«Η Δημοκρατία δεν θα πεθάνει στην Ελλάδα χάρη στην ψήφο των πολιτών»

Στην Ελλάδα και στις εκλογές της 7ης Ιουλίου επικεντρώθηκε η Washington Post, όπου αν΄έλυσε ακόμα την οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και τις καταστροφικές συνέπειες για την χώρα μας καθώς και την άνοδο των ακραίων λαϊκιστών φέρνοντας ώς παράδειγμα τονΑλέξη Τσίπρα.

Η ευρωπαϊκή δημοκρατία γεννήθηκε στην Ελλάδα και χάρη στους Έλληνες ψηφοφόρους της 7ης Ιουλίου δεν θα πεθάνει εκεί, επισημαίνει το editorial της Washington Post, τονίζοντας πως την περασμένη Κυριακή οι Έλληνες πολίτες πήγαν στις κάλπες ψύχραιμα, και υπερψήφισαν με αποφασιστικότητα τη Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν μια ομαλή πολιτική προσγείωση για την Ελλάδα, στέλνοντας ελπιδοφόρο μήνυμα για την ανθεκτικότητα του ελληνικού, αλλά και ευρωπαϊκού, δημοκρατικού πολιτισμού.

Το άρθρο αναφέρει πως κάποιοι πίστευαν ότι η δημοκρατία πέθανε στη χώρα όπου γεννήθηκε πριν από μια δεκαετία, όταν στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης, η Ελλάδα όδευε στη χρεοκοπία, με εν δυνάμει ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, μα και για όλη την Ευρωζώνη. Καθώς βυθιζόταν στην κατάθλιψη και στο χάος, η χώρα έμοιαζε έτοιμη να «παραδοθεί» στους ακραίους λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, όπως και έγινε το 2015 με τον Αλέξη Τσίπρα να καταλαμβάνει την πρωθυπουργία, δίνοντας υποσχέσεις ότι «θα αψηφήσει τις υποχρεώσεις της χώρας προς τους διεθνείς δανειστές» και πως «θα φέρει ριζοσπαστικές αλλαγές».

Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει πως ο κ. Τσίπρας «σταδιακά εγκατέλειψε τις ακραίες πολιτικές του θέσεις υπέρ της μόνης ρεαλιστικής επιλογής: να αποδεχθεί το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας» το οποίο απαιτούσε αυστηρά μέτρα ελέγχου του χρέους και παρατεταμένη ύφεση, ωστόσο επέτρεπε στη χώρα να παραμείνει στη ζώνη του Ευρώ.

«Σήμερα», τονίζει η Washington Post, η οικονομία της Ελλάδας είναι 24% μικρότερη από ό,τι το 2007, αλλά τουλάχιστον έχει ξαναμπεί σε τροχιά ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας, αν και μετριοπαθώς».

Η Washington Post τονίζει πως ο κ. Τσίπρας πέτυχε το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής λιτότητας μέσω φορολογικών αυξήσεων.

«Αν είχε πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να καταστήσει την Ελλάδα πιο αποτελεσματική και φιλική προς τις επενδύσεις, η ανάπτυξη θα μπορούσε να ήταν ταχύτερη και το ελληνικό εκλογικό σώμα πιο ευτυχισμένο με τις επιδόσεις του».

Ωστόσο, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, «το πολιτικό του ακροατήριο και η ιδεολογία του κ. Τσίπρα απέκλεισαν μια τέτοια προσέγγιση και έχασε από τον κ. Μητσοτάκη», ο οποίος υποσχέθηκε να μειώσει τους φόρους, να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να ξεπεράσει το εμπόδιο της ελληνικής γραφειοκρατίας».

Ο κ. Μητσοτάκης έχει λόγους να είναι σκεπτικός ως προς τις υποσχέσεις του, που τις έχουν επαναλάβει και άλλοι πριν αυτόν, συμπληρώνει το editorial της Washington Post. Οι δομικές παθογένειες της Ελλάδας μπορεί να είναι πέρα ​​από τη δύναμη οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή «για να θεραπευθούν».

Και η Washington Post υπογραμμίζει: «Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να ενεργήσει άμεσα και με ειλικρίνεια», προκειμένου η Ελλάδα να καταστήσει το το χρέος της βιώσιμο. «Εάν πραγματοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, τότε η υπόλοιπη Ευρώπη, υπό την “ηγεσία” της Γερμανίας, θα πρέπει να είναι πρόθυμη να χαλαρώσει τις αυστηρές δημοσιονομικές συνθήκες που εξακολουθούν να περιορίζουν την κυβέρνηση της Αθήνας, ιδίως το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού», προσθέτει το editorial.

«Οι υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη για φορολογικές ελαφρύνσεις και μεγαλύτερες δαπάνες σε υποδομές είναι εφικτές» τονίζει το δημοσίευμα για αν καταλήξει: «Η παροχή του δημοσιονομικού χώρου για την εκπλήρωση τους θα έδειχνε στους Έλληνες και σε όλους τους Ευρωπαίους ότι η ορθολογική πολιτική επιβραβεύεται, ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα