Η πανδημία βλάπτει σοβαρά την (ψυχική και όχι μόνο) υγεία των εργαζομένων

Σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία των εργαζόμενων καταγράφει έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ

Σύμφωνα με τις παλαιότερες προειδοποιήσεις του ελληνικού υπουργείου Υγείας που ήταν τυπωμένες στα πακέτα των τσιγάρων, το κάπνισμα είναι αυτό που βλάπτει σοβαρά την ανθρώπινη υγεία. Ουδέποτε αναιρέθηκε η επικινδυνότητα της κακιάς καπνικής συνήθειας, αλλά στην εποχή μας τη σοβαρή βλάβη (και όχι σπάνια φονική) έχει αναλάβει… εργολαβικά η COVID-19 που πλήττει όχι μόνο τα ζωτικά όργανα του ανθρώπου αλλά κατά πως φαίνεται και την ψυχή του.

 Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης

Όλο και πληθαίνουν τα επιστημονικά πορίσματα για τις εξαιρετικά επιβαρυντικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και για την αύξηση των γυναικοκτονιών στη χώρα μας ή και γενικώς των περιστατικών βίας ενοχοποιείται πλέον ανοιχτά ο πολύμηνος εγκλεισμός εντός των οικιακών τειχών.

Από την ψυχολογική επιβάρυνση που γέννησε η πανδημία δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος ο τομέας της εργασίας. Κι αυτή η ψυχολογική επιβάρυνση δεν αφορά μόνο το προφανές, δηλαδή το άγχος για το μέλλον της εργασίας πρίσμα των αναστολών συμβάσεων και του φάσμα της ανεργία αλλά και με βάση τα σκοτεινά συναισθήματα που έχει ξυπνήσει σε σημαντική μερίδα των εργαζόμενων η επιδημιολογική απειλή.

Αποκαλυπτικά των παραπάνω είναι τα ευρήματα της έρευνας που διενήργησαν από κοινού η EY Ελλάδος, η Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένα ομολογουμένως κρίσιμο διάστημα δεδομένου ότι έρευνα διεξήχθη το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου 2021, όταν δηλαδή άρθηκαν οι περιορισμοί και του δεύτερου καθολικού lockdown που είχε επιβληθεί από την απαρχή της πανδημίας.

>> 70% αισθάνονται εκνευρισμό, 50% μοναξιά και 35% αισθάνονται απαισιοδοξία για το μέλλον,

>> 40% δεν μπορούν να διαχειριστούν το στρες που βιώνουν

>> 35% αισθάνονται μελαγχολία και ότι δεν έχουν όρεξη για τίποτε

Με στόχο τη διερεύνηση της έκτασης των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 στην ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζόμενων στην Ελλάδα, οι ερευνητές απευθύνθηκαν σε δείγμα 1.232 ατόμων που απασχολούνται στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εκ των οποίων το 30% εργάζονταν διά ζώσης, το 35% εξ αποστάσεως και το υπόλοιπο 35% στο πλαίσιο ενός υβριδικού σχήματος εργασίας.

Από τους ερωτηθέντες ζητήθηκαν απαντήσεις επί εννέα «θεματικών» –αν είναι δόκιμος ο όρος– που αφορούσαν 1) το άγχος, 2) τη σωματοποίηση του άγχους, 3) την κατάθλιψη, 4) τον θυμό, 5) τη μοναξιά, 6) την ποιότητα ζωής (wellbeing), 7) την εργασιακή ποιότητα ζωής, 8) τις στάσεις απέναντι στην απομακρυσμένη εργασία και 9) τις στάσεις απέναντι στην ψυχική υγεία.

Στα ύψη άγχος, κατάθλιψη και θυμός

Ειδικά σε ό,τι αφορά το άγχος, η έρευνα των EY Ελλάδος, Hellas EAP και ΕΚΠΑ κατέδειξε ότι τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διαταραχή είναι αρκετά εκτεταμένα, με δύο στους τρεις ερωτηθέντες (68%) να δηλώνουν ότι αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 40% ότι βρίσκονται σε υπερένταση και 18% ότι νιώθουν φόβο.

Συνεπεία του έντονου άγχους, διακριτή είναι στους εργαζόμενους και η σωματοποίησή του μέσω της εκδήλωσης π.χ. πονοκεφάλου, έντονου στρες και κρίσεων πανικού. Ενδεικτικά, ένας στους τρεις εργαζόμενους (35%) δηλώνει ότι στις περιόδους της καραντίνας εμφάνισε αδυναμία και ζαλάδα, ένα 15% δήλωσε ότι παρουσίασε στομαχικές διαταραχές ή ναυτία, ενώ 1 στους 10 παρατήρησε δυσκολία στην αναπνοή και πόνους στην καρδιά ή στο στήθος.

Στα απότοκα της πανδημικής επέλασης θα πρέπει να υπογραμμιστούν και τα υψηλά ποσοστά καταγραφής σειράς συμπτωμάτων που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων εργαζόμενων απάντησαν ότι αισθάνονται μελαγχολία (35%) και απαισιοδοξία για το μέλλον (35%), ή δηλώνουν ότι δεν έχουν όρεξη για τίποτε (34%).

Αναμενόμενη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των lockdowns, ήταν και η ένταση του αισθήματος της μοναξιάς. Οι μισοί συμμετέχοντες δήλωσαν ότι αισθάνονται από λίγη έως πάρα πολλή μοναξιά, ενώ το 17% δηλώνουν ότι αισθάνονται απομονωμένοι.

Κλείνοντας με τα πιο… απλά σημειώνεται ότι οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας έχουν πυροδοτήσει και ξεσπάσματα θυμού (3 στους 10), συχνές λογομαχίες (2 στους 10), καθώς και μεγάλο εκνευρισμό τον οποίο βεβαιώνει ότι αισθάνεται το 70% των ερωτώμενων.

Σε γυναίκες και νεότερους εργαζόμενους «έπεσε» βαρύτερη η πανδημία

Σύμφωνα με την έρευνα των EY Ελλάδος, Hellas EAP και ΕΚΠΑ, οι συνθήκες της πανδημίας φαίνεται να έχουν επηρεάσει τους εργαζόμενους, ωστόσο, στις περισσότερες μεταβλητές, τα προβλήματα είναι εντονότερα στις γυναίκες, οι οποίες εμφανίζουν υψηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης και σωματοποίησης από τους άνδρες συμμετέχοντες, ενώ εμφανίζουν και χαμηλότερη τιμή ποιότητας ζωής.

Το παραπάνω εύρημα πιθανώς συνδέεται με το ότι οι γυναίκες έχουν συχνά δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη για περισσότερες δραστηριότητες, πέραν της εργασίας τους. Ειδικά στην περίοδο των δύο lockdown στην Ελλάδα, είναι βέβαιο ότι κλήθηκαν να ισορροπήσουν μεταξύ αντικρουόμενων προτεραιοτήτων, όπως η φροντίδα των παιδιών και οι οικιακές εργασίες, δουλεύοντας ταυτόχρονα, σε αρκετές περιπτώσεις, από το σπίτι.

Παρά τις έντονες αρχικές ανησυχίες για τις επιπτώσεις της πανδημίας στους μεγαλύτερους σε ηλικία, φαίνεται πως τελικά δείχνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τους νεότερους, οι οποίοι, στον αντίποδα, παρουσιάζουν υψηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και θυμού.

Συγχρόνως, η παρουσία παιδιών στην οικογένεια φαίνεται ότι μειώνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας, καθώς οι εργαζόμενοι που έχουν παιδιά εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και μοναξιάς, ενώ εμφανίζουν και υψηλότερη ποιότητα ζωής.

Η έρευνα των EY Ελλάδος, Hellas EAP και ΕΚΠΑ διαπιστώνει, επίσης, ότι τα προβλήματα, σε γενικές γραμμές, διαφαίνονται εντονότερα στους εργαζόμενους σε δημόσιους φορείς και σε όσους εργάζονται εξ αποστάσεως, ενώ τα στελέχη που κατέχουν διοικητικές θέσεις εμφανίζουν χαμηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης και μοναξιάς από τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Ανατροπές και στην ποιότητα ζωής

Οι ανατροπές στην καθημερινότητα έχουν επηρεάσει σημαντικά και την ποιότητα ζωής των εργαζόμενων. Έτσι, 40% δηλώνουν ότι δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν ή ότι πραγματικά δεν μπορούν να διαχειριστούν τα επίπεδα του στρες που έχουν, ενώ 27% πιστεύουν ότι έχουν επηρεαστεί αρνητικά οι διαπροσωπικές τους σχέσεις. Επιπρόσθετα, 3 στους 10 δηλώνουν ότι δε διατηρούν καμία αρμονία ή ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι 6 στους 10 δηλώνουν ότι φρόντισαν τον εαυτό τους στη διάρκεια των σκληρών περιοριστικών μέτρων, ωστόσο, μόνο 4 στους 10 σταματούν να σκέφτονται τη δουλειά όταν εκείνη σταματά και δημιουργούν χρόνο για ξεκούραση. Ταυτόχρονα, μόλις 4 στους 10 δηλώνουν ότι η ποιότητα του ύπνου τους είναι καλή.

Θετικές οι απόψεις για την τηλεργασία

Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η απομακρυσμένη εργασία έχει γίνει θετικά αποδεκτή από την πλειοψηφία των εργαζόμενων. Τρεις στους τέσσερις (76%) δηλώνουν αποτελεσματικοί ενώ εργάζονται από απόσταση και 78% αισθάνονται ασφάλεια εκτελώντας τον ρόλο τους εργαζόμενοι από απόσταση. Ωστόσο, λιγότεροι από τους μισούς (49%) αισθάνονται σιγουριά ότι μπορούν να εξελιχθούν στην καριέρα τους ενώ εργάζονται από απόσταση, και μόλις 48% έχουν καταφέρει να διατηρήσουν τη σωματική/ψυχική τους υγεία και ευεξία υπό αυτές τις συνθήκες.

Στα θετικά ευρήματα της έρευνας συγκαταλέγεται η αλλαγή της στάσης των εργαζόμενων απέναντι στην ψυχική υγεία. Για το 44% η ψυχική υγεία αποτελεί πλέον τη βασική τους προτεραιότητα. Δυο στους τρεις (63%) δηλώνουν ότι η πανδημία τους βοήθησε να νοιάζονται περισσότερο για την ψυχική υγεία, τόσο τη δική τους όσο και των άλλων, ενώ 65% δηλώνουν διατεθειμένοι να αναζητήσουν βοήθεια από ειδικό όταν αντιμετωπίζουν αυξημένο άγχος. Παράλληλα, 29% πιστεύουν ότι η πανδημία COVID-19 έχει βοηθήσει στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία.

Στις επιχειρήσεις το μπαλάκι της προστασίας

Η αναστάτωση που έχει επιφέρει ο κορωνοϊός στην ποιότητα της αμιγούς εργασιακής ζωής των απασχολουμένων έχει προκαλέσει και μία δυσθυμία των τελευταίων αναφορικά με την υποστήριξη που νιώθουν ότι δεν εισπράττουν από τις επιχειρήσεις για θέματα ψυχικής υγείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη έρευνα των EY Ελλάδος, Hellas EAP και ΕΚΠΑ μόλις 4 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και 1 στους 10 στον δημόσιο τομέα (σ.σ. συνολικά 39%) πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους φροντίζει για την ψυχική τους υγεία και ευεξία. Συγχρόνως, μόνο 36% των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα και 9% του δημοσίου, θεωρούν ότι ο οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους να μιλούν ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας, ενώ λιγότεροι από τους μισούς (48%) γνωρίζουν πού πρέπει να απευθυνθούν για να λάβουν υποστήριξη μέσα στον οργανισμό τους, όταν αντιμετωπίζουν θέματα με την ψυχική ευεξία τους.

Βάσει αυτών των δεδομένων, οι επιχειρήσεις έχουν ένα κρίσιμο ρόλο να παίξουν για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν την επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας. Το αναγνωρίζουν στους σχολιασμούς τους η εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες και Συμβουλευτικές Υπηρεσίες Ανθρώπινου Δυναμικού της ΕΥ Ελλάδος, Ευτυχία Κασελάκη, η CEO της Hellas EAP Τατιάνα Τούντα και ο διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, αναπληρωτής καθηγητής Πέτρος Ρούσσος, καταλήγοντας σε ένα περίπου κοινό συμπέρασμα. Ότι δηλαδή η πανδημία και τα… συμπαρομαρτούντα της (κοινωνική αποστασιοποίηση, lockdown, απότομη αλλαγή εργασιακού μοντέλου) άφησαν βαρύ και αρνητικό αποτύπωμα στην ψυχική υγεία των εργαζόμενων, επαναπροσαρμόζοντας το εργασιακό πλαίσιο και καθιστώντας ξεκάθαρο ότι η ανάγκη φροντίδας της ψυχικής υγείας των εργαζομένων, δεν αποτελεί μία «μόδα» που θα περάσει.

Υπό αυτό το πρίσμα, το μπαλάκι πέφτει και στις πλάτες των επικεφαλής του επιχειρείν ώστε και σε επίπεδο πρόληψης και σε επίπεδο παρέμβασης να φροντίσουν διαχρονικά και ολιστικά για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας και ευεξίας των ανθρώπων τους, που με τη σειρά της θα διασφαλίσει και τη βιωσιμότητας των επιχειρηματικών μονάδων.

Μία πρόταση για το τι πρέπει να γίνει επ΄ αυτού δίνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που μέσω των απαντήσεών τους στην έρευνα δηλώνουν ότι μεταξύ των δράσεων που θα ήθελαν να δουν περιλαμβάνονται οι εκπαιδεύσεις σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτό-φροντίδας (50%), η παρουσία ψυχολόγου στον χώρο εργασίας (31%), η ψυχολογική υποστήριξη τηλεφωνικά ή μέσω εφαρμογών (>20%) και η πολιτική απομακρυσμένης εργασίας, όπου αυτό είναι εφικτό, σε ποσοστό 30%. Καταληκτικά, ένας στους δύο εργαζόμενους (52%) θεωρούν σημαντική την καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου μέσα από νέους τρόπους εργασίας.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα