Η γρατζουνιά των υποκλοπών δεν έχει γίνει πληγή

Που ποντάρει το Μαξίμου στον δρόμο προς τις εκλογές, τι προσπαθεί αν επιτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και ποίοι κίνδυνοι ελλοχεύουν για την κυβέρνηση

Με βάση τις δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες το θέμα των υποκλοπών είναι το 4ο, ή 5ο στην λίστα για το πόσο σοβαρό το θεωρούν οι ψηφοφόροι και με τι κριτήριο θα λάβουν τις αποφάσεις τους για το ποιο κόμμα θα ψηφίσουν στις ερχόμενες εκλογές.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Αυτά τα ευρήματα φαίνεται ότι ικανοποιούν το Μαξίμου. Ή τουλάχιστον αυτό διαρρέουν συνεργάτες του πρωθυπουργού. Όμως υπάρχουν και κάποια «αν» τα οποία κι έχουν μπει στο μικροσκόπιο των αναλυτών των δημοσκοπήσεων στο πρωθυπουργικό μέγαρο. Ποια είναι αυτά τα λεγόμενα ψιλά γράμματα των δημοσκοπήσεων; Ότι ναι μεν το θέμα των υποκλοπών δεν είναι πρωτεύουν ζήτημα, όμως μπορεί να λειτουργήσει ως συνέχεια της ακρίβειας. Δηλαδή ότι ένας ψηφοφόρος έχει λάβει απόφαση να μην ψηφίσει το κυβερνών κόμμα λόγω της ακρίβειας. Με το θέμα των υποκλοπών, με το οποίο δεν συμφωνεί, νιώθει πιο άνετος στην τελική επιλογή του.

Αυτός είναι κι ο λόγος που το Μαξίμου επιχειρεί να κάνει διαχείριση κόστους και στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι επιχειρούν να χαράξουν διαχωριστική γραμμή απέναντι στον ορυμαγδό αποκαλύψεων, μέσα από την επιμονή ότι «δεν υπάρχει τεκμηρίωση». Από την άλλη, προσπαθούν να μεταφέρουν το βάρος σε μια αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου, που θα δίνει διαβεβαιώσεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί. Απλώς, φαίνεται ότι έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι το κόστος είναι δεδομένο, όμως δεν είναι από μόνο του τόσο μεγάλο, ώστε να χρειάζονται πρωτοβουλίες που να προσπαθούν να δείξουν πραγματική αναμέτρηση με το πρόβλημα.

Απλά ο στόχος του Μαξίμου είναι να σπάσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των άλλων ζητημάτων με τις υποκλοπές. Δηλαδή οι πολίτες να λάβουν τις αποφάσεις δίχως να συνδέουν την ακρίβεια με θέματα θεσμών, ή με τα εθνικά. Γι’ αυτό και τις τελευταίες ημέρες όλα τα κυβερνητικά στελέχη ακολουθούν την γραμμή του πρωθυπουργού αν αναδεικνύει την αναπτυξιακή δυναμική της κυβέρνησης. Επίσης αυτό που φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει να φοβηθεί από διαρροές προς τα δεξιά, καθώς ο Κυριάκος Βελόπουλος και η Ελληνική Λύση δεν αποτελεί πρόβλημα. Μάλλον καλό κάνει, καθώς συγκρατεί ακροδεξιούς ψήφους που μπορεί να κατευθύνονταν στο κόμμα Κασιδιάρη.

Τουναντίον ζητήματα φαίνεται να υπάρχουν στον λεγόμενο κεντρώο χώρο. Ναι μεν ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να έχει ξεκάθαρο προβάδισμα, όμως στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, εκτιμούν πως είναι πολύ σοβαρό ζήτημα οι υποκλοπές, ακολουθώντας την ρητορεία του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έχει ταχθεί κατά του Μαξίμου. Ο κ. Βενιζέλος μάλιστα επιμένει στο ζήτημα των υποκλοπών και με αρθογραφία του ασκεί κριτική στο νέο νομοσχέδιο ζητώντας αναβάθμιση του ρόλου της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Το καλό βέβαια είναι ότι ο κεντρώος χώρος, ναι μεν είναι απέναντι στην υπόθεση των υποκλοπών, αλλά δεν πείθεται για τις προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα. Και αυτό είναι που θέλει να εκμεταλλευτεί το Μαξίμου για να μην χάσει μία προνομιακή ομάδα που έκανε την διαφορά στις τελευταίες εθνικές εκλογές εξασφαλίζοντας την αυτοδυναμία στη Νέα Δημοκρατία.

Στο θέμα των υποκλοπών φαίνεται ότι παίζει τα ρέστα του ο Αλέξης Τσίπρας. Και το λέμε αυτό, καθώς παρά την ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά οι ψηφοφόροι δείχνουν να του έχουν γυρίσουν την πλάτη. Εξάλλου για να λέμε και του στραβού το δίκιο οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία, μάλλον δεν ικανοποιούν κανένα, ακόμη και αυτούς που πιέζονται περισσότερο από την ακρίβεια.

Τα ρίσκα

Απλά η τακτική της διαχείρισης κόστους, ενέχει ρίσκο κι ελλοχεύει κινδύνους. Ο πρώτος είναι να υποτιμηθεί το ότι προς ώρας οι υποκλοπές είναι χαμηλά στα ενδιαφέροντα των πολιτών στις δημοσκοπήσεις. Και φυσικά να μην αξιολογηθεί σωστά η συμπεριφορά των ψηφοφόρων όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές. Κι αυτό διότι παρά την ακρίβεια η κυβέρνηση ποντάρει τα ρέστα της στα θέματα οικονομίας κι ελπίζει με τον αποπληθωρισμό του τελευταίου διμήνου του έτους θα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να προχωρήσει σε νέα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών. «Πατάει» πάνω στην οικονομία αλλά οικοδομείται και πάνω σε μια σχέση εμπιστοσύνης.

Οι υποκλοπές, όμως, υπονομεύουν αυτή την όποια αίσθηση εμπιστοσύνης και ακόμη και σε εποχές που στην κοινωνία κυριαρχεί μια κυνική αίσθηση ότι «όλοι παρακολουθούν όλους», η έμπρακτη απόδειξη ότι αυτό συμβαίνει μπορεί να οδηγήσουν σε πραγματική κρίση νομιμοποίησης. Ίσως, όχι καθολική, αλλά αρκετά μεγάλη για να επηρεάσει πολιτικούς συσχετισμούς.

Το βασικό αφήγημα της κυβέρνησης-πριν σκάσει το θέμα με τη νόμιμη επισύνδεση του Νίκου Ανδρουλάκη, η οποία όπως παραδέχθηκε ο πρωθυπουργός ήταν μεγάλη αστοχία- ήταν η σταθερότητα στο οικονομικό κλίμα, παρά την ακρίβεια. Όλοι στο Μαξίμου πόνταραν στο ότι οι πολίτες θα έκαναν τις συγκρίσεις με την περίοδο Τσίπρα και αυτό θα έδινε τεράστιο προβάδισμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όμως οι υποκλοπές έχουν θολώσει την εικόνα και σίγουρα δεν επιτρέπουν στην κυβέρνηση να είναι ανέμελη και σίγουρη ότι θα επιτύχει άλλη μία εύκολη νίκη, όπως έγινε στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Οι υποκλοπές λειτουργούν σε ένα κομμάτι της κοινωνίας να ξανασκεφτεί το αφήγημα της ασφαλούς και σταθερής διακυβέρνησης.

Υπάρχει εναλλακτική;

Την ίδια ώρα η αντιπολίτευση που δείχνει να υπολείπεται σε όλους τους τομείς έχει μία ευκαιρία να ακουστεί. Με το θόρυβο που κάνει στο θέμα των υποκλοπών ποντάρει στο ότι οι ψηφοφόροι θα την ακούσουν. Προς ώρας δεν έχει δώσει την αίσθηση ότι έχει μια επεξεργασμένη εναλλακτική στρατηγική πρόταση για την οικονομία και την καθημερινότητα. Τόσο καιρό ακούγαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έτοιμο σχέδιο διακυβέρνησης, αλλά αυτό που αποδεικνύεται προς ώρας είναι ότι κυρίως επένδυσε σε μια στρατηγική του «ώριμου φρούτου». Κάτι που δεν τον έχει κάνει αξιόπιστο αντίπαλο. Ακόμη και εάν τελικά στήσει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα δεν έχει πλέον την πολυτέλεια του χρόνου να το μάθουν όλοι οι πολίτες, ακόμη και αυτοί που είναι δύσπιστοι και προκατειλημμένοι ακούγοντας το όνομα Αλέξης Τσίπρας.

Κάτι ανάλογο ισχύει και με το ΠΑΣΟΚ και το Νίκο Ανδρουλάκη. Ακούμε επί μακρώ για μία νέα σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πρόταση, αλλά ακόμη το κυβερνητικό πρόγραμμα που ετοίμασε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης δεν έχει πάει σε κάθε σπίτι. Η κοινωνία γνωρίζει μέσες-ακρες από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και αυτό σίγουρα μειώνει τις πιθανότητες να μετατραπεί ο Νίκος Ανδρουλάκης από αρχηγός του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη  κόμματος σε ένα ισότιμο παίκτη της κεντρικής πολιτικής σκηνής.

Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η τωρινή πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας σε τίποτα δεν ομοιάζει με τον παλιό δικομματισμό. Όταν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ έδιναν σκληρή μάχη και οι δύο μαζί ξεπερνούσαν το 80%. Το 1990 η Ν.Δ κέρδισε τις εκλογές σε ένα ακραία πολωτικό κλίμα με 46,89% με το ΠΑΣΟΚ να αγγίζει το 40%. Τρία χρόνια αργότερα το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία μετά και την περιπέτεια Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο λαμβάνοντας 46,88% με τη Ν.Δ. να κινείται στο 39,30%. Το 2000 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με 43,79%, ενώ η Ν.Δ. πήρε 42,79%. Το 2004 η Ν.Δ. με Καραμανλή αρχηγό έλαβε 45% και το ΠΑΣΟΚ με τον Γιώργο Παπανδρέου στο τιμόνι έλαβε 40%. Όπως γίνεται αντιληπτό ο σημερινός δικομματισμός δεν έχει τις τότε αντοχές. Έτσι είναι λάθος εάν μεταφράζουν κάποιοι την πολιτική κυριαρχία ως πολιτική ηγεμονία.

Η μάχη της οικονομίας

Εδώ και κάποιες εβδομάδες ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί να σύρει στην Βουλή τον Κυριάκο Μητσοτάκη καταθέτοντας ερωτήσεις για τις υποκλοπές. Η απάντηση του Μαξίμου είναι ότι ο πρωθυπουργός θα λάβει ενεργό μέρος όταν συζητηθεί και ψηφιστεί ο νόμος για την προστασία των τηλεφωνικών επικοινωνιών, όπου μεταξύ άλλων απαγορεύεται και η πώληση κακόβουλων λογισμικών, όπως είναι το Pretador.

Στο Μαξίμου, πάντως σχεδιάζουν ως μητέρα των μαχών την ψήφιση του προϋπολογισμού το τετραήμερο 13-17 Δεκεμβρίου. Οι αντεγκλήσεις μεταξύ των  πολιτικών κομμάτων θα έχουν την τιμητική τους, και τότε η κυβέρνηση αναμένεται να ανοίξει τα χαρτιά της αναφορικά με το μείγμα και το είδος των μέτρων για τη στήριξη των νοικοκυριών. Ήδη το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο έχουν βάλει στην «άκρη» το ποσό του 1 δισ. ευρώ, το οποίο αποτελεί εφεδρεία για την παροχή νέων μέτρων στήριξης. Το οικονομικό επιτελείο έχει κατεύθυνση να μοιράσει τα όποια φετινά περιθώρια, τα οποία φαίνεται να δημιουργεί η μεγαλύτερη ανάπτυξη για το 2022 και τα αυξημένα ( λόγω πληθωρισμού και τουρισμού) κρατικά έσοδα κατά 5 δισ. ευρώ.

Κυβερνητικά στελέχη αφήνουν ανοιχτό ενδεχόμενο για νέες κινήσεις στήριξης έως το τέλος έτους. Όπως επίσης και για το πρώτο καυτό προεκλογικά τρίμηνο του 2023. Όλα αυτά, υπό το φόβο να ελληνικά νοικοκυριά, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και δανειολήπτες να χτυπήσουν κόκκινο, ως προς την αποπληρωμή των υποχρεώσεων και των λογαριασμών.

Στο μυαλό του κυβερνητικού και οικονομικού επιτελείου κυριαρχεί η συγκράτηση των τιμών στην αγορά. Ο πληθωρισμός σε σχέση με πέρσι έχει κάνει άλμα 10%, όπου τα βασικά προϊόντα έχουν αυξηθεί 14%, ενώ κάποια καταγράφουν ανατιμήσεις άνω του 25% (πχ ψωμί, γάλα κλπ). Μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στο φυσικό αέριο κατά 68%, στο πετρέλαιο θέρμανσης 20,8%,  ενώ ο ηλεκτρισμός αυξήθηκε μόλις κατά 7,4% σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021.  Τα πυροσβεστικά μέτρα έναντι της κυρίως της ακρίβειας – η οποία πλήττει κυρίως, τα μεσαία και ευάλωτα κοινωνικά στρώματα- είναι πάντα στο τραπέζι της κυβέρνησης, η οποία, όμως, ζυγίζει τα περιθώρια ελέω των προσεχών ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα