Η κρίση σε Γερμανία – Γαλλία και οι πόλεμοι ξεγύμνωσαν την Ευρώπη
Ο κλιμακούμενος πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν οδηγήσει το οικοδόμημα στα όριά του - Η πτώση της γερμανικής κυβέρνησης και η κατάρρευση της οικονομίας της, πρόκειται να ακολουθηθούν από μία ακόμα πολιτική κρίση στη Γαλλία - Η ανάγκη να σταθεί η Ένωση στα πόδια της μοιάζει μεγαλύτερη από ποτέ
Η αρνητική για την Ευρώπη και το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτείων, ήρθε στη χειρότερη δυνατή συγκυρία για το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνεχής κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και την κατάρρευση των άλλοτε κραταιών πυλώνων της Ένωσης, της Γαλλίας και της Γερμανίας, συνθέτουν μία δυσχερή πραγματικότητα.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, ο οικονομικός μαρασμός ξεκίνησε γύρω στο 2008, όταν οι πολιτικές επιλογές των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγκλώβισαν την Ένωση σε μία στρατηγική μακροχρόνιων και υποτονικών επενδύσεων. Η ανάγκη, όμως, τόσο για την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης, όσο και για την «είσοδο» στη νέα τεχνολογική εποχή, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης, προϋπέθεταν άμεσες, μαζικές και παραγωγικές επενδύσεις. Η επιλογή αυτή, συνδυαστικά με τη δημοσιονομική λιτότητα που είχε επιβληθεί προκειμένου να συγκρατηθεί το χρέος, οδήγησε σε συρρίκνωση των πραγματικών επενδύσεων εντός Ε.Ε. .
Η οικονομική στασιμότητα που προκλήθηκε συνοδεύτηκε από την επιβολή ακραίων – και αναποτελεσματικών όπως φάνηκε – μέτρων λιτότητας προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Προφανώς, η χώρα μας είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της αναποτελεσματικότητας των εν λόγων μέτρων, τα οποία αποτελούν και τη ρίζα των σημερινών ζητημάτων της Ένωσης.
Τι γίνεται σήμερα;
Για να έρθουμε, λοιπόν, στο σήμερα η επικείμενη κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ στη Γαλλία, έπειτα από μία μακρόχρονη περίοδο πολιτικής αστάθειας, αλλά και η πτώση του Όλαφ Σολτς από την καγκελαρία της Γερμανίας, είναι απότοκα της κρίσης που ταλανίζει την Ευρώπη. Παράλληλα, δε, η Ευρώπη βιώνει εδώ και περισσότερες από χίλιες μέρες έναν καταστροφικό πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος έχει «ξεσκεπάσει» όλες τις ανεπάρκειες της Ένωσης, σε επίπεδο άμυνας και γεωπολιτικής δυναμικής, αλλά και σε αντίστοιχο ενεργειακής και οικονομικής ανεξαρτησίας.
Αξίζει μονάχα να υπενθυμιστεί ότι η κάποτε πανίσχυρη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αφού η ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας από το ρωσικό φυσικό αέριο απεδείχθη καταστροφική. Μάλιστα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχασαν και το «τρένο» της ηλεκτροκίνησης, με την πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. και της Κίνας στον τομέα να την οδηγεί σε ιστορικά χαμηλές οικονομικές επιδόσεις.
Την πρωτοκαθεδρία, φυσικά, διαθέτουν οι Κινέζοι και οι Η.Π.Α. και στους τομείς της τεχνολογίας ή της πράσινης ενέργειας, διαθέτοντας τα φθηνότερα και αποδοτικότερα ηλιακά πάνελ, εφόσον η Ευρώπη, όπως προαναφέρθηκε, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τις ανάγκες επενδύσεων. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι αναφορικά με την ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επενδύσει ένα τεράστιο ποσό – γύρω στο 5% του ΑΕΠ της – για την πράσινη μετάβαση, μέσω της έκδοσης ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και την εγγύηση της ΕΚΤ, απερρίφθη από την Γερμανία και την Ολλανδία, δίχως καν να συζητηθεί. Η εκτίμηση είναι ότι θα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων, αφού η εφαρμογή της, πλέον, είναι ανέφικτη.
Κανένα περιθώριο χρόνου
Όλα τα παραπάνω, συνηγορούν ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει άλλα περιθώρια χρόνου. Με πλήρη επίγνωση των σοβαρών στρατηγικών λαθών του παρελθόντος, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. οφείλουν να βρουν τρόπους, όπως η δημιουργία κοινού Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να πλοηγηθούν εντός του νέου περιβάλλοντος. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι, αλλά και εκείνη του Ενρίκο Λέτα, σχετικά με την ανάπτυξη του τεχνολογικού τομέα θα πρέπει να αποτελέσουν τα προσχέδια μίας στρατηγικής, η οποία θα έχει στο επίκεντρό της την πετυχημένη και δίκαιη πράσινη μετάβαση, αλλά και τις πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις στην τεχνολογία.
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία εάν αναλογιστούμε την πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές των Η.Π.Α. από την Ευρώπη, όσο και την απόφασή του να μην σεβαστεί τους όρους του «Green Deal». Ο Αμερικανός Πρόεδρος πρόκειται να επενδύσει στα ορυκτά καύσιμα, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τον αντίκτυπο αυτού στο περιβάλλον, γεγονός που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρασύρει την Ευρώπη να πράξει το ίδιο. Η ανάγκη για απεξάρτηση τόσο από τις εξαγωγές προς τις Η.Π.Α., όσο και από το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο φαντάζει μεγαλύτερη από ποτέ. Η Ευρώπη οφείλει να σταθεί στα πόδια της.
Πάντως, οι πρώτες κινήσεις πολλών Ευρωπαίων ηγετών που επιδιώκουν να αυτοπροβάλλονται ως «μικροί Τραμπ» μόνο αισιοδοξία δεν προκαλούν.