Γκουστάβο Πογιέτ: Με συνταγή Ρεχάγκελ-Σάντος στην Εθνική για προκρίσεις

Η ΕΠΟ είχε την οικονομική θηλιά τού Κλάτενμπεργκ και πήρε το ρίσκο με προπονητή που στηρίζεται στην αμυντική λειτουργία. Ο Ουρουγουανός. που μετά την ΑΕΚ βολοδέρνει σε τρεις ηπείρους, έχει μπροστά του μια μεγάλη προσωπική πρόκληση με λατινοαμερικάνικο ταπεραμέντο και σαξονική λογική

Του Νίκου Συνοδινού

 

Το ρίσκο της ΕΠΟ να προσλάβει τον Ουρουγουανό προπονητή Γκουστάβο Πογιέτ αποτελεί ένα στοίχημα που για πολλούς είναι χαμένο εκ των προτέρων. Ένας τεχνικός ηγέτης δίχως ιδιαίτερα παράσημα, λογικά δεν μπορεί να γίνει νέος Ρεχάγκελ ή Σάντος. Η Ομοσπονδία ωστόσο έπρεπε να κινηθεί σε στενά οικονομικά πλαίσια που δεν ξεπερνούν τις 650.000 ευρώ σ’ ετήσια βάση. Όταν υπάρχει το βαρίδι τής ΚΕΔ και τα χρήματα διοχετεύονται στον κάθε Κλάτενμπεργκ και τους συνεργάτες του, τα περιθώρια είναι στενά. Σε αυτές τις ιδιαίτερες για το ελληνικό ποδόσφαιρο συνθήκες, έγινε η επιλογή του προπονητή της Εθνικής και μάλιστα δίχως να εξεταστεί η περίπτωση κάποιου Έλληνα, αν και για πολλούς υπάρχουν ικανότεροι προπονητές του Πογιέτ εντός των τειχών.

Η ΕΠΟ, λοιπόν, ρισκάρει. Όμως δεν είναι χαμένη από… χέρι, καθώς ο Ουρουγουανός έχει και τα καλά του. Σίγουρα είναι καλύτερη περίπτωση απ’ τον προκάτοχό του Ολλανδό Τζον Φαν’τ Σιπ, που δεν προσαρμόστηκε ποτέ στα ελληνικά δεδομένα κι ευτυχώς πήρε το καπελάκι του κι έφυγε, δίχως να οδηγήσει τη «γαλανόλευκη» σε κάποια πρόκριση.

Ο Γκουστάβο Πογιέτ είναι γνώστης της ελληνικής νοοτροπίας. Ο Ουρουγουανός προπονητής ανακοινώθηκε από την «Ένωση» στις 29 Οκτωβρίου του 2015 και παρέμεινε μέχρι τις 19 Απριλίου του 2016, όταν και ανακοινώθηκε η απομάκρυνσή του από τον πάγκο της ΑΕΚ, λίγες ώρες πριν τον ημιτελικό του  Κυπέλλου με τον Ατρόμητο.

Ο λόγος της απομάκρυνσής του από την ΑΕΚ αποτέλεσε το γεγονός ότι ανακοίνωσε στους  ποδοσφαιριστές της ομάδας πως σκοπεύει να αποχωρήσει μετά το τέλος των πλέι οφ τής Super League, ενώ παράλληλα δημοσιοποίησε την απόφασή του μέσω δημόσιας τοποθέτησης. Κινήσεις που έκαναν την «κιτρινόμαυρη» διοίκηση να επισπεύσει το «διαζύγιο» μεταξύ των δυο πλευρών.

Πρόκειται για έναν Λατινοαμερικάνο, αλλά με σαξονική λογική τόσο στις προπονήσεις όσο και στην αντιμετώπιση προς τον Τύπο. Ομιλητικός υπέρ το δέον, δέχθηκε κριτική για το ότι έπαιζε αμυντικά, κάτι που είναι ίδιον της Εθνικής ομάδας, αλλά σχεδόν αντίθετο από την προσέγγιση του Τζον Φαν’ τ Σιπ. Η καλύτερη επίθεση είναι τελικά η άμυνα. Μόνο με αυτήν τη συνταγή το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα είναι εφικτό να φθάσει σε προκρίσεις.

Η αγγλική κουλτούρα προέκυψε στο Λονδίνο, είτε με τη φανέλα της Τσέλσι είτε με εκείνη της Τότεναμ, την οποία φόρεσε από το 2001.

Πλην των αγγλικών ομάδων και της ΑΕΚ, έχει δουλέψει ως προπονητής σε Σάντερλαντ (όπου ακόμη τον νοσταλγούν, αφού το 2014 οδήγησε την ομάδα στον τελικό τού League Cup και στην παραμονή στην κατηγορία, κάτι που περιέγραψε ως θαύμα, μια και η ομάδα του αγγλικού Βορρά είχε μόλις 7 ήττες σε 31 παιχνίδια) από το 2013 έως το 2015, την ισπανική Ρεάλ Μπέτις το 2016, την κινεζική Σαγκάη Σχενούα τη σεζόν 2016-17, τη γαλλική Μπορντό το 2018, και την Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα στη Χιλή το 2021. Όλες, πλην της Σχενούα, από την οποία έφυγε οργίλος, τον απέλυσαν, κυρίως λόγω της κόντρας με τη διοίκηση.

Ο 54χρονος τεχνικός είναι αυτός που καλείται να οδηγήσει μετά από δέκα χρόνια το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σε μία μεγάλη διοργάνωση, με το Euro του 2024 να είναι η πρώτη στόχευση.

Ο Ουρουγουανός στην Ελλάδα καλείται να ξεπεράσει τις τελευταίες επαγγελματικές του κακουχίες και να φθάσει ξανά σ’ επιτυχίες. Εξάλλου στο παρελθόν κατάφερε να πάρει ανόδους, να αναδειχθεί προπονητής της χρονιάς στη League One και να γνωρίσει την απόλυτη αποθέωση στο πιο απαιτητικό πρωτάθλημα του κόσμου, την Premier League.

Η προπονητική του καριέρα ξεκινά από τον πάγκο τής Λιντς ως βοηθός το μακρινό 2007 και μόλις 1,5 χρόνο μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση ως παίκτης της Τότεναμ. Η συνέχεια τον βρίσκει στο πλάι τού Χουάντε Ράμος και πάλι ως βοηθό, επιστρέφοντας στους «Σπερς», με την οποία κατακτούν μαζί το Λιγκ Καπ τού 2008. Λίγους μήνες αργότερα όμως αμφότεροι αποχώρησαν από την Τότεναμ, με τον Γκους να ψάχνει πλέον τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.

Η πρώτη του δουλειά ως πρώτος προπονητής ήταν στην Μπράιτον. Εκεί θα κάνει τα πρώτα του βήματα και το 2011 θα κατορθώσει να ανεβάσει στην Championship τους «Γλάρους», κάνοντας την πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα στις 23 Μαΐου 2011, ο Πογιέτ ψηφίστηκε προπονητής της χρονιάς στη League One για τα επιτεύγματά του.

Η άνοδος του έφερε ένα νέο βελτιωμένο συμβόλαιο πενταετούς διάρκειας, που όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει, αφού τον Ιούνιο του 2013, η διοίκηση της ομάδας αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει, αν και η Μπράιτον τερμάτισε στην τέταρτη θέση του πρωταθλήματος.

Στις 8 Οκτωβρίου τού 2013, η Σάντερλαντ τον κάνει τον πρώτο Ουρουγουανό που αναλαμβάνει ομάδα της Premier League. Στην πρώτη του σεζόν, πήγε τη Σάντερλαντ στον τελικό τού Λιγκ Καπ, μετά από μια νίκη στα πέναλτι επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στα ημιτελικά του θεσμού, ενώ σόκαρε το «Νησί» όταν υποχρέωσε τον Ζοζέ Μουρίνιο στην πρώτη του εντός έδρας ήττα στην καριέρα του ως προπονητής τής Τσέλσι.

Οι χρονιές του ήταν δύσκολες, όμως κατάφερνε να κρατά την ομάδα του στην πρώτη κατηγορία. Την πρώτη του σεζόν τερμάτισε στη 14η θέση σώζοντας την κατηγορία, διαγράφοντας εξαιρετική πορεία από τα μέσα της σεζόν και μετά.

Στη δεύτερή του σεζόν όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου καλά για τον ίδιο και την ομάδα του. Ο Ουρουγουανός απολύθηκε τον Μάρτιο του 2015 μετά από 75 παιχνίδια στον πάγκο της ομάδας, αφήνοντας την ομάδα του στη 17η θέση του πρωταθλήματος, έναν βαθμό πάνω από τις θέσεις του υποβιβασμού.

Ο Πογιέτ δέχθηκε την πρόταση της ΑΕΚ και τον Οκτώβριο του 2015 ήρθε στην Ελλάδα. Το διάστημα που έμεινε στη χώρα μας, έδειξε κάποια καλά δείγματα, τερματίζοντας στην τρίτη θέση τής Super League, με τον Ουρουγουανό να απολύεται αφήνοντας αιχμές για την πολιτική της ομάδας όσον αφορά τις μεταγραφές. Το ντεμπούτο τού Πογιέτ στον πάγκο της ΑΕΚ ήταν ζόρικο, με εκτός έδρας ντέρμπι κόντρα στον Παναθηναϊκό, με τον Ουρουγουανό να κοουτσάρει την ομάδα μετά από μόλις δύο προπονήσεις και να φεύγει με το 0-0 από την έδρα των «πρασίνων». Επί ημερών του Πογιέτ, η «Ένωση» δεν έπαιξε ωραίο ποδόσφαιρο, αλλά ήταν αποτελεσματική.

Χαρακτηρίστηκε από κυνικότητα, ειδικά στα ντέρμπι, καθώς στο ΟΑΚΑ κέρδισε και τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ, όλους με 1-0, με κοινό παρονομαστή τον σκόρερ, Ρόναλντ Βάργκας. Συνολικά, ο Γκουστάβο Πογιέτ βρέθηκε στον πάγκο σε 28 αναμετρήσεις τής ΑΕΚ, έχοντας απολογισμό 18 νίκες, 5 ισοπαλίες και 5 ήττες.

Ο Πογιέτ δεν άργησε να βρει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του, αφού λίγες ημέρες μετά την αποχώρησή του από την «Ένωση» πήγε στην Ισπανία και την Μπέτις, λίγο πριν από το τέλος της σεζόν. Στους «βερδιμπλάνκος» όμως έκατσε μόλις για 11 παιχνίδια στον πάγκο με απολογισμό μόλις τρεις νίκες, με τη διοίκηση να αποφασίζει να του λύσει το συμβόλαιο.

Η Κίνα ήταν ο επόμενος σταθμός, με τη Σανγκάι Σένχουα να κάνει αρκετά μεγάλο άνοιγμα, έχοντας στις τάξεις της τον Ντεμπά Μπα, τον Ομπάφεμι Μάρτινς αλλά και τον Κάρλος Τέβες. Μόλις δέκα νίκες σε 29 παιχνίδια, με τον Ουρουγουανό να αποχωρεί ξανά πριν κλείσει χρόνο.

Μετακόμισε στη Γαλλία και στην Μπορντό, με το ξεκίνημά του στη Ligue 1 να κάνει θόρυβο με οκτώ νίκες σε δέκα παιχνίδια. Η σχέση του όμως με το κλαμπ ήρθε σε ρήξη, όταν μετά από μία ήττα και σε ανύποπτη στιγμή απείλησε πως θα παραιτηθεί, με τη διοίκηση των Γιρονδίνων να του ανακοινώνει λίγες ημέρες μετά την απόλυσή του.

Τρία χρόνια χωρίς ομάδα και μακριά από τους πάγκους για τον 54χρονο πλέον Γκουστάβο Πογιέτ, αποφάσισε να πάει στη Χιλή για να αναλάβει την Κατόλικα. Και πάλι όμως δεν κατάφερε να μείνει παραπάνω από έναν χρόνο, αφού έξι μήνες αφότου ανέλαβε την ομάδα απολύθηκε λόγω άσχημων αποτελεσμάτων – πριν φύγει όμως κατέκτησε το Σούπερ Καπ της χώρας.

Ο Ουρουγουανός έχει μάθει να προσπαθεί και να μην τα παρατά, ακόμη και αν χρειαστεί να πάει κόντρα στο κύμα.

Ο έβδομος προπονητής τής μετά Σάντος εποχής, ο Γκουστάβο «Γκας» Πογιέτ καλείται πάντως να πετύχει εκεί που οι Ρανιέρι, Τσάνας, Μαρκαριάν, Σκίμπε, Αναστασιάδης, Φαν’ τ Σιπ απέτυχαν, παλεύοντας για την ομάδα αλλά και για τον εαυτό του. Γιατί μετά το πέρασμά του από την ΑΕΚ βολοδέρνει αλλάζοντας τέσσερις ομάδες και τρεις ηπείρους.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα