Κατερίνα Κροτοπούλου: «Αγνότητα, αυθεντικότητα, δημιουργία: οι συνισταμένες των παιδιών»

Με την ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου της βιβλίου «Μικροί Θεοί» από τις εκδόσεις Πηγή, η συγγραφέας μιλά στην «Α»

«Ανώτερος είναι εκείνος που δεν χάνει την παιδική του καρδιά», έλεγε ο Κινέζος φιλόσοφος Μένκιος. Και για να τη διατηρήσουμε, χρειαζόμαστε παιδεία, γνώση, φιλοσοφία. Η Κατερίνα Κροτοπούλου εμβάθυνε στην παιδική ψυχή, και δικαίως χαρακτήρισε τα παιδιά «μικρούς θεούς». Τα πώς και τα γιατί, όμως, μας τα εξηγεί στη συνέντευξη που μας παραχώρησε με τόση ευγένεια, με την ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου βιβλίου της «Μικροί Θεοί» από τις εκδόσεις Πηγή.

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου 

Κυρία Κροτοπούλου, πώς σκεφτήκατε τον τίτλο «Μικροί Θεοί»;

«Γενικά, η έμπνευση  προήλθε από την  Αθηνά και τον Φοίβο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Από εκείνους ξεκίνησα και έτσι όπως ενέπλεξα τα παιδιά στην όλη ιστορία, ήλθε μόνος του ο τίτλος, αβίαστα. Και αυτό πιστεύω γιατί, μέσα μου, πάντα έτσι ονόμαζα τα παιδιά και οτιδήποτε αληθινά παιδικό, υπό την έννοια της αγνότητας, της αυθεντικότητας και της δημιουργίας».

Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;

«Στο μυαλό και στην ψυχή ενός ιδιόμορφου για τον πολύ κόσμο ανθρώπου, γεννιέται μια ιστορία ταξίδι, με προορισμό το νόημα της ζωής. Συνηθίζει να φτιάχνει ιστορίες για να φτάσει κάπου, αλλά αυτή είναι η τελευταία του και είναι σαν να της δίνει την πνοή του φεύγοντας. Οι βασικοί του ήρωες είναι δυο μικρά παιδιά, που δεν είναι συνηθισμένα παιδιά, αλλά εγγόνια αρχαίων θεών, της Αθηνάς και του Απόλλωνα, αντίστοιχα. Έχουν κληρονομήσει τα σημαντικότερα από αυτά που ξέρουμε για τους δύο αυτούς θεούς, αλλά διαθέτουν και από μια εξαιρετική ικανότητα ο καθένας τους. Η Αθηνά μπορεί και διαβάζει, ακούει τις σκέψεις έμβιων και μη, ενώ ο Απόλλων νιώθει και καταλαβαίνει τα συναισθήματά τους. Αυτοί οι δύο μικροί θεοί, λοιπόν, θα συναντηθούν κάποια στιγμή και έχοντας συνοδοιπόρους άλλα παιδιά και εμάς τους αναγνώστες βέβαια, θα ταξιδέψουν προς την ανακάλυψη του νοήματος  της ζωής, το οποίο πριν το συναντήσουν, θα τους έχει δώσει αρκετά στοιχεία πρόγευσής του κατά την πορεία τους, μέσα από εμπειρίες και γεγονότα που εκείνοι φυσικά θέλησαν να γευτούν και να αφομοιώσουν».

Ποια ήταν η πρώτη φορά που σκεφτήκατε ότι θέλετε να γράψετε ένα βιβλίο; Το ερέθισμα που είχατε σας παρακίνησε να ξεκινήσετε αμέσως τη συγγραφή του;

«Ανέκαθεν ήμουν των ‘ιστοριών’.  Από μικρή, έφτιαχνα σενάρια, χωρίς να τα ονομάζω φυσικά έτσι. Όπως άλλωστε κάθε τι πηγαίο, εμείς δεν το ονομάζουμε, οι γύρω το καταλαβαίνουν και μας το λένε. Είχαν αρχίσει λοιπόν να μου  λένε κατά καιρούς ότι έχω μεγάλη φαντασία, σαν συγγραφέας, και έτσι μπήκε λίγο-λίγο στο μυαλό μου. Και αυτό το λίγο-λίγο και το σιγά-σιγά, κράτησε πολύ καιρό, οπότε η ‘επίσημη’ συγγραφή, άργησε σχετικά. Τους ‘Μικρούς θεούς’ όμως, τους ξεκίνησα όντως αμέσως μετά το ερέθισμα».

Πώς είναι για έναν συγγραφέα η επόμενη ημέρα της έκδοσης του βιβλίου; 

«Νομίζω, ανάλογα με την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα του. Κάποιοι μπορεί να ενθουσιάζονται, κάποιοι μπορεί να είναι πιο σιωπηλοί, κάποιοι άλλοι ίσως να το θεωρούν φυσικό και δεδομένο, σαν να ήταν πάντα έτσι. Εγώ –όπως κάνω γενικά βέβαια– κυρίως το ζω κατά την προσμονή και, όταν συμβεί, παγώνω ευχάριστα για λίγο και μετά είναι σαν να υπήρχε πάντα. Όπως και να έχει, είναι μια ‘γέννα’, μία έκθεση αλλά και μια επέκταση και επικοινωνία, με ό,τι μπορεί να προκαλεί στον καθένα αυτό». 

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής υπήρξαν εμπόδια που σας έβαλαν προς στιγμήν σε αμφιβολία για την ομαλή έκβασή του; 

«Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, όχι. Γιατί αφενός κυλούσε μόνο του και, αφετέρου, απλώς έγραφα, δεν σχεδίαζα την έκδοσή του τότε». 

Πού γράψατε το βιβλίο σας;

«Υπάρχει το τυπικό ‘πού’ και το ουσιαστικό. Το τυπικό ‘πού’ ήταν η Θεσσαλονίκη. Σε πολλούς έχει συμβεί αυτό. Εμπνέει η Θεσσαλονίκη, μαζί βέβαια και με τη στιγμή του καθενός. Σε μένα  αυτή η πόλη λειτούργησε ως προς το γράψιμο, πολύ αφαιρετικά, δηλαδή με μάζευε, με συγκέντρωνε στον εαυτό μου, στην ουσία. Δεν ξέρω, άλλοι ξεσαλώνουν στη Θεσσαλονίκη. Εγώ συγκεντρώθηκα. Μάζεψα και τακτοποίησα ό,τι είχα ως εσωτερική συγκομιδή, από ανθρώπους, συναισθήματα, τρόπους σκέψης και τόπους». 

Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;

«Κάτι που σε παίρνει από το χέρι, σαν γονιός, σαν αδελφός, σαν δάσκαλος, σαν φίλος…» 

Ετοιμάζετε το επόμενό σας βήμα στον κόσμο της λογοτεχνίας;

«Υπάρχουν αρκετά γραπτά μου στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου και αρκετά επίσης στον δικό μου ‘σκληρό’,  υπό επεξεργασία όμως. Τα βασικά είναι τρία. Ένα μυθιστόρημα –κι αυτό γραμμένο στη Θεσσαλονίκη– το οποίο θέλω να αναπροσαρμόσω, μία σχεδόν έτοιμη σειρά διηγημάτων μου, και το πιο τολμηρό, ένα δεύτερο μυθιστόρημα, για το οποίο δεν έχω γράψει ούτε μία λέξη ακόμα, αλλά βρίσκεται μέσα μου. Θα βασίζεται στην κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη ζωή του πρόσφυγα παππού μου. Αυτήν τη συγγραφή τη νιώθω σαν ανάγκη, σαν ευγνωμοσύνη προσωπική, σαν μεγάλη προίκα που οφείλω να μοιραστώ.  Και ίσως το βάρος και το μέγεθός της, να με έχει κάνει να την αφήνω για αργότερα, να τη ‘ζεσταίνω’ τόσον καιρό, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα