Η σιγουριά του Κυριάκου και η αγωνία του Αλέξη

Πώς αποτιμούν έμπειροι αναλυτές και δημοσκόποι την παρουσία πρωθυπουργού και αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευση στη ΔΕΘ

Για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία ολοκληρώθηκε μία Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης και οι πολίτες γνωρίζουν ποια είναι τα διλήμματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, πριν καν καθοριστεί το πότε θα κληθούν στις κάλπες να επιλέξουν.

 Του Μιχάλη Κωτσάκου

Από τότε που η ΔΕΘ μετατράπηκε από μία εμπορική έκθεση σε ύψιστο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, υπήρχε η κόντρα κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Από τη Θεσσαλονίκη άναβαν τα αίματα και η μάχη κορυφωνόταν πάντα στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Όμως ποτέ δεν υπήρξαν τόσα ξεκάθαρα τα διλήμματα, όπως τα έθεσαν οι δύο βασικοί παίκτες του πολιτικού συστήματος αυτή την εποχή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας.

Ο μεν πρωθυπουργός επέλεξε ένα σύνθημα καθαρά επιθετικό, όπου ο πολίτης πρέπει να κρίνει, να συγκρίνει και να αποφασίσει. Θα συνεχίσει με μία σταθερή κυβέρνηση που προτάσσει τη λογική στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και την οικονομική ανάπτυξη, ή θα επιλέξει το δίδυμο Τσίπρα-Βαρουφάκη, το οποίο παραλίγο να προκαλέσει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015;

Από την άλλη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έθεσε ένα δίλημμα, το οποίο δεν δίνει προοπτική. Και αυτό διότι ναι μεν επιτέθηκε στον βασικό του αντίπαλο (τον κ. Μητσοτάκη, τον οποίο χαρακτήρισε ως «χάος»), αλλά έκανε λόγο για προοδευτική διακυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και τη συμμετοχή τουλάχιστον άλλων δύο κομμάτων για να επιτευχθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και όλοι γνωρίζουμε τις δυσλειτουργίες στα συνεργατικά σχήματα. Το είδαμε και στη διακυβέρνηση από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ (στην αρχή και με τη ΔΗΜ.ΑΡ.) υπό τον Αντώνη Σαμαρά, το διαπιστώσαμε πολύ περισσότερο στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), όπου για να περάσει από τη Βουλή σχεδόν το 40% των νομοθετημάτων χρειάστηκαν οι ψήφοι των αντιπολιτευτικών κομμάτων, επειδή οι ΑΝΕΛ δεν συμφωνούσαν.

Ο Φρανσουά Μιτεράν είχε πει κάποτε ότι πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων. Από την πλευρά του ο Κώστας Σημίτης (αν και δεν γέμιζε το μάτι στους περισσότερους των αναλυτών) αποδείχθηκε ο ικανότερος στη διαχείριση των διλημμάτων, τα οποία τα έθετε και με σχεδόν εκβιαστικό τρόπο, τόσο στις εκλογικές αναμετρήσεις, όσο και στις εσωκομματικές μάχες. Οι επικοινωνιολόγοι από την πλευρά τους ισχυρίζονται πως «το δίλημμα πρέπει να είναι πειστικό, καίριο και ουσιαστικό. Να έχει την ικανότητα να περάσει σαν οδοστρωτήρας πάνω από τον αντίπαλο και να μεταβληθεί σε τρόπο σκέψης της πλειοψηφίας των πολιτών». Και ως φαίνεται, το δίλημμα του κ. Μητσοτάκη είναι άμεσο και κατανοητό.

Νιώθει σιγουριά

Επίσης από τα διλήμματα των δύο, οι αναλυτές εκτιμούν πως από τους δύο μονομάχους ο Κυριάκος Μητσοτάκης αισθάνεται σαφώς μεγαλύτερη σιγουριά για τη νίκη στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, θέτοντας χωρίς περιστροφές το δίλημμα για το ποιον θέλουν να ασκήσει την εξουσία. Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας ναι μεν δηλώνει κι αυτός βέβαιος για τη νίκη, αλλά πιο πολύ το κάνει διότι αυτό του επιτάσσει ο ρόλος του ως αρχηγός ενός κόμματος εξουσίας (τουλάχιστον αυτή την εποχή). Δεν μπορεί να απευθυνθεί στα στελέχη του και στους ψηφοφόρους του «κάντε υπομονή, γιατί μάλλον θα χάσουμε στις εκλογές». Και το δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ, ή δεύτερες εκλογές και περιπέτεια» δεν δίνει προοπτική στον πολίτη. Διότι εάν όντως ο ΣΥΡΙΖΑ κόψει πρώτος το νήμα στις επόμενες εκλογές, τότε στις επαναληπτικές ακόμη και με το ίδιο ποσοστό θα έχει σαφώς πιο ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμη (λόγω ενισχυμένης αναλογικής και μπόνους στις έδρες) και θα μιλήσει αφ’ υψηλού με τους πιθανούς συνοδοιπόρους του.

Επίσης ένα άλλο στοιχείο που διέκριναν οι ειδικοί αναλυτές ήταν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβγαλε μία σιγουριά για το μέλλον της χώρας, για το μέλλον της παράταξής του και φυσικά για το δικό του το προσωπικό μέλλον. Έδειξε στους πολίτες έτοιμος να συνεχίσει να ηγείται της χώρας για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια, με προοπτική η οικονομία συνεχίσει να τρέχει με τέτοιους ρυθμούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας είχε άγχος και φάνηκε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του. Από τη στάση του σώματος, από την αμηχανία που επέδειξε σε κάποιες από τις απαντήσεις του έδειξε ότι ανησυχεί και για το δικό του μέλλον, αλλά και για το κόμμα του. Διότι ακόμη και ο πλέον αδαής κατανοεί ότι άλλη μία ήττα στις επόμενες εθνικές εκλογές θα τον φέρει σε δύσκολη θέση. Διότι δεν θα μιλάμε για μία απλή ήττα, αλλά για διπλή, καθώς ουδείς Έλληνας πιστεύει ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν θα έχει κι επαναληπτικό γύρο. Τότε ο κ. Τσίπρας θα μετράει τουλάχιστον πέντε συνεχόμενες ήττες και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί σε αδύναμο κρίκο. Και τι θα κάνει τότε ο κ. Τσίπρας; Θα αναζητήσει νέο δίλημμα για να παραμείνει στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς θα πείσει τους συντρόφους του ότι είναι ικανός να κερδίσει τον Μητσοτάκη;

Οι διαφορές

Προ ολίγων 24ώρων ο πρώην ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος, ανέδειξε το πραγματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι «ο αρρωστημένος ηγεμονισμός του Τσίπρα αποτελεί τροχοπέδη για το κόμμα, γι’ αυτό κι έχει μετατραπεί σε προσωποπαγές μόρφωμα». Μάλιστα, ο συνταγματολόγος το προχώρησε ακόμη περισσότερο, τονίζοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια μονόπλευρη οπτική να κάνει αναδιανομή υπέρ των ασθενέστερων, αλλά όπως εξήγησε πρέπει να γίνει αναδιανομή πλούτου, όχι φτώχειας. Δεν έχει αναπτυξιακή οπτική, δεν μπορεί να κάνει την αγελάδα της εθνικής μας οικονομίας να ξαναδυναμώσει, για να μπορέσουμε να την αρμέξουμε. Αν είναι ισχνή, τι να μοιράσεις στους φτωχότερους; Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να αποκτήσουμε παραγωγικό μοντέλο για να παράγουμε κάτι. Αυτή τη στιγμή δεν παράγουμε, κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, ο ένας πουλάει στον άλλον υπηρεσίες και τα περισσότερα αγαθά τα εισάγουμε από το εξωτερικό».

Κι εκεί έγκειται η μεγάλη διαφορά των δύο βασικών παικτών του πολιτικού μας συστήματος, όπως εκτιμούν έμπειροι δημοσκόποι. Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πειστικές απαντήσεις και αναπτυξιακό όραμα, κάτι που αρέσει στους πολίτες ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες. Τουναντίον ο κ. Τσίπρας περιγράφει κουραστικά μια χώρα που καταστρέφεται από μια ανάλγητη κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός έχει περάσει το μήνυμα στους πολίτες ότι είναι ρεαλιστής, απευθυνόμενος στις δυνάμεις της λογικής, της ευθύνης, της μεταρρύθμισης, ενώ ο κ. Τσίπρας προσπαθεί εναγωνίως να στρογγυλέψει τον λόγο του για να εκφράσει και μειοψηφικά ρεύματα από όπου και αν προέρχονται, προτείνοντας λύσεις που έχουν χρεοκοπήσει στην πράξη.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα