Ευτυχώς(;) που «διάλεξε» την Κεφαλονιά ο «Εγκέλαδος»

Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει τι θα συμβεί στην Κεφαλονιά το επόμενο διάστημα. Και την ίδια ώρα ο «Eγκέλαδος» επισκέπτεται και άλλες γωνιές της Ελλάδας προκαλώντας ανησυχία. Μοναδική συμβουλή από τους επιστήμονες είναι «ψυχραιμία».

Επιμέλεια: Κώστας Παπαϊωάννου

Μπορεί ο καθηγητής σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Άκης Τσελέντης, να υποστηρίζει πως τα χειρότερα έχουν περάσει με τους σεισμούς στην Κεφαλονιά, προειδοποιεί όμως ότι χρειάζεται «να μελετηθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή της Αμφίκλειας». Την ίδια ώρα ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιος Λέκκας, σημειώνει πως η νέα ισχυρή δόνηση των 5,7 Ρίχτερ προκλήθηκε «από ένα καινούργιο ρήγμα, το οποίο είναι υποθαλάσσιο και διεγέρθηκε από τον προηγούμενο σεισμό». «Στην Κεφαλονιά ο κίνδυνος έχει περάσει, απλώς είναι πιθανό να έχουμε έναν ισχυρό μετασεισμό, γιατί ο δεύτερος μετασεισμός που έγινε στην Κεφαλονιά μεγέθους 5,7 βαθμών δεν είχε την απαιτούμενη μετασεισμική ακολουθία, ήταν λίγο ασθενής, άρα πρέπει να κλείσει αυτή η ακολουθία με κάποιον ισχυρό μετασεισμό», συμπληρώνει.

Το χτύπημα του «Εγκέλαδου» ήρθε περίπου 150 χρόνια μετά την καταστροφή που έζησε το νησί. Χτύπησε στις 4 Φεβρουαρίου του 1867, με επίκεντρο το Ληξούρι, ισοπεδώνοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τη χερσόνησο της Παλικής στη δυτική Κεφαλονιά και ήταν μεγέθους 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.

Του κυρίου σεισμού είχαν προηγηθεί μερικές άλλες σεισμικές δονήσεις, μικρότερου μεγέθους. Από τον σεισμό 12 χωριά της δυτικής Κεφαλονιάς καταστράφηκαν ολοκληρωτικά (Κατωή, Ανωή, Νισοχώρι, Θυννιός, Δελλαπορτάτα, Κουραλάτα, Μεταξάτα, Καλλιγάτα, Σχοινιά, Αγία Θέκλα Ποριοράτα και Βαρόσκες), ενώ από το Ληξούρι άντεξαν μόνο δύο σπίτια. Οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν επί μήνες στην Κεφαλονιά και μέχρι το τέλος Απριλίου δεν πέρασε ημέρα χωρίς σεισμούς.

Ψυχραιμία…

Μιλώντας για τον νέο σεισμό των 5,7 Ρίχτερ ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθ. Λέκκας, σημείωσε πως «έχουμε να κάνουμε με μια καινούργια διαδικασία που θα ξαναφέρει το θέμα των ελέγχων στα κτίρια από την αρχή αλλά και της ενημέρωσης του κόσμου. Η περιοχή έχει μια σεισμική ιστορία, έτσι ώστε να επαναλαμβάνονται τα φαινόμενα και να έχουμε μια διαρκή σεισμική δραστηριότητα με μεγάλα μεγέθη, τα οποία εκτονώνουν σταδιακά τη σεισμική ενέργεια». Εκτιμά πως ο νέος σεισμός δεν έχει σχέση με το ρήγμα που είχε προκαλέσει τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953.

Από την πλευρά του ο κ. Τσελέντης υποστηρίζει πως ο σεισμός της Αμφίκλειας δεν έχει καμία σχέση με τον σεισμό της Κεφαλονιάς. «Πιστεύω ότι ο κύκλος των σεισμών της Κεφαλονιάς σιγά-σιγά κλείνει, χωρίς να αποκλείουμε βέβαια τη γένεση κάποιου ισχυρού μετασεισμού. Μας προβληματίζει όμως η ευρύτερη περιοχή της Αμφίκλειας, γιατί πριν από δύο-τρεις μήνες είχαμε πάλι μια ακολουθία σεισμών. Ξεκινήσαμε από τον Ιούνιο με 5,2, μετά 5,3. Από τότε μέχρι τώρα η περιοχή αυτή συνεχίζει και δουλεύει και δεν σας κρύβω ότι εδώ και μία εβδομάδα, όταν είχαμε πάλι σεισμό της τάξεως του 4,2, με προβλημάτισε πάρα πολύ. Δυστυχώς, είναι μια περιοχή η οποία αν συμβεί κάτι μεγάλο δεν θα αντέξει όπως άντεξαν τα κτίρια της Κεφαλονιάς και θα έχουμε πρόβλημα. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι αυτό δεν ήταν μετασεισμός, γι’ αυτό η περιοχή αυτή θέλει πολύ ιδιαίτερη προσοχή».

Αν συνέβαινε αλλού, θα είχαμε… άλλα!

Το μόνο ευτύχημα του σεισμού της Κεφαλονιάς είναι ότι… έγινε στην Κεφαλονιά. Το ομολογεί ο κ. Τσελέντης αλλά και η τεκτονική γεωλόγος Eιρήνη Kωστάκη. Σε συνέντευξή της σημειώνει μεταξύ άλλων: «Η περιοχή της Κεφαλονιάς θεωρείται η πιο καλά θωρακισμένη στο κομμάτι των κατασκευών. Αν είχαμε το ίδιο σενάριο σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας, οι ζημιές μάλλον θα ήταν πολύ περισσότερες».

Η αντισεισμική θωράκιση της χώρας έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, καθώς σύμφωνα με τον σεισμολόγο-ερευνητή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Σταύρου Τάσσου «ο αντισεισμικός κανονισμός, αν και υπάρχει, δεν εφαρμόζεται πάντα και πρέπει οι πολίτες, έστω και με κινητοποιήσεις, να διεκδικήσουν προστασία όχι μόνο από τους σεισμούς, αλλά από κάθε είδους φυσικές καταστροφές, κάτι που όπως λέει είναι υπόθεση κρατική και όχι των ιδιωτών».

Υποστηρίζει επίσης ότι ο αντισεισμικός κανονισμός δεν είχε εφαρμοστεί κατά γράμμα ούτε στο νησί, και επιρρίπτει ευθύνες για αυτό, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά γενικά για τη χώρα, στους εργολάβους που δεν είναι και «τόσο ευαίσθητοι στο όλο θέμα των σεισμών».

Χαρακτηριστικό είναι πως σύμφωνα με παλιότερη μελέτη του ΑΠΘ (2013) σε 200 θανάτους, 500 σοβαρούς τραυματισμούς και συνολικές οικονομικές απώλειες που «αγγίζουν» τα 20 δισ. ευρώ για το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και τους 900.000 κατοίκους του, εκτιμώνται οι επιπτώσεις από έναν πιθανό σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ που θα μπορούσε να εκδηλωθεί με επίκεντρο την Άσσηρο, δυτικά της πόλης.

Όσον αφορά την Αθήνα, ο εντεταλμένος ερευνητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Γεράσιμος Χουλιάρας σε παλαιότερες δηλώσεις του υπογράμμισε τους κινδύνους για τη σταθερότητα κτιρίων του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, τα οποία στο παρελθόν και συγκεκριμένα στον σεισμό του 1999 είχαν υποστεί ζημιές και είχαν χαρακτηριστεί ως «κόκκινα» ή «κίτρινα». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο καθηγητής Άκης Τσελεντής, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ένας ισχυρός σεισμός στην Ελλάδα είναι αναμενόμενος.

«Πρέπει όλοι να δούμε με προσοχή τη σεισμική θωράκιση των κτιρίων μας. Αν γίνει ένας σεισμός μεγέθους 5,5 Ρίχτερ, κάποια κτίρια ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας θα πέσουν. Κτίρια όπως το παλιό Εφετείο, το κτίριο του ΙΚΑ στην Πειραιώς, αλλά και άλλα πολλά δημόσια κτίρια πρέπει να ελεγχθούν από τους ειδικούς. Γιατί όταν γίνει ο σεισμός μετά θα τρέχουμε όλοι μας να σώσουμε ό,τι μπορούμε. Και όλοι ευχόμαστε αν γίνει κάποιος σεισμός να γίνει στη θάλασσα για να μην έχουμε εικόνες όπως στην Ιταλία», σημείωσε χαρακτηριστικά.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα