Η απάντηση Χατζηδάκη στους 11 βουλευτές της ΝΔ -Τα μειώσαμε από 40% σε 7,5%
Απάντηση στους11 βουλευτές της ΝΔ που έκαναν ερώτηση στη Βουλή για τα «κόκκινα δάνεια», δίνει το υπ. Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - 'Οχι σε λογικές νόμου Κατσέλη
Υπενθυμίζεται ότι έντεκα βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς» κατέθεσαν ερώτηση στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Κωστή Χατζηδάκη, για το «καυτό θέμα» των κόκκινων δανείων και των ανυπεράσπιστων δανειοληπτών. Την ερώτηση υπογράφουν βουλευτές που δεν διατηρούν και τις καλύτερες των σχέσεων με το Μαξίμου, οι εξής: Φωτεινή Αραμπατζή, Γιώργος Βλάχος, Βασίλης Γιόγιακας, Θανάσης Δαβάκης, Νικήτας Κακλαμάνης, Άννα Καραμανλή, Θεόδωρος Καράογλου, Χρήστος Μπουκώρος, Μάριος Σαλμάς, Ευριπίδης Στυλιανίδης, Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Ο κ. Χατζηδάκης σε ήπιους τόνους, απαντά αρχικά στους έντεκα «γαλάζιους» βουλευτές, ότι «το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με προσοχή εξετάζει κάθε ερώτημα, πρόταση και διαμαρτυρία σε σχέση με την οικονομική πολιτική. Ο δημοκρατικός διάλογος και πολύ περισσότερο, η κοινοβουλευτική διαδικασία, είναι ιδιαίτερης αξίας και μπορούν να διευκρινίσουν και να βελτιώσουν και πολιτικές».
Επί της ουσίας της ερώτησης, αναφέρει ότι «η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέλαβε το 2019 μια άνευ προηγουμένου κατάσταση -όχι μόνο για τα εθνικά, αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια ως αποτέλεσμα της δεκαετούς κρίσης που προηγήθηκε». Τονίζει ότι έθεσε αμέσως το ζήτημα σε προτεραιότητα και υπενθυμίζει σειρά πρωτοβουλιών για το θέμα, χάρη στις οποίες το ποσοστό των κόκκινων δανείων στις τράπεζες που ξεπερνούσε το 40% το 2019, περιορίστηκε σε 7,5% το 2024.
Σύμφωνα με τα στοιχεία Χατζηδάκη «το 2019, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 92,2 δις ευρώ, ενώ το 2024 στο α’ τρίμηνο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς Τράπεζες και Servicers έχουν μειωθεί σε 70,4 δις ευρώ. Το 2019 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν περίπου στο 50% του συνολικού ύψους των δανείων της οικονομίας, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει σημαντικά, στο 32%. Η βελτίωση αυτή είναι πολύ σημαντική και αναγνωρίζεται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με την οικονομία».
Παράλληλα, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, υποστηρίζει ότι μετά τις εκλογές του 2023, η Κυβέρνηση, με τη στήριξη της Βουλής, «ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το σχετικό οπλοστάσιό της με διάφορες επιπλέον πρωτοβουλίες μεταξύ των οποίων ήταν οι νέες υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στους servicers και η ενίσχυση του εξωδικαστικού μηχανισμού -όπου διευρύνθηκε η περίμετρός του, κατέστη κατ’ ουσίαν υποχρεωτικός για όλους προς όφελος των ευάλωτων συμπολιτών μας, καθώς επίσης υποχρεωτικός και ευνοϊκότερος για τα άτομα με αναπηρία)» με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού να «κινούνται πλέον σε επίπεδα ιστορικού υψηλού».
Μάλιστα παραθέτει και στοιχεία:
Τον Αύγουστο του 2024 συνολικά καταγράφονται πλέον, 22.214 επιτυχείς ρυθμίσεις για αρχικές οφειλές ύψους 7,52 δισ. ευρώ, ενώ σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023, έχει καταγραφεί αύξηση των ρυθμίσεων κατά +50,36%.
Ενώ το 2019, «οι αντίστοιχες ρυθμίσεις το εξωδικαστικού μηχανισμού κυμαίνονταν σε απογοητευτικά επίπεδα των μόλις 2.200 ρυθμίσεων, συνολικά».
Σε σχέση με τα επιμέρους ερωτήματα της κοινοβουλευτικής Ερώτησης των 11, ο κ. Χατζηδάκης παραπέμπει στην λεπτομερή απάντηση της αρμόδιας Γενικής Γραμματείας (διαβάστε ΕΔΩ). Σημειώνει εξάλλου ότι διάφορες από τις προτάσεις της Ερώτησης ήδη εφαρμόζονται (όπως π.χ. η δημοσίευση στατιστικών στοιχείων, η προδικασία πριν την επιβολή κατάσχεσης, η υποχρεωτική λειτουργία πλατφόρμας προσωποποιημένης ενημέρωσης για τους δανειολήπτες).
Ο κ. Χατζηδάκης απορρίπτει προτάσεις «που έχουν ως πυρήνα την επιστροφή σε βασικές αρχές του λεγόμενου «Νόμου Κατσέλη» (όπως π.χ. ο μη αντικειμενικός προσδιορισμός του χρήζοντος προστασίας δανειολήπτη και οι καθυστερήσεις στη συζήτηση της υπόθεσης από τα δικαστήρια)» με το επιχείρημα ότι «θα παραγνώριζαν ή θα επανέφεραν τις στρεβλώσεις που η πείρα απέδειξε πως ορισμένες από αυτές τις ρυθμίσεις, προκάλεσαν σε όλο το σύστημα. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, θα έβλαπταν τους δανειολήπτες, διότι θα τους επιβάρυναν με περισσότερους τόκους».