ΗΠΑ: Τελείωσαν με τον Τραμπ, όχι με τον «τραμπισμό»

Από πρωταγωνιστής μία βελούδινης ήττας έφτασε στο σημείο να εκλεγεί πλανητάρχης.  Ο «sleepy Jo» (κοιμισμένος Τζο), κατά τον Τραμπ, από εκεί που θεωρήθηκε μία χρυσή λύση από τους Δημοκρατικούς για μία αξιοπρεπή ήττα που δεν θα προκαλούσε ρωγμές στο κόμμα (όπως έγινε προ τεσσάρων χρόνων με τη Χίλαρι Κλίντον), εξελίχθηκε σαν τον σοφό παππού της οικογένειας που αναζητούσαν αστοί και μικροαστοί των ΗΠΑ από την ανατολή έως τη δύση και απόν βορρά έως τον νότο.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Και βέβαια, ο Τραμπ δεν συνετρίβη –όπως θα περίμεναν πολλοί–, αλλά αυτό που πέτυχε ο «good grandfather» ήταν σε μία ιδιότυπη προεκλογική εκστρατεία να ενώσει ένα ετερόκλητο πλήθος υπέρ του. Από τους μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνους έως τους ακτιβιστές. Όλοι έδωσαν βάση στις συμβουλές του να προσέχουν την πανδημία και τους άρεσε που ήταν πάντα προσεχτικός, φορούσε μάσκα και δεν μάσησε από τις ύβρεις του αντιπάλου ότι είναι γέρος και άρρωστος. Οι αμερικάνικες οικογένειες, όταν έβλεπαν δίπλα τους να πεθαίνει ο κόσμος από την πανδημία και τον πρόεδρο να τους λέει να κάνουν ένεση χλωρίνης για να καταπολεμήσουν τον «κινέζικο ιό», όπως τον αποκαλούσε ο Τραμπ, ένιωσαν την ανάγκη να ακούσουν τον παππού με τη μάσκα.

Στην προεκλογική περίοδο, οι δημοκρατικοί για μία ακόμη φορά έκαναν μία εξαιρετική εκστρατεία. Και το 2016 καλά τα έκαναν, αλλά η Χίλαρι έβγαζε ξινίλα (σε αντίθεση με τον Μπιλ Κλίντον) και τη φοβόταν η μέση οικογένεια. Τουναντίον, ο Μπάιντεν παρά το γεγονός ότι είναι στην ενεργό πολιτική επί σχεδόν 40  χρόνια δεν ενόχλησε κανέναν. Έτσι, λοιπόν, είδαμε ξαφνικά τη χήρα τού πρώην αντιπάλου του διδύμου ΟμπάμαΜπάιντεν, του Τζον ΜακΚέιν (ρεπουμπλικάνος), τη Σίντι, που έκανε καμπάνια στην Αριζόνα. Η Σίντι έκανε καμπάνια υπέρ του παλιού φίλου και όχι υπέρ του Τραμπ. Εξάλλου, ο ΜακΚέιν είχε ζητήσει ο Τραμπ να μην παραστεί ούτε στην κηδεία του, όπως κι έγινε.

ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΟΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΕΑΝ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΥΣ, Ή ΘΑ ΣΤΡΙΨΟΥΝ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ

Στην Ατλάντα η Στέισι Άνταμς, που έχασε τη θέση του κυβερνήτη το 2018,  έκανε τα πάντα για να γυρίσει το παιχνίδι. Η Άνταμς, μέσω ενός δικτύου ακτιβιστών και πολιτικών οργανισμών, κατάφερε να βοηθήσει 800.000 κατοίκους της Τζόρτζια, κυρίως Αφροαμερικάνους, να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Το 2012 και το 2018 με μία σειρά από νομικά τεχνάσματα οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν καταφέρει να διαγράψουν 1,2 εκατ. πολίτες από τους εκλογικούς καταλόγους της πολιτείας. Μέχρι που επαναγράφηκαν με τη συμβολή της Στέισι Άνταμς, η οποία τώρα προορίζεται για το υπουργικό συμβούλιο του Τζο Μπάιντεν.

Προσεκτικές παρεμβάσεις

Επίσης η καμπάνια του Μπάιντεν εστίασε σε πολύ προσεκτικές παρεμβάσεις σε πολύ ειδικές ομάδες του πληθυσμού, κάτι που είχε κάνει και ο Ομπάμα. Τα μηνύματα του Μπάιντεν συχνά ήταν στα ισπανικά και σε άλλες γλώσσες, ώστε να είναι κατανοητά από τις εθνικές μειονότητες. O Μπάιντεν επικεντρώθηκε και σε άλλες ομάδες, όπως για παράδειγμα στους επαγγελματίες υγείας, με τον υποψήφιο πρόεδρο των Δημοκρατικών να στέκεται δίπλα στους νοσηλευτές και τους γιατρούς αναγνωρίζοντας τον αγώνα τους έναντι της πανδημίας του COVID-19, όταν την ίδια στιγμή ο Τραμπ αντιμετώπιζε αδιάφορα την πανδημία. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Τζιλ Μπάιντεν (καθηγήτρια κολεγίου στο επάγγελμα), όπου υποκίνησε πολλές ειδικές ομάδες να τον ψηφίσουν.

Η εμμονή του νέου προέδρου με την αντιμετώπιση της πανδημίας, του έδωσε τεράστιο αέρα σε όλες τις αστικές περιοχές. Ειδικά σε κάποιες πόλεις όπως η Φιλαδέλφεια οι ψηφοφόροι έδωσαν τεράστια ποσοστά στον Μπάιντεν που έφτασαν μέχρι και το 70%. Ακόμη και στις πολιτείες που νίκησε ο Τραμπ οι πόλεις στράφηκαν στον Μπάιντεν. Ενώ στις επιστολικές ψήφους στην κυριολεξία χάθηκε η μπάλα, καθώς στις πέντε ψήφους οι τέσσερις ήταν για τον Μπάιντεν.

Λίγο-πολύ ήταν γνωστό ότι το έργο του νέου προέδρου θα είναι δύσκολο, καθώς στη Γερουσία την πλειοψηφία έχουν οι ρεπουμπλικάνοι και στη Βουλή οι δημοκρατικοί. Οπότε, πολλά νομοθετήματα δεν θα μπορούν να περάσουν. Αυτός ο διχασμός τελικά αποτέλεσε ένα όπλο για τον νικητή των εκλογών. Το παρελθόν του Μπάιντεν, η μετριοπάθειά του και η προσπάθειά του για συνεννόηση ήταν που αναγνώρισαν οι ψηφοφόροι. Θυμήθηκαν ότι, σαν αντιπρόεδρος του Ομπάμα, πάντα έβρισκε δίαυλους επικοινωνίας με τους ρεπουμπλικάνους για να ψηφίσουν όλοι μαζί δύσκολα νομοθετήματα, κάτι που δεν κατάφερε ποτέ να κάνει ο Τραμπ.

Ο «τραμπισμός»

Μπορεί ο Λευκός Οίκος να αλλάζει χέρια, όμως ο «τραμπισμός» δεν πρόκειται να φύγει. Και ο ίδιος ο Τραμπ μπορεί να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο, παρά την ήττα. Τα αποτελέσματα αποτυπώνουν τους τρόπους με τους οποίους τα τέσσερα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ έβαλαν τη σφραγίδα τους στον πολιτικό χάρτη των ΗΠΑ. Ακόμα κι αν κατάφερνε με κάποιον τρόπο να εξασφαλίσει άλλη μία θητεία στον προεδρικό θώκο, ήδη έχει αλλάξει την αμερικανική πολιτική με τρόπο όχι μόνο επικίνδυνο για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αλλά και δύσκολα αναστρέψιμο. Ανεξάρτητα από το τι υποστήριζε παλαιότερα το ρεπουμπλικανικό κόμμα, οι ψηφοφόροι πλέον το συνδέουν μόνο με ένα πρόσωπο. Τον Ντόναλντ Τραμπ.

Αυτή η διαβρωμένη Ρεπουμπλικανική υποστήριξη, ειδικά μεταξύ των λευκών επαγγελματιών που φοιτούσαν στο κολέγιο, φαινόταν να είναι κακά μαντάτα για τον Τραμπ – αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Η μικροαστική «εξέγερση» εναντίον του Τραμπ και του ρεπουμπλικανικού κόμματος κράτησε στις περισσότερες περιοχές που κέρδισαν οι Δημοκρατικοί πριν από δύο χρόνια. Ωστόσο, εδώ και τέσσερα χρόνια, ο Τραμπ οδήγησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στα… βράχια σε πολλές μικροαστικές περιοχές σε ολόκληρη την Αμερική, επειδή οι περισσότεροι ψηφοφόροι τον βρίσκουν απωθητικό. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα μπορέσουν να οικοδομήσουν έναν συμπαγή κυβερνητικό συνασπισμό, χωρίς πρώτα να καταλάβουν πώς να διορθώσουν το μικροαστικό πρόβλημα.

«Είναι απλό στα λόγια, πιο δύσκολο στην πράξη», λέει ο Κερκ Άνταμς, ο Ρεπουμπλικανός πρώην ομιλητής της Βουλής των Αντιπροσώπων της Αριζόνα, ο οποίος εκπροσωπούσε μια περιοχή κοντά στο Φοίνιξ: «Οι άνθρωποι στις μικροαστικές περιοχές θέλουν από την κυβέρνηση να λειτουργεί. Θέλουν να είναι αποτελεσματική και να επιλύει προβλήματα. Δεν θέλουν να έχει σχέση με οτιδήποτε που έχει ακόμη και μια απόχρωση ρατσισμού. Για να τους κερδίσει το ρεπουμπλικανικό κόμμα, θα απαιτήσουν υποψηφίους που μιλούν για θέματα που τους ενδιαφέρουν και να το κάνουν με πολιτισμένο λόγο».

Η δημοτικότητα του Τραμπ στους ψηφοφόρους του ρεπουμπλικανικού κόμματος κυμαίνεται γύρω στο 90% και οι μετριοπαθείς και οι συντηρητικοί του «Never Trump», που του αντιτίθενται, είτε έχουν αλλάξει ρότα, είτε έχουν απομακρυνθεί από το κόμμα. Δεν υπάρχει κάποιος υποψήφιος για να κατευθύνει τους Ρεπουμπλικάνους στο κέντρο. Μετά την ήττα του Μιτ Ρόμνεϊ στις προεδρικές εκλογές του 2012, η ​​Εθνική Επιτροπή των Ρεπουμπλικάνων πραγματοποίησε αυτοψία για το τι οδήγησε στην ήττα και τον τρόπο με τον οποίο το κόμμα μπορούσε να ανακάμψει.

Το συμπέρασμά του –ότι το κόμμα έπρεπε να αποδεχθεί τη μεταναστευτική μεταρρύθμιση και να παρουσιάσει μια πιο ήπια, πιο φιλόξενη εικόνα για να προσελκύσει μειονότητες και ΛΟΑΤΚΙ– αγνοήθηκε εμφατικά. Αντ’ αυτού, εμφανίστηκε ο Τραμπ, τραβώντας το κόμμα στην αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμη και Τζορτζ Μπους (πρώην πρόεδρος 2000-2008) είχε δηλώσει ότι θα ψηφίσει τον Μπάιντεν μη αντέχοντας την τρέλα του Τραμπ«Δεν βλέπω να υπάρχει καμία όρεξη για αυτοκριτική και αλλαγή, ούτε προς το παρελθόν ούτε προς το μέλλον», δήλωσε ο Τιμ Μίλερ, πρώην κορυφαίος στρατηγικός σύμβουλος του Μπους.

Η ήττα του Τραμπ δεν διασφαλίζει ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα θα ξεκινήσει τη διαδικασία για τις απαραίτητες προσαρμογές. «Όταν ένα κόμμα χάνει, ειδικά όταν χάνει πολύ, το ερώτημα είναι πώς ερμηνεύουν μέσα στο κόμμα τους λόγους της ήττας», λέει ο Ντέιβιντ Χόπκινς, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Boston College.

Η μόνη ορατή λύση για να αλλάξει ρότα το κόμμα είναι ο Μάικ Πομπέο. Ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, ναι μεν είναι υπερσυντηρητικός, αλλά έχει μάθει να υπηρετεί το κράτος και όχι το κράτος να υπηρετεί αυτόν, όπως ήθελε ο Τραμπ. Ο Πομπέο, μέχρι να βρεθεί ένα πιο πεφωτισμένο μυαλό, μπορεί να στρίψει ελαφρά το καράβι προς τον συστημισμό και στην κανονικότητα, ώστε να ξανακερδίσει το κόμμα τη μεσαία τάξη.

Τι θα κάνει στη γειτονιά μας ο νέος πλανητάρχης;

Ο νέος πρόεδρος, όπως είπαμε, έχει την εμπειρία της μετριοπάθειας, κάτι που είναι αναγκαίο για να επιτύχει σκληρούς συμβιβασμούς. Στο εσωτερικό καλείται να ενώσει μια βαθύτατα διχασμένη κοινωνία, να βρει τρόπους τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Βέβαια, όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει πολλάκις, ως πρώτη προτεραιότητα θα παραμείνει η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού, που είχε καταστροφικά για τις ΗΠΑ αποτελέσματα.

Ο Μπάιντεν αναμένεται να επανεξετάσει αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ, όπως η αποχώρηση της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα (θεωρείται σίγουρη η επιστροφή στη συμφωνία) και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.  Διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, άλλωστε είχε διατελέσει Αντιπρόεδρος για μια οκταετία, ενώ προηγουμένως ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Για τις ΗΠΑ, υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα παραμένει η Κίνα και οι τρόποι ανάσχεσης της επιρροής της, και δευτερευόντως η Ρωσία και οι επιθετικές κινήσεις της στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Αφρική.

Αναμφίβολα, το μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα κάνει ο Μπάιντεν στη γειτονιά μας. Η Άγκυρα, ή πιο σωστά ο Ερντογάν, έχασε έναν σύμμαχο που είχε βρει στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αμερικανική πολιτική θα αλλάξει ως διά μαγείας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τη γραφειοκρατία του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και σε ό,τι αφορά την περιοχή μας έχει τα εξής χαρακτηριστικά εδώ και χρόνια:

* Πρώτον, τη μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τη μεταφορά του ενδιαφέροντος στη ΝΑ Μεσόγειο και στην ανάσχεση του Ρωσικού κινδύνου στα Βαλκάνια.

* Δεύτερον, στην αναβάθμιση των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων, με άξονα τη βάση της Σούδας και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, και τη μείωση της επιρροής (όχι όμως κατάργηση) του Ινσιρλίκ.

* Τρίτον, στη δυσαρέσκεια απέναντι στην Τουρκία, ειδικά σε ό,τι αφορά την απόφαση της Άγκυρας να αποκτήσει το οπλικό σύστημα των S-400, αλλά και στην ταύτιση της Τουρκίας με το Ιράν και με έναν άξονα λιγότερο μετριοπαθών μουσουλμάνων.

* Τέταρτον, στη συνεχή υποστήριξη του Ισραήλ και των νέων συμμαχιών που αναδύονται στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται να κινηθεί και ο Μπάιντεν, υιοθετώντας ίσως και πιο σκληρή φρασεολογία απέναντι στον Τούρκο Πρόεδρο.

Αρκετοί αναλυτές έχουν περιγράψει αυτήν ακριβώς τη φάση, ως την πιο επικίνδυνη. Είναι το τρίμηνο, όπου η απερχόμενη διοίκηση αποχωρεί και η νέα δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί. Στην Αμερική αποκαλείται «lame duck Presidency», η περίοδος δηλαδή της «κουτσής πάπιας». Με τον Τραμπ να ασχολείται αποκλειστικά με την αμφισβήτηση του αποτελέσματος και τη στρατηγική του από εδώ και στο εξής, ο Ερντογάν θα επιδιώξει ίσως να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας στην Ουάσιγκτον.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα