Γιατί δεν αρέσουν οι πολιτικοί και η γλώσσα τους  

Μετά από τα μνημόνια ο κόσμος έχει απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από την πολιτική και βρίσκει διέξοδο στα οπαδικού τύπου ιντερνετικά πολιτικά καφενεία

Της Άννας Στεργίου(*)

«Μα, τι ακριβώς θέλουν; Αφού ξέρουν πως αυτό δεν μπορεί να γίνει…». «Και γιατί δεν μπορεί ν΄ αλλάξει η διάταξη; Μήπως ανήκει στις δέκα εντολές του Μωυσή;». Θα μπορούσα να πω πολλά παραδείγματα, για κάθε προβληματική διάταξη, η οποία αντιμετωπίζεται συχνά ως μία από τις δέκα εντολές του Μωυσή.

Ο μεν που την έφτιαξε δεν παραδέχεται το λάθος, ο άλλος, που την έφτιαξε την τροποποίησε, για να είναι νομικά σωστή και στο τέλος, αυτό που ζητήθηκε από συνδικαλιστές και συμφώνησε κι ο υπουργός, βγαίνει ένα παράταιρο πράγμα, που είναι για τα πανηγύρια και δεν βολεύει κανέναν.

Κι ο μεν υπουργός είναι ευχαριστημένος, που όλοι συμμορφώθηκαν στην κοινοβουλευτική τάξη (για όσους δεν συμμορφώθηκαν θα τους δείξει αυτός, άμα του ζητήσουν ρουσφέτι για την περιοχή τους), οι δε κυβερνητικοί βουλευτές αναρωτιούνται τι θα πουν στους ψηφοφόρους, μετά το νέο κομματικό κάζο, που υπέστησαν.

Όπως φάνηκε περίτρανα και το τριήμερο της συζήτησης για την  πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες μπερδεύουν τον πολίτη, ο οποίος σπάνια βρίσκει εξ ολοκλήρου το δίκιό του, μέσα από διατάξεις. Κι αν υπάρχει διάταξη σχετική που τον καλύπτει, λόγω της νομικής γραφειοκρατίας, μπορεί να τρέχει στα δικαστήρια μέχρι να πεθάνει.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΟΥΡΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΜΠΑΛΑΚΙ ΕΥΘΥΝΩΝ, ΤΥΠΟΥ «ΕΣΕΙΣ ΕΙΣΑΣΤΕ ΟΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΙ» «ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΕΛΕΙΑ» ΚΑΙ ΤΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ, ΑΤΕΡΜΟΝΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Η δυσκολία στην επικοινωνία των πολιτών με πολλούς, εκ των πολιτικών, είναι προφανής. «Δηλαδή αυτός τι θέλει;» είναι το ερώτημα, από την πλευρά των πολιτικών. «Τόσα κάναμε γι΄ αυτόν». Το «τόσα κάναμε», στη γλώσσα του πολίτη μπορεί να μεταφράζεται ως «τίποτα», ως «κάνατε μισές δουλειές» μέχρι το περίφημο «κάνατε μία τρύπα στο νερό», γιατί η διάταξη δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη.

Το πρόβλημα είναι διαχρονικό. Κι είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος επικοινωνίας, ώστε κάποια στιγμή πολιτική και κοινωνία να συνεννοηθούν, διότι τα τελευταία χρόνια βρίσκουν όλο και λιγότερα σημεία επαφής. Το γεγονός ότι καταργήθηκαν οι εισηγητικές εκθέσεις είναι μία σημαντική δημοκρατική απώλεια, η οποία θα έπρεπε να επανεξεταστεί.

Δεν μιλάμε για υπουργούς διεφθαρμένους, βαριεστημένους, άχρηστους, βολεμένους. Μιλάμε για υπουργούς που θέλουν να βοηθήσουν και αγγίζουν ένα πρόβλημα. Αλλά όταν πάνε να το φτιάξουν πέφτουν όλοι να τους φάνε και κάνουν πίσω. Κι αν δεν κάνουν πίσω, η διάταξη πάλι βγαίνει κουτσουρεμένη ή απομακρύνονται προτού το λύσουν.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, μας έχει συνηθίσει σε εντυπωσιακές ομιλίες, οι οποίες ενώ έχουν πολλά καλολογικά στοιχεία κι είναι διανθισμένες με ιστορικά στοιχεία, καταφέρνουν να γίνονται κατανοητές.

Στον αντίποδα, υπάρχουν κυβερνητικοί βουλευτές, που με γραμμένο κείμενο δεν μπορούν ούτε να ανοίξουν το ρημάδι το στόμα. Μονίμως αδιάβαστοι ή ελλιπώς προετοιμασμένοι. Βαρύγδουπες εκφράσεις συνεργατών για το αυτονόητο. Πολιτική φιοριτούρα για το καθημερινό. Εκφράσεις, για το τηλεοπτικό στερέωμα, κι όχι για να γίνουν κατανοητές στον πολίτη.

Υπάρχουν βουλευτές μικρών κομμάτων, που, όντως, τρέχουν σαν τον Βέγγο από επιτροπή σε επιτροπή. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι σε μεγάλα κόμματα, που ενώ έχουν όλο το περιθώριο χρόνου να προετοιμαστούν, δεν έχουν εξασκηθεί ούτε στην παπαγαλία.

Ακόμη κι έτσι, όμως, κατά γενική ομολογία, η γλώσσα των πολιτικών «δεν τραβάει» και ειδικά μετά από τα μνημόνια ο κόσμος έχει απομακρυνθεί από την πολιτική. Αλλά οι νέοι είχαν απομακρυνθεί νωρίτερα και αυτή η τάση φαίνεται ψηλά στις δημοσκοπήσεις. Κι οι νέοι έχουν απομακρυνθεί, γιατί βλέπουν να συνεχίζεται το κομματικό γαϊτανάκι, που φτιάχτηκε με δομές του παρελθόντος.

Σε μία ψηφιακή κοινωνία, οι δομές των τωρινών κομμάτων έχουν πια ξεπεραστεί. Είναι δομές, που φτιάχτηκαν σε άλλες εποχές, όταν ο κόσμος είχε άλλες δυνατότητες ή ανάγκες. Ο κόσμος δεν μπαίνει πια εύκολα στο συνδικάτο, στο κόμμα, σ’ ένα κίνημα, για να εκφράσει την άποψή του.

Αντίθετα, και λόγω της πανδημίας, βρίσκει διέξοδο πολιτικού καφενείου, το διαδίκτυο. Εκεί εκφράζει τις απόψεις του, πάνω σε ζητήματα, που τον αφορούν. Εκεί εκφράζει την πολιτική ευαρέσκεια ή τη δυσαρέσκειά του με αγανάκτηση, ειρωνεία, σαρκασμό, e-mozzi.  Δεν είναι τυχαίο πια, ότι μέρος της πολιτικής καθημερινότητας είναι το twitter.

Ανάμεσα στον λαϊκισμό και την πραγματική ρητορεία υπάρχει μία ενδιάμεση κατάσταση. Η ελληνική γλώσσα είναι ανεξάντλητη, για να εκφράσει υπέροχα νοήματα και ταυτόχρονα να είναι κατανοητή. Μια ελληνική γλώσσα, που δεν θα βασίζεται στην παγίδα του λεκτικού εντυπωσιασμού αλλά στην ουσία της πολιτικής, που έχει πρακτικό νόημα κι αξία. Γιατί στην πολιτική, ο καλύτερος θεωρητικά νόμος, είναι άχρηστος, αν δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμος.

Η πολιτική δεν τραβάει, όσο δεν την καταλαβαίνουν, στην ουσία και στην έκφρασή της, οι άνθρωποι. Πέρα από την απογοήτευση, που μπορεί να έχει κάθε πολίτης, τύπου «αν δεν δουλέψω, δεν θα μου δώσουν αυτοί ψωμί να φάω», η πολιτική χάνει, όσους φοβούνται ότι χάνουν τον χρόνο τους, γιατί δεν εισακούγονται. Κι η φοβία αυτή μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ίδιο το πρόβλημα.

Αυτό, λοιπόν, που είναι δημοκρατικό δικαίωμα κι αγωνίστηκαν γενιές και γενιές, για να υπάρχει σήμερα, παραμένει ένα κενό γράμμα, όσο υπάρχει τόσο μεγάλη απόσταση πολιτικής και κοινωνίας. Κι είναι επικίνδυνο για τον ίδιο τον θεσμό της δημοκρατίας.

Χιλιάδες άνθρωποι απομακρύνονται από τις εκλογικές διαδικασίες, επειδή θεωρούν ότι δεν εισακούγεται η φωνή τους. Κι ακόμη κι όταν εισακούγεται, διυλίζεται ο κώνωπας.

Συμβαίνουν δεκάδες πράγματα κάθε μέρα στη Βουλή, αλλάζουν διατάξεις, και πάλι ο κόσμος δεν είναι ενημερωμένος από το κανάλι της Βουλής, όσο θα έπρεπε, γιατί, δεν αντιλαμβάνεται, τι θέλουν να πουν οι βουλευτές. Κουράζεται από το συνεχές μπαλάκι ευθυνών, τύπου «εμείς τα κάνουμε τέλεια», «εσείς είσαστε οι χειρότεροι» και τις νομικές, ατέρμονες συζητήσεις. Κι εν τέλει, τον κόσμο τον αφήνει παγερά αδιάφορο, η γλώσσα των πολιτικών, αν είναι ξεκομμένη από την δική του καθημερινότητα και τα πραγματικά του προβλήματα.

(*) Η Άννα Στεργίου είναι κοινοβουλευτική συντάκτρια, εξειδικευμένη σε θέματα αγροδιατροφής

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα