«Ήτο ωραίον ρετσινάτο» – Άνθη λόγου και τραγουδιού

Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά – Η ελληνική «ρετσίνα» στην ελληνική λογοτεχνία διά χειρός Ευάγγελου Ανδρέου

Επετειακή έκδοση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης – EUARCE της Ελλάδος αφιερωμένη στα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης

Συμβολή στην προβολή ιστορικών προϊόντων-έργων της ελληνικής άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς

Εικονογραφημένη χρονογραφία της αττικής αμπελουργίας στον 20ό αιώνα

Χορηγός ο Αμπελουργικός Συνεταιρισμός Παιανίας

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου

Ο Τρύγος των Ελλήνων τέλειωσε. Ο πανάρχαιος «θείος» χυμός των σταφυλιών ψιθυρίζει στα βαρέλια το τραγούδι της μεταμόρφωσής του σε κρασί. Στις αγιοδημητριάτικες μέρες του Οκτωβρίου τα γιοματάρια θα απλώσουν το διονυσιακό άρωμα στο τραπέζι. Ιδιαίτερα όμως η μυρωδιά της πατροπαράδοτης ρετσίνας θα αρδεύσει από τα βάθη της μνήμης ό,τι πιο χαρμόσυνο πρόσφερε η ζωή στις γιορτές του λαού.

Το βιβλίο «Ήτο ωραίον ρετσινάτο» –πόνημα της πνευματικής φροντίδας του Ευάγγελου Ανδρέου– έρχεται να συμπληρώσει τη βιβλιογραφία των λογοτεχνικών ανθολογιών, αλλά και να επισημάνει την διηνεκή προοπτική για την δημιουργία έργων προβολής της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την εργώδη σχέση του βίου με τη φύση και την ιστορική διατήρηση των στοιχείων της ζωής που διαρθρώνουν την παραγωγική παράδοση και την εξέλιξη του μέλλοντός της.

Ο ποιητής Ευάγγελος Ανδρέου αναδίφησε στη νεοελληνική γραμματολογία και συνέλεξε ενενήντα-τρία  έργα (ποιήματα, πεζογραφήματα και τραγούδια) εβδομήντα-έξι παλαιότερων και σύγχρονων δημιουργών. Ο ίδιος έγραψε και το χρονογραφικό δοκίμιο της εισαγωγής με τίτλο: Η ρετσίνα δεν είναι «ένα κρασί». Είναι μια «ρετσίνα». Το δοκίμιο αναφέρεται στην ιστορία της αττικής /μεσογείτικης «ρετσίνας» από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας.

Η έκδοση επιγράφεται «επετειακή» (Ελλάδα 1821-2021) και ο ανθολόγος την αφιερώνει «Στους ονομαστούς και στους αφανείς Μεσογείτες ήρωες της Επανάστασης και στους ξωμάχους προγόνους, που ακολούθησαν τα ηρωϊκά χρόνια μέχρι τις μέρες μας». Στις εισαγωγικές σελίδες γίνεται και αναφορά σε σχετικές μαρτυρίες του Μακρυγιάννη και του Ιωάννη Βλαχογιάννη.

Το βιβλίο διανθίζεται με πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό εποχής, που επέλεξε η ζωγράφος Αμαλία (Παρασκευοπούλου) από τα αρχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης.

Ανθολογούνται έργα των: Κώστα Ακρίβου, Βασίλη Αλεξάκη, Αγγελικής Βαρελά, Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Βασιλειάδη, Κώστα Βλαχόπουλου, Γεώργιου Γάγαρη, Ιάκωβου Γαριβάλδη, Πάνου Γεραμάνη, Γιώργου Γιαννακόπουλου, Φώτου Γιοφύλλη, Δημήτρη Γκόγκου («Μπαγιαντέρα»), Στέλιου Α. Δουμένη, Ναπολέοντα Ελευθερίου, Π. Ένιγουεϊ, Ισίδωρου Ζουργού, Σόνιας Ηλιαρείζη, Πάνου Κ. Θασίτη, Οζντεμίρ Ιντζέ, Γιάννη Καιροφύλα, Απόστολου Καλδάρα, Μ. Καραγάτση, Γιάννη Καρατζόγλου, Σαράντου Καργάκου, Κώστα Καρυωτάκη, Κώστα Κιούση, Θωμά Κοροβίνη, Σταμάτη Κραουνάκη, Χρήστου Λεβάντα, Μιχάλη Λιδωρίκη, Ηλία Λυμπερόπουλου, Δημήτρη Μαρωνίτη, Αλέξανδρου Μάτσα, Δημήτρη Μεκάση, Σπύρου Μελά, Πωλ Μενεστρέλ, Στέφανου Μίλεση, Κωστή Μοσκώφ, Ντίνου Μουρελάτου, Γιώργου Μπαλούρδου, Κώστα Μπέζου, Δημήτρη Μυράτ, Τίμου Μωραϊτίνη, Κώστα Νικολαΐδη, Δημήτρη Νόλλα, Πωλ Νορ, Γιώργου Οικονομίδη, Κώστα Ουράνη, Κώστα Παπαδημητρίου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Νίκου Πεντζίκη, Τάσου Πορφύρη, Γιάννη Πουλάκη, Ελένης Πριόβολου, Αιμίλιου Σαββίδη, Αλέκου Σακελλάριου, Άγγελου Σακκέτου, Θωμά Σιταρά, Γιάννη Σκαρίμπα, Ελευθέριου Σκιαδά, Δημήτρη Σουκούλη, Γεώργιου Σουρή, Κώστα Σοφιανού, Πάνου Δ. Ταγκόπουλου, Παναγιώτη Τούντα, Μίμη Τραϊφόρου, Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, Γιοβάν Τσαούς, Ευθύμη Τσιλικίδη, Νίκου Τσιφόρου, Κίμωνα Φράιερ, Γιώργου Φωτίδα, Χρήστου Χαιρόπουλου, Νίκου Χατζηαποστόλου, Δημήτρη Χριστοδούλου.

Γι’ αυτό το λατρευτό κρασί που έγινε τραγούδι και κόσμησε πλήθος εδεσμάτων του νεοελληνικού έντεχνου λόγου, ο Αμπελουργικός Συνεταιρισμός Παιανίας αποφάσισε να χορηγήσει την εκτυπωτική εργασία της παρούσας έκδοσης αξιοποιώντας θεσμία αρχή του που σχετίζεται με την αποστολή της «κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης».

Η «ρετσίνα» του Βάρναλη

O Ευάγγελος Ανδρέου με τον Κώστα ΒάρναληΜεσημέρι στην πλατεία Κολωνακίου. Έξω από το καφενείο του Φωστιέρη «Ελλάς» μόνος ο Βάρναλης ρουφούσε τη δροσάτη φθινοπωρινή λιακάδα. Τράβηξα ένα κάθισμα να του κάνω παρέα.

–Τί έγινε, ανοίξανε τα γιοματάρια;

–Όχι ακόμα. Μετά του Αγιοδημήτρη.

–Ρετσίνα, ε…

–Ναι, οικογενειακή και από τ’ αμπέλια της οικογένειας, όπως κάθε χρόνο.

–«Θεϊκό» κρασί. Στο «Δίπορτο» του μπάρμπα σου πίνουμε ακόμα από το περσινό.

Όταν ανοίξαμε στο σπίτι το πρώτο βαρέλι, γέμισα ένα πεντογάλονο και ετοιμάστηκα να το πάω στο σπίτι του Βάρναλη. Ήταν Σάββατο και ο ποιητής με τη συμβία του, τη γλυκειά ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, ήταν να φύγουν για το εξοχικό τους στο Φάληρο όπου κατά απαραβίαστη συνήθεια περνούσαν τα Σαββατοκύριακά τους.

–Τί γίνεται Κώστα ; Δεν θα φύγουμε ; Το ταξί είναι κάτω και περιμένει…

–Όχι ακόμα, Δώρα…  Περιμένω το κρασί από το Λιόπεσι…

–Μα, είναι δυνατόν! Θα ματαιώσουμε την ξεκούραση του Σαββατοκύριακου για το κρασί σου;

–Δεν χάθηκε ο κόσμος κι ούτε σωθήκανε τα Σαββατοκύριακα.

–Ωραία, να τηλεφωνήσω στο Βαγγέλη να μας το φέρει τη Δευτέρα.

–Μέχρι τη Δευτέρα θα έχει μπαγιατέψει!  Άφησε να το φέρει τώρα που είναι πρωτόβγαλτο γιοματάρι, και… βλέπουμε!

Έτσι, για χάρη της νιάς «ρετσίνας», ο Βάρναλης προτίμησε να μείνει στην Αθήνα! Οι διαμαρτυρίες της Δώρας ακούγονταν μέχρι κάτω στο δρόμο. Ο μόνος που δεν τις άκουγε ήταν ο βαρύκοος Βάρναλης. Μέσα στην κουζίνα είχε αρχίσει ήδη την κατανυκτική απόλαυση της «ρετσίνας»…  Απ’ έξω το δειλινό σκέπαζε ήρεμα το πολύβουο Παγκράτι.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα