί φάουλ, προμηνύοντας την καταιγίδα, η οποία θα ακολουθούσε. Δεν είχε ολοκληρωθεί καν το πρώτο μέρος, όταν δύο Ιταλοί ποδοσφαιριστές είχαν ήδη αποβληθεί, προφορικά πάντα, ο ένας μάλιστα με κουστωδία πάνοπλων στρατιωτικών και αστυνομίας. Ο Τζόρτζιο Φερίνι στο 10’ και στο 42’ ο Μάριο Ντέιβιντ για εγκληματικό τάκλιν.

Η μνημειώδης κλωτσοπατινάδα συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό στο δεύτερο ημίχρονο. Το… ξύλο ήταν ανελέητο. Οι ποδοσφαιριστές έμοιαζαν με κατσέρ. Ο σέντερ φορ των θερμόαιμων Λατινοαμερικάνων Λεονέλ Σάντσες έσπασε με γροθιά τη μύτη του Ιταλού με αργεντίνικες καταβολές Ουμπέρτο Μάτσιο, ο διαιτητής Κεν Άστον δεν καταλόγισε την παράβαση και γενικώς αδυνατούσε να εκπληρώσει το ρόλο του. Η άλλοτε κρυστάλλινη σκέψη του θύμιζε θολωμένο τοπίο στην ομίχλη.

Το στάδιο «Νασιονάλ» στο Σαντιάγκο είχε μετατραπεί σε αρένα. Το σφύριγμα της λήξης βρήκε τους αμφιτρύωνες θριαμβευτές (Ραμίρες 73’, Τόρο 87’), στην αναμέτρηση παρωδία, η οποία χρειάστηκε να διακοπεί αλλεπάλληλες φορές.

«Ένιωθα ότι δεν διαιτητεύω ποδοσφαιρικό ματς, αλλά ότι παρακολουθώ στρατιωτικά γυμνάσια», υπογράμμιζε αργότερα χαρακτηριστικά ο Άστον.

Η ανάγκη επιβολής πειθαρχικών μέτρων ήταν σημαντική. Παρόμοιες εικόνες σε μικρότερη κλίμακα σημειώθηκαν και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν στο Μουντιάλ του 1966 η Αγγλία αντιμετώπιζε την Αργεντινή στα προημιτελικά του θεσμού.

Ο διαιτητής απέβαλλε τον Ρατίν στο 35’, αλλά ο άσος από τη «χώρα του τάνγκο» αρχικά αρνήθηκε να αποχωρήσει. Τελικά, κατόπιν μιας διακοπής οκτώ λεπτών πείστηκε. Ο Τζεφ Χαρστ, λίγο πριν από το τέλος, έλυσε τον γόρδιο δεσμό δίνοντας τη νίκη στα «λιοντάρια». Ύστερα από το πέρας της αναμέτρησης, η  ο τεχνικός των «Άγγλων», Σερ Αλφ Ράμσεϊ σε έξαλλη κατάσταση παρότρυνε τους παίκτες του να μην ανταλλάξουν φανέλες ούτε χειραψίες με τους αντιπάλους. «Δεν αλλάζουμε φανέλες με ζώα», δήλωσε σε μια φράση που έμεινε στην ιστορία.

Την ίδια στιγμή, στις εξέδρες, ο Κεν Άστον προσπαθούσε να βρει μια λύση στο πρόβλημα.

Το επόμενο πρωί οδηγώντας το αυτοκίνητο, σταμάτησε σε ένα φανάρι. Παρατηρώντας την επαναλαμβανόμενη αλλαγή των χρωμάτων του φαναριού, από πράσινο σε κίτρινο/πορτοκαλί κι έπειτα κόκκινο, σκέφτηκε ότι τα χρώματα του φαναριού θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και στο ποδόσφαιρο.

Το κίτρινο χρώμα θα προειδοποιούσε τον ποδοσφαιριστή και στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα συμμορφωνόταν, το κόκκινο χρώμα θα τον απέβαλλε από τη συνάντηση. Με αυτόν τον τρόπο, θα δινόταν επιτέλους λύση στο χρόνιο πρόβλημα συνεννόησης μεταξύ διαιτητών και ποδοσφαιριστών στους διεθνείς αγώνες.

«Οδηγούσα στην οδό Κένσινγκτον όταν το φανάρι έγινε κόκκινο. Σκέφτηκα, κίτρινο, για ηρέμησε, κόκκινο, έφυγες», αποκρίθηκε κληθείς να σχολιάσει πώς γεννήθηκε μέσα στη σκέψη του η παραπάνω ριζοσπαστική πρόταση.

Λίγο καιρό αργότερα, εισηγήθηκε στη FIFA τη χρήση κίτρινης και κόκκινης κάρτας. Η Επιτροπή Διαιτησίας της FIFA έκανε δεκτή την εισήγηση. Η χρήση του νέου μέτρου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1970.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα