Γκαρίντσα… ο «Τσάρλι Τσάπλιν» του ποδοσφαίρου

Του Νίκου Συνοδινού

 

Πελέ ή Μαραντόνα, Μέσι ή Ρονάλντο; Μπεκενμπάουερ ή Κρόιφ; Η πρωτοκαθεδρία για τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου, όλων των εποχών, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Δεν είναι όμως λίγοι οι θιασώτες του ποδοσφαίρου, που θεωρούν ότι ένας Βραζιλιάνος θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος των κορυφαίων. Αυτός που οι επελάσεις του ήταν μνημειώδεις και οι ντρίμπλες του μνημονεύονται και θα μνημονεύονται για πάντα. Ο Γκαρίντσα.

Η κλασική του κίνηση, να συγκλίνει προς τα μέσα και στη συνέχεια να αλλάζει πορεία προς τα δεξιά, ήταν κάτι που γνώριζαν όλοι οι αντίπαλοί του, όμως κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει ή να τον σταματήσει.

Το 1958 αποτέλεσε μέλος της αρχής του θρύλου της Βραζιλίας. Όμως το 1962 υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής, αυτός που μετά τον τραυματισμό του Πελέ, πήρε στους ώμους του την σελεσάο και της χάρισε την απόλυτη καταξίωση διατηρώντας τη στον θρόνο της. Πέθανε φτωχός, μεθυσμένος και μόνος. Όσο έζησε όμως, όπως είπε ο συμπαίκτης του Τζάλμα Σάντος, «Είχε τον χαρακτήρα ενός μικρού παιδιού. Δεν ήταν απλά ένας παίκτης ποδοσφαίρου. Ήταν η ποδοσφαιρική απάντηση στον Τσάρλι Τσάπλιν»!

Απρόβλεπτος, μαγικός, άπιαστος, εκρηκτικός είναι ορισμένα από τα επίθετα που συνόδευσαν τον Μανουέλ Φραντσίσκο Ντος Σάντος, ή αλλιώς «Γκαρίντσα».

«Ο Γκαρίντσα ήταν παίκτης φαινόμενο. Χωρίς αυτόν δίπλα μου δεν θα είχα κερδίσει ποτέ τρία Παγκόσμια Κύπελλα», είχε δηλώσει ο Πελέ. Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη 11άδα του 20ού αιώνα, όπως αυτή δημιουργήθηκε από δημοσιογράφους και συγγραφείς. Ψηφίστηκε ο 7ος καλύτερος παίκτης του αιώνα από τη FIFΑ και συμπεριελήφθηκε στην καλύτερη 11άδα των Μουντιάλ όλων των εποχών.

Ο «Μανέ» ζούσε για να παίζει μπάλα και να ντριμπλάρει τους αντιπάλους. Μόνο δύο άνθρωποι στην ιστορία κατάφεραν να κατακτήσουν ένα Παγκόσμιο Κύπελλο μόνοι τους. Ο Μαραντόνα το 1986 και ο Γκαρίντσα το 1962. Διέθετε εκπληκτική τεχνική κατάρτιση, κοφτή ντρίμπλα, φαντασία, φινέτσα και ταχύτητα στο παιχνίδι του. Η προσωπική του ζωή ήταν άστατη και προβληματική. Ζωή σαν παραμύθι ή εφιάλτης;

Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1933 στην Πάου Γκράντε, που είχαν ιδρύσει οι Βρετανοί, μια πόλη 70 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, όπως και η μητέρα του. Ο Μανουέλ γεννήθηκε με δυσπλασία στη σπονδυλική του στήλη, που είχε σχήμα κεφαλαίου «S». Εξαιτίας αυτού, το ένα του πόδι ήταν 6 εκατοστά πιο κοντό από το άλλο, ενώ και τα δύο του πόδια είχαν κλίση προς τα μέσα. Στην παιδική του ηλικία, «κόλλησε» πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα η αδύνατη φιγούρα του να γίνει ακόμη πιο ασθενική.

Από τα 14 του δούλευε στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας της περιοχής. Ήταν ήδη μανιώδης καπνιστής –άρχισε το κάπνισμα στα 10– και επιρρεπής στο αλκοόλ. Στη μικρή πόλη που έμενε, είχε ελάχιστες πιθανότητες να «ρίξει» μια κοπέλα με την εμφάνισή του. Το γεγονός ότι η κτηνοβασία με κατσίκα ήταν η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία στα 12 χρόνια του συνθέτει την απερίγραπτη εικόνα της ζωής του. Το ποδόσφαιρο τον άφηνε αδιάφορο. Αρχικά έπαιζε μαζί με τους άλλους πιτσιρικάδες στις αλάνες, και αυτό τον ευχαριστούσε τόσο όσο το ψάρεμα και οι άλλες ασχολίες που έκανε όταν είχε ελεύθερο χρόνο. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δάκρυα των συμπατριωτών του, όταν η Βραζιλία έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο από την Ουρουγουάη το 1950 μέσα στο «Μαρακανά». Όταν κατάλαβε όμως ότι η μπάλα μπορούσε να του λύσει τα οικονομικά προβλήματα, αποφάσισε να κυνηγήσει μια καριέρα ποδοσφαιριστή….

Αρχικά, οι πιθανότητες να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο ήταν ελάχιστες. Χρειάστηκε να κάνει πολλές εγχειρίσεις για να μπορέσει να περπατήσει. Με το πέρασμα των χρόνων αδιαφόρησε για τις υποδείξεις των γιατρών και αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Έτσι πήρε σβάρνα τις ομάδες του Ρίο για να δοκιμάσει την τύχη του. Η Βάσκο τον απέρριψε επειδή δεν είχε παπούτσια!

Από τη Φλουμινένσε έφυγε πριν ολοκληρωθεί η δοκιμή για να προλάβει το τελευταίο τρένο για το χωριό του. Και είχε φτάσει τα 19, όταν τον δοκίμασαν οι άνθρωποι της Μποταφόγκο, οι οποίοι και αποφάσισαν να τον κρατήσουν. Δεν το μετάνιωσαν ποτέ.

Όταν ο Γκαρίντσα άφησε την «Fogão» δώδεκα χρόνια αργότερα, είχε συμπληρώσει 609 επίσημες συμμετοχές, πετυχαίνοντας 252 γκολ.

Αρκετά χρόνια πριν υπογράψει στην Μποταφόγκο, η αδερφή του, Ρόζα, είχε φροντίσει να του δώσει το παρατσούκλι με το οποίο θα γινόταν γνωστός όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά στα πέρατα της γης. Ο τρυποφράκτης (γκαρίντσα στα βραζιλιάνικα), ένα μικρό πουλί της ζούγκλας, το οποίο ήταν μεν πολύ γρήγορο, αλλά και ιδιαίτερα αδέξιο, με αποτέλεσμα να πιάνεται πολύ εύκολα, της θύμιζε τον αδερφό της, «επειδή ήταν απίστευτα εκρηκτικός με την μπάλα, αλλά και τελείως ατσούμπαλος με το πρόβλημα των ποδιών του και άσχημος σαν το πουλί».

Ο Μανέ, όπως και όλοι οι έφηβοι της γενιάς του, κουβαλούσε μέσα του το «βάρος» του «Μαρακανάσο», της ήττας δηλαδή της σελεσάο στον τελικό του Μουντιάλ του 1950 από την Ουρουγουάη. Ο ίδιος είχε προτιμήσει να πάει για ψάρεμα, αντί να ακούσει το ματς από το ραδιόφωνο με τους υπόλοιπους συγχωριανούς του. Όταν υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο, ήταν ήδη παντρεμένος με τη Ναΐρ Μάρκες και είχε προλάβει να αποκτήσει δυο κόρες!

Χάρις στην επιμονή του μετέτρεψε το μειονέκτημα του σε χάρισμα και έγινε παίκτης παγκόσμιας κλάσης. Εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο ντριμπλέρ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και ήταν ανίκητος στο ένας με έναν. Οι απρόβλεπτοι ελιγμοί του οφείλονταν σε αυτή τη σωματική ατέλεια. Γρήγορα, άρχισε να ξεδιπλώνει τις τεχνικές του αρετές με την εκπληκτική ντρίμπλα που διέθετε. Οι κινήσεις του με τα πόδια μπέρδευαν τους αντιπάλους. Τους περνούσε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Οι Βραζιλιάνοι λάτρεψαν το στυλ του που μπορούσε να ξεγελάσει ακόμα και τους καλύτερους αμυντικούς του κόσμου.

Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη Εθνική Βραζιλίας στις 18 Σεπτεμβρίου 1955 απέναντι στην Χιλή. Συμπλήρωσε 50 συμμετοχές στη «σελεσάο» έχοντας 12 γκολ στο ενεργητικό του.

Ο Μανέ μετά τη συμμετοχή του στο Κόπα Αμέρικα το 1957 στο Περού, έδειχνε έτοιμος για το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ένα μήνα πριν από την έναρξη του τουρνουά, ο Γκαρίντσα πέτυχε ένα από τα πλέον φημισμένα του γκολ, σε φιλικό απέναντι στη Φιορεντίνα. Εκεί πέρασε τέσσερις αντίπαλους με διαδοχικές ντρίμπλες, άφησε πίσω του και τον τερματοφύλακα και ενώ βρέθηκε μόνος του μπροστά στην κενή εστία, δεν σκόραρε. Περίμενε να επιστρέψει ένας από τους αμυντικούς, τον ντριμπλάρισε ξανά και μετά έστειλε την μπάλα στα δίχτυα!

Το προπονητικό τιμ όμως της Βραζιλίας θεώρησε αυτή του την κίνηση ανάρμοστη και ανεύθυνη, με αποτέλεσμα να τον αφήσει εκτός στα δύο πρώτα ματς του Μουντιάλ, εκεί όπου η σελεσάο κέρδισε 3-0 την Αυστρία και έφερε 0-0 με την Αγγλία.

Οι Βραζιλιάνοι είχαν κουβαλήσει μαζί τους στη Σουηδία, ψυχολόγους, γυμναστές, γιατρούς, φυσικοθεραπευτές, μια κανονική στρατιά από συνοδούς. Και όλοι θεωρούσαν ότι ο Γκαρίντσα ήταν ανέτοιμος, κυρίως ψυχολογικά, για να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας τέτοιας διοργάνωσης.

Χρειάστηκε να επέμβουν οι συμπαίκτες του για να πείσουν τον εκλέκτορα, Βισέντε Φέολα, να τον χρησιμοποιήσει στο τρίτο, κρίσιμο ματς με αντίπαλο την παντοδύναμη τότε Σοβιετική Ένωση. Ο Φέολα τους έτρεμε, αλλά ο Γκαρίντσα και ο Πελέ που σε εκείνον τον αγώνα έκαναν αμφότεροι το ντεμπούτο τους σε Μουντιάλ, τους εξαφάνισαν.

Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1958, η Βραζιλία έκανε σέντρα έχοντας στην ενδεκάδα της για πρώτη φορά τον 25χρονο τότε Γκαρίντσα και τον 17χρονο ανερχόμενο αστέρα Πελέ.

Και η ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα, απέκτησε ένα νέο ορόσημο. Τα επόμενα 180 δευτερόλεπτα χαρακτηρίστηκαν από τον ευυπόληπτο Γάλλο δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Ονό ως «τα τρία καλύτερα λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου!».

Στη διάρκεια αυτών των τριών λεπτών, οι Βραζιλιάνοι πρόλαβαν και είχαν δύο δοκάρια, ένα με τον Γκαρίντσα κι ένα με τον Πελέ, ενώ σκόραραν και μια φορά, με τον Βαβά ύστερα από ασίστ του Πελέ. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο ίδιο διάστημα ο Γκαρίντσα προσπέρασε τον προσωπικό του αντίπαλο Μπόρις Κουτνετζόφ τέσσερις φορές, ξεσηκώνοντας τους Σουηδούς στην κερκίδα που δεν ήξεραν αν έπρεπε να αποθεώσουν τον Βραζιλιάνο ή να γελάσουν με τους δύσμοιρους Ρώσους.

Ένας από τους μεγαλύτερους Βραζιλιάνους συγγραφείς, ο Νέλσον Ροντρίγκεζ περιέγραψε τις στιγμές εκείνες με προτάσεις που τα λένε όλα: «Πιστέψτε με φίλοι μου: ο αγώνας Βραζιλία-Ρωσία κρίθηκε μετά από μόλις τρία λεπτά. Και σημειώστε ότι η Βραζιλία ήθελε απλά μια ισοπαλία. Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του στον αντίπαλο σαν σφαίρα που φεύγει από όπλο. Ντρίπλαρε έναν, ντρίπλαρε κι άλλον, ντρίπλαρε ακόμα και το μούσι του Ρασπούτιν.

»Φίλοι μου, η αποσύνθεση της Ρωσικής άμυνας ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που ο Γκαρίντσα ακούμπησε για πρώτη φορά την μπάλα. Φαντάζομαι την τεράστια έκπληξη των Ρώσων μπροστά σ’ αυτό το αγόρι με τα κυκλικά πόδια που πήγε για να ανατρέψει όλες τις αντιλήψεις του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Πώς να μαρκάρεις αυτόν που δεν μαρκάρεται; Πως να νιώσεις το ανεπαίσθητο; Σε μια στιγμή αγανάκτησης ο αντίπαλός του κοίταξε τον Γκαρίντσα, κοίταξε τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα και κατέληξε: “Δεν υπάρχει!”».

Το τέλος του αγώνα βρήκε τους Βραζιλιάνους νικητές μόνο με 2-0, παρ’ ότι καταγράφηκαν περισσότερες από 30 φάσεις στην εστία του Γιασίν, ο οποίος κατάφερε και κράτησε το σκορ σε λογικά επίπεδα.

Μετά το παιχνίδι ρώτησαν τον Γκαρίντσα κάτι για τον προσωπικό του αντίπαλο. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, όπως γενικότερα δεν είχε ιδέα για πολλά πράγματα.

Όταν η Βραζιλία νίκησε στον τελικό εκείνης της διοργάνωσης τη Σουηδία, κατακτώντας το πρώτο της τρόπαιο, ο Γκαρίντσα απορούσε προς τι όλος ο χαμός, πιστεύοντας ότι το σύστημα διεξαγωγής ήταν σαν το Βραζιλιάνικο πρωτάθλημα και ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν όλες τις ομάδες και δεύτερη φορά. Παρ’ όλα αυτά τα… μικρο-θεματάκια του, όσοι πρόλαβαν να τον θαυμάσουν να παίζει, συμφωνούν στο ότι δεν έχει υπάρξει άλλος ποδοσφαιριστής που να προκαλεί τόση ανόθευτη χαρά στους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ομάδας και εθνικότητας.

Ο κάθε Βραζιλιάνος  ποδοσφαιρόφιλος μπορούσε να δει στον Γκαρίντσα κάτι λίγο από πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά που ο ίδιος πάντα θα ήθελε να έχει: έναν ήρωα, ένα πασίγνωστο αστέρι της μπάλας, έναν μέθυσο εύθυμο τύπο, έναν άνθρωπο με ελαττώματα που όλοι –μπορεί να– είχαν, ενώ όμως ταυτόχρονα τους έκανε χαρούμενους με έναν λατρεμένο τρόπο, παίζοντας ποδόσφαιρο. Εξαιτίας του τραυματισμού του Πελέ, στο ξεκίνημα της διοργάνωσης, το βάρος έπεσε σε αυτόν. Ανταποκρίθηκε με επιτυχία και οδήγησε τη Βραζιλία στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Με τέσσερα γκολ αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης και ψηφίστηκε ο καλύτερος παίκτης​.

«Από ποιον πλανήτη κατάγεται ο Γκαρίντσα;» αναρωτιόνταν η εφημερίδα της Χιλής «El Mercurio» μετά τον αποκλεισμό της διοργανώτριας χώρας από τη Βραζιλία στα ημιτελικά, χάρις στα δύο γκολ του Γκαρίντσα. Η φήμη του εξαπλώθηκε τόσο στη χώρα του όσο και στο εξωτερικό και αναγνωρίστηκε ως ισάξιος του Πελέ! Ποτέ η Βραζιλία δεν ηττήθηκε με τον Γκαρίντσα και τον Πελέ στην 11αδα!

Η τελευταία του παράσταση σε Μουντιάλ δόθηκε το 1966 στα γήπεδα της Αγγλίας. Οι καλές εμφανίσεις του μετριάστηκαν από τον πρόωρο αποκλεισμό της Βραζιλίας στον πρώτο γύρο. Σκόραρε ένα γκολ. Στην καριέρα του σε 12 αγώνες Μουντιάλ έβαλε πέντε γκολ! Σε συλλογικό επίπεδο αγωνίστηκε 12 χρόνια στην Μποταφόγκο. Κέρδισε τρία πρωταθλήματα Καριόκα στο Ρίο (1957, 1961, 1962) και δύο πρωταθλήματα Ρίο/Σάο Πάουλο (1962, 1964). Συνέχισε την καριέρα του στην Κορίνθιας κατακτώντας ένα ακόμα πρωτάθλημα Ρίο/Σάο Πάουλο. Έπαιξε στην Ατλέτικο Τζούνιορ της Κολομβίας, τη Φλαμένγκο για ένα χρόνο. Ολοκλήρωσε τη σπουδαία καριέρα του το 1973 στην άσημη Ολαρία. Σε όλες τις ομάδες, πλην της Μποταφόγκο, είχε ελάχιστες συμμετοχές.

Τον Μάιο του 1959 πήγε με την Μποταφόγκο για μια τουρνέ στη Σουηδία και ένα βράδυ το έσκασε από το ξενοδοχείο, πήγε σε ένα μπαρ, μέθυσε και στη συνέχεια άφησε έγκυο την γκαρσόνα που τον σέρβιρε! Επιστρέφοντας στη Βραζιλία, χτύπησε τον πατέρα του, Αμάρο, οδηγώντας μεθυσμένος, και όταν τον σταμάτησαν μετά από καταδίωξη οι αστυνομικοί, τον περιέγραψαν ως «μεθυσμένο, σχεδόν κατατονικό και χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι είχε συμβεί». Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, η σύζυγός του, Ναΐρ, γέννησε την πέμπτη τους κόρη και η ερωμένη του, Ιράσι, ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος στο παιδί του. Η χρονιά ολοκληρώθηκε με τον θάνατο του πατέρα του από καρκίνο του ήπατος, αποτέλεσμα του χρόνιου αλκοολισμού του. Όμως αυτό δεν έγινε μάθημα στον Μανέ. Αντίθετα, συνέχισε να πίνει το αγαπημένο του aguardiente (πολύ δυνατό μπράντι), χωρίς φυσικά να «περιφρονεί» τα υπόλοιπα ποτά.

Ο Γκαρίντσα είχε 14 παιδιά από 8 γυναίκες….

Όπως διηγείται ο πρώην αντίπαλός του στη Βάσκο ντα Γκάμα, Ανανίας, «ο Μανέ κάπνιζε σαν φουγάρο, στοιχημάτιζε σαν τρελός και έπινε σαν σφουγγάρι. Όμως μέσα στο γήπεδο σε έκανε ό,τι ήθελε. Θυμάμαι ότι όποτε ήταν να παίξουμε με την Μποταφόγκο, ο προπονητής μού έδινε οδηγίες για το πώς να τον σταματήσω. Αλλά ήταν αδύνατο. Εκεί που τον είχες μπροστά σου, ξαφνικά τον έχανες, χωρίς υπερβολή. Και όταν τον έβρισκες, ήταν πλέον αργά, έβλεπες την πλάτη του να απομακρύνεται. Σου έλεγε, θα σε περάσω από εδώ, και σε πέρναγε από εκεί που σου είχε πει. Και δεν καταλάβαινες το πώς. Ήταν ένας τεράστιος παίκτης, ένα φαινόμενο, ειλικρινά για μένα βρίσκεται πάνω από τον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Ντι Στέφανο, τον Πούσκας, τον Σίβορι. Γεννήθηκε για να παίζει. Δεν θα ξαναβγεί τέτοιος παίκτης. Όταν πέθανε, νομίζω ότι πέθανε και το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Τελείωσαν τα δεξιά εξτρέμ και τα αριστερά. Πάει, αυτό ήταν».

Ήταν ο μεγαλύτερος ερασιτέχνης που έπαιξε ποτέ επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ήταν αγράμματος, ψυχολογικά ασταθής, άρρωστα μέθυσος, δεν μπορούσε να διαβάσει τα συμβόλαια που υπέγραφε, δεν είχε την ικανότητα να διαχειριστεί τα λεφτά που έβγαζε, τις περισσότερες φορές δεν γνώριζε ποια ομάδα αντιμετώπιζε, δεν τον απασχολούσαν καν βασικές λεπτομέρειες του ποδοσφαίρου.

Η παιδική του αφέλεια ήταν τέτοια, που πολλοί υποστηρίζουν μέχρι σήμερα πως ήταν ένα κουσούρι που του είχε αφήσει η παιδική πολιομυελίτιδα. Έτσι ή αλλιώς πάντως, ο Γκαρίντσα δεν έδειχνε να ενοχλείται από τέτοια περιστατικά, τα αντιμετώπιζε σαν κάτι τελείως φυσιολογικό. Διηγούνται πως σε ένα ρεπό της Βραζιλίας σε εκείνο το Μουντιάλ του ’58, ο Φέολα είχε δώσει άδεια στους παίκτες να κάνουν τη βόλτα τους εκτός ξενοδοχείου.

Ο Γκαρίντσα είχε μπει σε ένα κατάστημα και είχε αγοράσει ένα υπερμοντέρνο ραδιόφωνο, πληρώνοντας 100 δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή. Όταν επέστρεψε ενθουσιασμένος, τον πλησίασε ο Μάριο Αμέρικο, μασέρ της ομάδας, και του είπε ότι τον είχαν πιάσει κορόιδο: «Τι θα το κάνεις αυτό, Μανέ, όταν γυρίσουμε στη Βραζιλία; Αφού παίζει μόνο στα σουηδικά!»

Ο Γκαρίντσα εκνευρίστηκε όταν «συνειδητοποίησε» την γκάφα του, και θύμωσε ακόμα περισσότερο όταν ο μασέρ συνέδεσε το ραδιόφωνο, του οποίου οι σταθμοί εξέπεμπαν πράγματι μόνο στα σουηδικά! «Μη στεναχωριέσαι, Μανέ, θα σ’ το αγοράσω εγώ για 40 δολάρια και έτσι θα περιορίσεις τη χασούρα». Όπως και έγινε! Ο Γκαρίντσα είχε ψυχή μικρού παιδιού, ήταν γεμάτος καλοσύνη και αθωότητα, ένας απλός άνθρωπος που ένιωθε άσχημα κάθε φορά που κάποιος τον επαινούσε.

Στην προσωπική του ζωή αποδείχτηκε αυτοκαταστροφικός. O «Άγγελος με τα λυγισμένα πόδια» δεν κατάφερε να βάλει «φρένο» στις καταχρήσεις. Ήταν αλκοολικός και συχνά μπλέκονταν σε καβγάδες. Ανάγνωση και γραφή δεν ήξερε. Τα λεφτά του τα μοίραζε στις γειτονιές και στις ερωμένες του. Η υγεία του είχε κλονιστεί και τα σημάδια κόπωσης ήταν εμφανή προς το τέλος της καριέρας του. Βυθίστηκε σε μια κατάσταση μελαγχολίας από την οποία δεν ανέκαμψε ποτέ. Υποφέροντας από κίρρωση του ήπατος ο βιρτουόζος Βραζιλιάνος απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 1983 σε ηλικία 49 ετών.

Στο Μαρακανά, τα αποδυτήρια της γηπεδούχου ομάδας είναι γνωστά ως «Γκαρίντσα». Στην πρωτεύουσα Μπραζίλια, το Εθνικό στάδιο της Μπραζίλια πήρε το όνομά του από τον ίδιο. Πιστώνεται ως ο πρώτος που, λόγω των ενεργειών στον αγωνιστικό χώρο, τα επιφωνήματα «Olé» των ταυρομαχιών χρησιμοποιήθηκαν σε αγώνες ποδοσφαίρου!

Η προτομή του βρίσκεται στο στάδιο Μαρακανά και το όνομά του έχει δοθεί στο Εθνικό στάδιο «Mane Garrincha» της Μπραζίλια. Ο Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εντουάρντο Γκαλεάνο είχε πει για τον Γκαρίντσα: «Στην ιστορία του ποδοσφαίρου κανείς δεν έκανε περισσότερο κόσμο ευτυχισμένο». Δυο σκηνές και ένα τραγούδι μιλούν για το τέλος της σύντομης ζωής του Μανέ Γκαρίντσα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πρόζα. Στην πρώτη, από την παρέλαση του Καρναβαλιού του Ρίο το 1980. Ο Γκαρίντσα με την χρυσοκίτρινη στολή της Εθνικής Βραζιλίας, πάνω σε ένα άρμα, φαίνεται να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και τι κάνει. Την ίδια στιγμή ο Πελέ, κοστουμαρισμένος στα λευκά, παρακολουθεί από την εξέδρα των VIP. Η δεύτερη, από την κηδεία του. Ο Γκαρίντσα πεθαίνει στα 49 του, από κίρρωση του ήπατος, μετά από πολυήμερη κατάδυση στο αλκοόλ, την τελευταία μετά από επανειλημμένες προσπάθειες αποτοξίνωσης. Χιλιάδες κόσμος, κρεμασμένος στις γέφυρες και τα μπαλκόνια, τον συνοδεύει στη διαδρομή, από το Μαρακανά έως το Πάου Γκράντε, τη γειτονιά που μεγάλωσε κι από την οποία δεν έφυγε ουσιαστικά ποτέ.

Στην ταφόπλακά του είναι χαραγμένη η επιγραφή «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα». Σ’ έναν τοίχο εκεί κοντά κάποιος έχει γράψει με σπρέι: «Σ’ ευχαριστούμε Γκαρίντσα που έζησες».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα