Γ. ΚΟΥΜΟΥΤΣΑΚΟΣ: Θρησκευτικά ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο και η στάση της Ελλάδας

Άρθρο του αναπληρωτή υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου στην "Α"

Από τα πρώτα του βήματα το νεότερο ελληνικό κράτος ενέταξε τη θρησκευτική διπλωματία ως μια ιδιαίτερα σημαντική συνιστώσα της διεθνούς δράσης και της εξωτερικής του πολιτικής.

Αυτή η επιλογή ήταν αναπόφευκτη. Η εθνική ταυτότητα, ο άρρηκτος δεσμός Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, τα γεωπολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής και τα θεμελιώδη συμφέροντά της, επέβαλαν στην Ελλάδα αυτόν τον δρόμο.

Η εμπειρία δύο αιώνων θρησκευτικής διπλωματίας καθιστά την Ελλάδα ένα κράτος με ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία και δυνατότητα θετικής συνεισφοράς στον παγκόσμιο διαθρησκευτικό διάλογο. Ο διάλογος αυτός είναι σήμερα αναγκαιότητα ζωτικής σημασίας, καθώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την επικίνδυνη ανάδυση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και της εκμετάλλευσης της θρησκείας ως κίνητρο, έμπνευση και νομιμοποίηση πράξεων βίας, τρομοκρατικών ενεργειών, συγκρούσεων και πολέμων.

Πεποίθηση της Ελλάδας είναι ότι ο αλληλοσεβασμός των θρησκειών είναι απαραίτητο στοιχείο για τη σταθερότητα και την ειρήνη στον κόσμο. Ο διαθρησκευτικός διάλογος είναι, επίσης, αναντικατάστατος παράγων προαγωγής της αλληλοκατανόησης και προώθησης και υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται ο σεβασμός στη θρησκευτική ελευθερία.

Η εμπειρία δύο αιώνων θρησκευτικής διπλωματίας καθιστά την Ελλάδα ένα κράτος με ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία και δυνατότητα θετικής συνεισφοράς στον παγκόσμιο διαθρησκευτικό διάλογο

Στην περιοχή αυτήν του κόσμου οι περιοδικές συγκρούσεις και η μόνιμη ατμόσφαιρα έντασης και επικείμενων κρίσεων, επιβάλλουν το ενεργητικό ενδιαφέρον της Ελλάδας για την προστασία των χειμαζόμενων χριστιανικών κοινοτήτων.

Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η αποτροπή της περαιτέρω μετανάστευσης των χριστιανών από τις επί αιώνες εστίες τους, όπως και η ανάγκη προστασίας των προσκυνημάτων και των μνημείων του χριστιανισμού, έχουν πιεστικό χαρακτήρα και είναι μεταξύ των υψηλών προτεραιοτήτων της πολιτικής μας.

Οι συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών, όπως οι δύο πόλεμοι και η εμφύλια σύρραξη στο Ιράκ, η επανάσταση στη Συρία, οι εντάσεις στον Λίβανο και η τρομοκρατική δράση του Ισλαμικού Κράτους, έχουν εξωθήσει εκατομμύρια χριστιανούς στη μετανάστευση με προορισμούς την Ευρώπη, τον Καναδά, τις ΗΠΑ. Μπροστά σε αυτό το φαινόμενο δεν μπορούμε και δεν πρέπει να μένουμε αδιάφοροι.

Οι χριστιανικές κοινότητες της Μ. Ανατολής, μεταξύ των οποίων κατέχουν δεσπόζουσα θέση τα ορθόδοξα πρεσβυγενή πατριαρχεία, της Αλεξάνδρειας, της Ιερουσαλήμ, της Αντιόχειας, αισθάνονται ιστορικά και πολιτιστικά πολύ κοντά στον Ελληνισμό.

Οι ηγέτες τους και πολλά στελέχη τους έχουν, τις περισσότερες φορές, σπουδάσει στην Ελλάδα, έχουν ζήσει στο Άγιον Όρος ή έχουν δεχθεί τη φωτεινή εκκλησιαστική, πολιτιστική και γλωσσική επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου τον ηγετικό πνευματικό ρόλο όλοι αναγνωρίζουν, έστω και με διαφορετικούς βαθμούς προθυμίας.

Η μοναδικότητα της επιρροής αυτής της ελληνικής Ορθοδοξίας δεν είναι εύκολο να κλονιστεί από προσπάθειες που εκκινούν εκτός της περιοχής μας. Τα άφθονα μέσα και οι πόροι που έχουν χρησιμοποιηθεί για αυτόν τον γκρίζο, εάν όχι σκοτεινό σκοπό, παραμένουν προς το παρόν –τονίζω προς το παρόν– αναποτελεσματικά.

Η αποτυχία των εξωγενών αυτών προσπαθειών και παραγόντων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η ελληνική πολιτιστική ακτινοβολία στην Αν. Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή δεν περιορίζεται μόνο στις Ορθόδοξες αλλά και σε άλλες χριστιανικές κοινότητες, ακόμα και πέρα από αυτές.

Η προστασία και η υποστήριξη των Χριστιανών είναι σταθερή επιδίωξη και της Καθολικής και των άλλων Δυτικών Εκκλησιών, με τις οποίες έχουμε πολλές δυνατότητες για συντονισμό και –γιατί όχι;– για κοινές δράσεις.

Είμαι υποχρεωμένος εδώ να αναφερθώ στο θλιβερό γεγονός της απόφασης του τουρκικού κράτους να αλλάξει τη φυσιογνωμία και το καθεστώς της Αγίας Σοφίας, αγνοώντας και αδιαφορώντας για το ότι η Αγία Σοφία ως χριστιανικό και ορθόδοξο μνημείο αποτελεί με απόφαση της UNESCO μέρος της διεθνούς πολιτιστικής κληρονομιάς.

Αυτή η απαράδεκτη απόφαση προστίθεται στη συνολικά αρνητική πολιτική του τουρκικού κράτους έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου συμπεριλαμβανομένης της άρνησης να λειτουργήσει επιτέλους η Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μάικ Πομπέο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο είχε υψηλή σημειολογία και ιδιαίτερη πολιτική και στρατηγική σημασία. Η επίσκεψη αυτή ήρθε να ενισχύσει τη σταθερή απαίτηση της Ε.Ε. προς την Τουρκία να αλλάξει την πολύ προβληματική πολιτική της απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα δικαιώματα των Ελλήνων και των άλλων χριστιανών που διαβιούν ακόμα στο έδαφός της.

Παρά τις προκλήσεις αυτές, η πολιτική της Ελλάδας δεν εμπνέεται από μισαλλοδοξία, ούτε υποκύπτει σε κηρύγματα μίσους και ακρότητας. Αντιθέτως, στηρίζουμε ακόμα πιο πολύ τον διαθρησκευτικό διάλογο, την αλληλοκατανόηση ανάμεσα στις θρησκείες της περιοχής μας.

Πιστεύουμε ακράδαντα ότι Έλληνες, Άραβες, Ισραηλινοί, Αρμένιοι και Τούρκοι έχουν να κερδίσουν πολλά από αυτή την ειλικρινή συζήτηση και τη χωρίς φανατισμό ανταλλαγή απόψεων. Πάνω από όλα, πολλά έχει να κερδίσει η υπόθεση της ειρήνης και της σταθερότητας στην Αν. Μεσόγειο.

ΣΗΜ. «Α»: Το άρθρο του κ. Κουμουτσάκου βασίστηκε σε ομιλία του αναπληρωτή υπουργού στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Θρησκευτικής Διπλωματίας, στις 9/12/2020

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα