
«Ιδιοκτήτης»(;) των Κατεχόμενων ο Ερντογάν, μεγαλοϊδιοκτήτης του κατευνασμού το ΥΠ.ΕΞ.
Η ελληνική διπλωματία δεν είχε το θάρρος να απαντήσει επισήμως στις νέες προκλήσεις του Τούρκου «σουλτάνου» προτιμώντας τα... μεζεδάκια του Φιντάν και βγάζοντας την υποχρέωση αντίδρασης με μία διαρροή «διπλωματικών πηγών»
Ακόμη ένα σόου πειρατικού αναθεωρητισμού έκανε προχθές Σάββατο (3/5) ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μεταβαίνοντας στα Κατεχόμενα της Κύπρου για να συμμετάσχει στο φεστιβάλ τεχνολογίας Teknofest αλλά και να εγκαινιάσει με φανφαρονισμούς το αποκαλούμενο «Προεδρικό Μέγαρο» του Ψευδοκράτους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο «Σουλτάνος» δεν… τσιγκουνεύτηκε τις προκλητικές δηλώσεις διαμηνύοντας ουσιαστικά σε Αθήνα, Λευκωσία, Βρυξέλλες, αλλά και στον ΟΗΕ, ότι θα κρατήσει σε ομηρία το Κυπριακό. Ξεκαθάρισε, συγκεκριμένα, ότι στο εξής οι διαπραγματεύσεις μπορεί μεν να γίνουν, αλλά «δύο κρατών με κυριαρχική ισότητα» και όχι μεταξύ δύο κοινοτήτων, εν ολίγοις με αποδοχή από Ελλάδα και Κύπρο των τετελεσμένων της εισβολής του «Αττίλα» το 1974.
Για να μην υπάρχει, μάλιστα, περίπτωση παρανόησης των προθέσεών του, ο Ερντογάν το έκανε ακόμη σαφέστερο: «Είμαστε οι ιδιοκτήτες αυτής της γης (…) Θα παραμείνουμε εδώ για αιώνες».
Στο άκουσμα της νέας τουρκικής πρόκλησης –που τορπιλίζει τις συζητήσεις για την εύρεση λύσης στο Κυπριακό πριν καν αυτές ξεκινήσουν–, η Κύπρος απάντησε ως όφειλε στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, δηλαδή δια στόματος του Προέδρου της, Νίκου Χριστοδουλίδη.
Η Ελλάδα, αντιθέτως, περιορίστηκε να εκφράσει τη μεγάλη… στενοχώρια της μέσω διπλωματικών πηγών(!!!) του υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίες χαρακτήρισαν την τουρκική κίνηση ως «εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη» και συμπλήρωσαν ότι «κάθε ενέργεια για τη διαμόρφωση τετελεσμένων στα Κατεχόμενα συνιστά ευθεία πρόκληση.».
Θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα ότι οι ίδιες «διπλωματικές πηγές» του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. ήταν αυτές που ενημέρωσαν ότι ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, συνέφαγε ιδιωτικά την περασμένη Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη με τον Χακάν Φιντάν αποδεχόμενος σχετική πρόσκληση του Τούρκου ομολόγου του.
Από το ρεπορτάζ δεν διασταυρώνεται τι εδέσματα σερβιρίστηκαν στην ανεπίσημη συνεστίαση των δύο υπουργών, αλλά είναι βέβαιο ότι οι αξιωματούχοι της ελληνικής διπλωματίας σερβίρουν αφειδώς το… σανό της «περήφανης εξωτερικής πολιτικής» και των «ανυποχώρητων κόκκινων γραμμών» όντας μαγεμένοι από τις Σειρήνες του κατευνασμού.
Δεν εξηγείται αλλιώς η εξοργιστική ανεκτικότητα της Αθήνας στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις και η σπουδή της ελληνικής διπλωματίας για την προετοιμασία των επόμενων βημάτων του ελληνοτουρκικού διάλογο σαν να μην τρέχει τίποτα.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι «τρέχουν πολλά» τα οποία η ελληνική διπλωματία φροντίζει να υποβαθμίζει. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι από την αρχή της χρονιάς τα τουρκικά μαχητικά «τρυπούν» στοχευμένα τον ελληνικό εναέριο χώρο πάνω από την θαλάσσια περιοχή ανοικτά της Κάσου και της Καρπάθου (εκεί δηλαδή που η Ελλάδα έκανε πίσω στους τουρκικούς τσαμπουκάδες και δεν πόντισε το υποβρύχιο ηλεκτρικό καλώδιο της ενεργειακής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου).
Επιπρόσθετα, από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Μάρτιο ο «λογαριασμός» των παραβιάσεων των ελληνικών χωρικών υδάτων έχει φτάσει τα σχεδόν 600 περιστατικά.
Και τώρα, λίγες ώρες μετά από τα… μεζεδάκια που έφαγε ο Γεραπετρίτης με τον Φιντάν, επιμένοντας προφανώς στο αφελές και αποσαρθρωμένο πλέον αφήγημα ότι «ο δομημένος ελληνοτουρκικός διάλογος έχει παραγάγει απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα», έρχεται ο τακτικιστής Ερντογαν να πει ανερυθρίαστα ότι είναι «ιδιοκτήτης των Κατεχόμενων.».
Αντί λοιπόν να σταματήσει… χτες η κοροϊδία που λέγεται «ήρεμα νερά», Μαξίμου και ΥΠ.ΕΞ. συνεχίζουν να παίζουν με τα νεύρα και το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων προτιμώντας να βγάλουν την υποχρέωση αντίδρασης στις νέες τουρκικές προκλήσεις με μία διαρροή «διπλωματικών πηγών»
Τελικά, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στα ελληνοτουρκικά, μόνο αν δηλώσει ο «Σουλτάνος» ότι είναι ιδιοκτήτης και της… Αίγινας, μπορεί κάποιοι να ξυπνήσουν και να αλλάξουν ρότα στη εξωτερική πολιτική.
Αλλά και γι’ αυτό, πόσοι άραγε θα έβαζαν το χέρι τους στο Ευαγγέλιο;