Καλοί οι οιωνοί για την οικονομία, αλλά απαγορεύεται ο εφησυχασμός

Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, παραμένει αισιόδοξος για την αναπτυξιακή τροχιά των δημόσιων οικονομικών, αλλά δεν παύει να εφιστά την προσοχή για τις προκλήσεις με τις οποίες έχει να «παλέψει» το εγχώριο τραπεζικό σύστημα

Άλλη μία ευκαιρία βρήκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, να επιβεβαιώσει τα δυο βασικά χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν όταν μιλάει για την εθνική οικονομία: αφενός τη σταθερή αισιοδοξία του για την πρόοδο που επιτυγχάνεται, αφετέρου την επίσης σταθερή «απέχθειά» του στον εφησυχασμό και τις «μαγικές»-εύκολες δημοσιονομικέ λύσεις.

Του Νίκου Τσαγκατάκη

Αυτήν τη φορά, ήταν οι παριστάμενοι της εκδήλωσης που διοργάνωσαν στην αρχή της εβδομάδας το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και το Ίδρυμα Konrad Adenauer (KAS) Ελλάδας και Κύπρου, οι οποίοι άκουσαν τον κεντρικό τραπεζίτη να εκτιμά ότι τόσο το 2020 όσο και το 2021 η ελληνική οικονομία θα «γράψει» ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,5%.

Σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, ακόμη και το δυσμενές σενάριο της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα αντισταθμιστεί στην περίπτωση της Ελλάδας από την αύξηση των επενδύσεων και του διαθέσιμου εισοδήματος που θα επιτευχθεί μετά τη μακρά περίοδο ύφεσης. Αναφερόμενος ειδικά στην εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας, ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι παρ’ ότι αυτή παρουσιάζει συγχρονισμένη επιβράδυνση, πρόσφατα εμφανίστηκαν ενδείξεις σταθεροποίησης που βελτίωσαν κάπως το κλίμα στις αγορές.

«Tο ΔΝΤ», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, «αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις του, αλλά εξακολουθεί να προβλέπει συγκρατημένη μεγέθυνση για την περίοδο 2019-2021: ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί από 2,9% το 2019 σε 3,3% το 2020 και 3,4% το 2021. Παρ’ ότι υπάρχουν κάποιες θετικές ειδήσεις σχετικά με το διεθνές εμπόριο (συγκεκριμένα, η “Φάση 1” της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Κίνας), οι ανησυχίες για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία υποχωρούν και η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική ανά την υφήλιο, η προβλεπόμενη ανάκαμψη είναι αβέβαιη και οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία παραμένουν».

Οι παράγοντες ανάσχεσης της αγοράς

Ως παράγοντα ανάσχεσης της αγοράς, όμως, ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης διέκρινε τους γεωπολιτικούς κινδύνους, καθώς και μια ενδεχόμενη κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων που πιθανώς να πλήξουν την εμπιστοσύνη στις διεθνείς αγορές, να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των επενδυτών και να επιδεινώσουν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες, ιδίως για τις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες. «Οι πολύ υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων σε ορισμένες χώρες σύμφωνα με κάποιους δείκτες αναφοράς επιτείνουν τους κινδύνους πιθανής διόρθωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, η εμφάνιση του κορωνοϊού συνιστά ένα νέο κίνδυνο», συμπλήρωσε.

Αναφερόμενος στη ζώνη του ευρώ, ο κεντρικός τραπεζίτης αναγνώρισε ότι η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη, αντανακλώντας την αρνητική επίδραση που ασκεί η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου στη μεταποίηση και τις επενδύσεις, καθώς, σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος του Δεκεμβρίου του 2019, για τη ζώνη του ευρώ προβλέπεται συγκρατημένη ανάπτυξη την περίοδο 2020-2021, ενώ ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ για τη ζώνη του ευρώ το 2020 θα διατηρηθεί στα σημερινά χαμηλά του επίπεδα και θα αυξηθεί μόνο οριακά το 2021.

Η διάσταση της ΟΝΕ

Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε, εξάλλου, στη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, παρουσιάζοντας τις πρωτοβουλίες που έλαβαν τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ προκειμένου να διαφυλάξουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να ενισχύσουν την ΟΝΕ. Δεν παρέλειψε όμως να αναφερθεί στην ανάσχεση της προόδου προς τη δημιουργία μιας βαθύτερης ΟΝΕ, με χρηματοπιστωτική ενοποίηση και πραγματική σύγκλιση.

«Προτεραιότητα έχει δοθεί σε άλλα επείγοντα ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και ο διεθνής ανταγωνισμός. Αυτή η καθυστέρηση θα μπορούσε να καταστήσει ακόμη πιο ευάλωτη την οικονομία της ζώνης του ευρώ σε περίπτωση επιδείνωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών», έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για ακόμα μία φορά ο κ. Στουρνάρας, και συνέχισε με την πρότασή του για το τι πρέπει να γίνει:

«Κατά τη γνώμη μου, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης με τη θέσπιση του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (EDIS) εξακολουθεί να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα. Πρέπει επίσης να γίνουν νέες προσπάθειες για την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ιδίως εν όψει της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ. Η δημιουργία πιο ανεπτυγμένων και ενοποιημένων αγορών κεφαλαίων, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τραπεζικών αγορών θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων, θα βελτιώσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας μέσω της διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησης και θα διευκολύνει τον επιμερισμό των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μέσω των διαύλων του κεφαλαίου και των πιστώσεων. Αυτό θα ενισχύσει και το διεθνή ρόλο του ευρώ. Παράλληλα, ο επιμερισμός των κινδύνων, με τη μορφή είτε ενός ασφαλούς τίτλου ή/και ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης, πρέπει να προχωρήσει ταυτόχρονα με τον περιορισμό των κινδύνων, π.χ. με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή με τον περιορισμό των εθνικών επιλογών και ευχερειών όσον αφορά τους εποπτικούς κανόνες εξυγίανσης και εκκαθάρισης των τραπεζών. Μόνο έτσι μπορεί να μετατραπεί στη ζώνη του ευρώ το σημερινό μη συνεργατικό (non cooperative) παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero-sum) σε συνεργατικό, από το οποίο όλοι θα βγαίνουν κερδισμένοι (win-win)».

Πρόοδος, προοπτικές αλλά και προκλήσεις στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα

Εστιάζοντας στην ελληνική οικονομία, ο κεντρικός τραπεζίτης ανέφερε ότι τα κύρια αίτια της κρίσης, δηλαδή τα πολύ μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) έχουν εξαλειφθεί, η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει

αποκατασταθεί, ότι το τραπεζικό σύστημα διαθέτει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά, ενώ έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η φορολογική διοίκηση, το δημοσιονομικό πλαίσιο και η διαφάνεια του δημόσιου τομέα.

«Πρόσφατα δύο οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, η S&P τον Οκτώβριο του 2019 και η Fitch τον Ιανουάριο του 2020, αναβάθμισαν το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα, ενώ η Διεθνής Διαφάνεια αναβάθμισε πρόσφατα την Ελλάδα κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς. Τέλος, η πολύ πρόσφατη έκδοση 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,875% πιστοποιεί την πρόοδο αυτή», είπε.

Μιλώντας με αριθμούς τόνισε ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,2% το 2019 και προβλέπει ότι θα ανέλθει σε 2,5% το 2020 και το 2021. Είπε, ωστόσο, ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα «η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ ως αποτέλεσμα της κρίσης χρέους που πέρασε, καθώς και μια σειρά από προκλήσεις», όπως:

>>Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), που περιορίζει τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία.

>>Το μεγάλο επενδυτικό κενό.

>>Την υψηλή μακροχρόνια ανεργία.

>>Την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση.

>>Τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμός της οικονομίας,

>>Την εκτεταμένη παραοικονομία.

>>Τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.

Το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο υψηλός όγκος των ΜΕΔ καθώς ο υψηλός λόγος των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ήταν μια από τις πρώτες και πιο ορατές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. «Την τελευταία τριετία και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, το απόθεμα των ΜΕΔ υποχώρησε ως απόλυτο μέγεθος σημαντικά, κατά περίπου 36 δισεκ. ευρώ, από το μέγιστο των περίπου 107 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016, ως επί το πλείστον μέσω διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Αν και η οικονομία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, ωστόσο, για να επιτευχθούν υψηλότεροι και διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, χρειάζεται να αναθερμανθεί η πιστωτική επέκταση. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητη η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια, σε συνδυασμό με αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους».

Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει με την ΕΚΤ και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενώ οι μη συστημικές έχουν συμφωνήσει παρόμοιους στόχους με την ΤτΕ, είπε ο κ. Στουρνάρας, συμπληρώνοντας ότι «βάσει αυτών των στόχων, το ποσοστό των ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021, μένοντας όμως ακόμα και έτσι σε πενταπλάσιο ποσοστό των από τον μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ».

Το ζητούμενο για τον Έλληνα κεντρικό τραπεζίτη είναι η εφαρμογή ριζικών και συστημικών λύσεων, συμπληρωματικών προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες, για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους. Εν προκειμένω αναφέρθηκε στο σχέδιο «Ηρακλής» που θεσμοθετήθηκε τον Δεκέμβριο 2019 και στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) μέσω παροχής κρατικής εγγύησης στο ασφαλέστερο (senior) μερίδιο της τιτλοποίησης ΜΕΔ αξίας 30 δισ. ευρώ, ισχυριζόμενος ότι είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά δεδομένου του μεγέθους του προβλήματος, το σχήμα αυτό αναμένεται, σε επόμενο στάδιο και αφού ο «Ηρακλής» αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, να συμπληρωθεί και από άλλα, όπως αυτό που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η ΤτΕ.

«Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζει και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων (…) Επί του παρόντος, το υπόλοιπο των ΜΕΔ συνιστά το πιο σημαντικό πρόβλημα για τις τράπεζες και τον πιο περιοριστικό παράγοντα για την κερδοφορία τους και την ικανότητά τους αφενός να δημιουργήσουν εσωτερικές πηγές κεφαλαίου και αφετέρου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Είναι επομένως αναγκαίο να αντιμετωπιστεί με όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών λύσεων που προαναφέρθηκαν, και να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», ολοκλήρωσε την ομιλία του ο κ. Στουρνάρας.

Νομισματική και δημοσιονομική πολιτική στη ζώνη του ευρώ

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του στην εκδήλωση του ΙΟΒΕ και του KAS, ο κ. Στουρνάρας μετέφερε τη θέση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, που πρόσφατα επανέλαβε ότι η νομισματική πολιτική χρειάζεται να παραμείνει διευκολυντική έως ότου διαπιστώσει ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς τον στόχο που έχει θέσει. Όπως διατυπώθηκε στην τελευταία του συνεδρίαση στις 23 Ιανουαρίου, το πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής διατηρείται αμετάβλητο, καθώς τα στοιχεία του προηγούμενου μήνα συνάδουν με τα βασικά σενάρια για συνεχιζόμενη, αλλά συγκρατημένη, ανάπτυξη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Στις εργασίες εκείνου του Δ.Σ., περιλαμβάνεται και η εκτίμηση ότι οι κίνδυνοι παραμένουν καθοδικοί και κάποιοι από αυτούς έχουν πλέον αμβλυνθεί, αλλά ανάλογα με τις συνθήκες δήλωσε «έτοιμο να προσαρμόσει τα μέσα που διαθέτει».

Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε στην ομιλία του ότι αντιδρώντας στις βαθιές αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ξεκίνησε μια ευρεία και «με ανοιχτό πνεύμα» επανεξέταση της στρατηγικής του για τη νομισματική πολιτική, που θα καλύπτει διάφορα θέματα και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2020, αναφέροντας ενδεικτικά: (α) την ποσοτική διατύπωση του στόχου για τη σταθερότητα των τιμών, (β) την ένταξη μη συμβατικών εργαλείων στην τακτική εργαλειοθήκη της νομισματικής πολιτικής, (γ) την οικονομική και η νομισματική ανάλυση, μέσω των οποίων αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών, και (δ) τις επικοινωνιακές πρακτικές συναλλαγών.

«Η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη», δήλωσε, «η δημοσιονομική επέκταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο, σε ψηφιακές τεχνολογίες και σε καθαρές πηγές ενέργειας, επενδύσεις που θα ενισχύσουν τη συνολική ζήτηση βραχυπρόθεσμα και την παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν μεσομακροπρόθεσμα και θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο πρέπει να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερο προς την ανάπτυξη με υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις και χαμηλότερη φορολογία».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα