Κάθε πράγμα στον καιρό του και τα δύσκολα νομοσχέδια τον… Ιούλιο

Ο πρώτος καύσωνας του καλοκαιριού που πλήττει αυτές τις ημέρες τη χώρα και μας έχει κάνει όλους να βγάλουμε την μπέμπελη φαίνεται ότι θα διαρκέσει όλο τον Ιούλιο με το πολιτικό θερμόμετρο να χτυπάει στην κυριολεξία κόκκινο.

Του Μιχάλη Κωτσάκο

Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να τρέξει με γρηγορότερους ρυθμούς το κυβερνητικό έργο και να προωθηθούν προς ψήφιση όλα τα «επικίνδυνα» και «αντιδημοφιλή» νομοσχέδια, στα οποία υποτίθεται ότι θα έβγαινε όλος ο κόσμος στους δρόμους, αποδεικνύεται σωστή. Αφενός μεν επειδή ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του έχουν αποκρυπτογραφήσει νωρίς ότι οι πολίτες επιθυμούν φυγή προς τα εμπρός, αφετέρου δε διότι η επαναστατική γυμναστική δεν είναι ελκυστική. Κάτι που φάνηκε και με τη «μητέρα των μαχών», όπως είχε ονομάσει ο Αλέξης Τσίπρας την ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου, όπου δεν… άνοιξε ούτε μύτη. Επίσης και οι διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν ακόμη και με τη συμμετοχή των επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης (Τσίπρας, Γεννηματά, Κουτσούμπας και Βαρουφάκης) αποδείχθηκαν «τζούφιες».

Οπότε, πολύ λογικά ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος εντός του Ιουλίου να τρέξει τρία νέα νομοσχέδια, όπως αυτό για το νέο σχολείο, το καινοτόμο σύστημα επικουρικής ασφάλισης και τη νομοθετική παρέμβαση με στόχο την αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας. Κάτι που επεσήμανε και στο Υπουργικό Συμβούλιο της Τετάρτης, υποστηρίζοντας για μία ακόμη φορά πως «οι πολίτες μπορεί να σκέφτονται ήδη τις διακοπές τους, εμείς πάλι όχι, γιατί οι μεταρρυθμίσεις της Κυβέρνησης δεν προβλέπεται να κάνουν διακοπές ούτε φέτος».

Αποφασισμένος να περάσει το καλοκαίρι όλα τα νομοσχέδια από την Βουλή είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης

Η διαφορετική προσέγγιση

Την ίδια ώρα που ο κ. Μητσοτάκης αναφερόταν στις νέες νομοθετικές παρεμβάσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Αλέξης Τσίπρας στη δική του εισήγηση προς το Πολιτικό Συμβούλιο του κόμματός του ισχυριζόταν πως «τώρα ξεδιπλώνεται όλη η βαριά πολιτική ατζέντα της κυβέρνησης Μητσοτάκη: Εργασιακό με μειώσεις μισθών, απλήρωτη εργασία και απολύσεις, ασφαλιστικό με ιδιωτικοποίηση της επικούρισης, πτωχευτικός χωρίς προστασία πρώτης κατοικίας, και συγχρόνως φραγμοί και κόφτες στην είσοδο μαθητών στα πανεπιστήμια. Τώρα και τον επόμενο χρόνο, με τα δεδομένα της ακολουθούμενης πολιτικής Μητσοτάκη, θα κριθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί της επόμενης κάλπης».

Και πλέον με κάθε επισημότητα μπορούμε να μιλάμε όχι απλά για διαφορετική προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων και των ευκαιριών που προκύπτουν στη μετά πανδημία περίοδο, αλλά για διαφορετικούς κόσμους.

Κι όπως υποστηρίζουν πολιτικοί αναλυτές, η αντιπαράθεση των κ.κ. Μητσοτάκη-Τσίπρα στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης για το εργασιακό «ήταν επί της ουσίας τα πολιτικά αποκαλυπτήρια για το πώς θα πορευθούν έως τις επόμενες εθνικές εκλογές ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Ο πρωθυπουργός εκτιμά πως ο απαξιωμένος Αλέξης Τσίπρας είναι ο καταλληλότερος για αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας. Ειδικά όσο το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εξακολουθεί να είναι ισχυρό και η πλειοψηφία των πολιτών σταυροκοπιούνται και ανάβουν λαμπάδες ευχαριστώντας τον Θεό που την πανδημία διαχειρίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία και όχι ο Τσίπρας με τον Πολάκη.

Η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να επιτεθεί στην κα Γεννηματά, λέγοντάς της πως «έχει γίνει απομίμηση του Αλέξη Τσίπρα», προειδοποιώντας επίσης ότι «οι πολίτες προτιμούν πάντα τα αυθεντικά από τις απομιμήσεις», ήταν ένα επιπλέον άνοιγμα στους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ, οι οποίοι κι αυτοί υπολογίζονται στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και όταν έρθει η ώρα, εάν δουν τα σκούρα, θα προτιμήσουν Μητσοτάκη από επάνοδο Τσίπρα. Επίσης με τη σφοδρή επίθεση στην κα Γεννηματά ο πρωθυπουργός ανέδειξε την απόφασή του να μη συζητήσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε μετεκλογικής συνεργασίας και να προχωρήσει σε διπλή εκλογική αναμέτρηση, ώστε από τη μία να «αφοπλίσει» την απλή αναλογική και από την άλλη να έχει μπροστά του άλλη μία καθαρή τετραετία με αυτοδυναμία.

Εξάλλου, ο κ. Μητσοτάκης έχει αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του πως το δίλημμα των επόμενων εκλογών θα είναι ξεκάθαρο: «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», κάτι που σημαίνει πως αναπόφευκτα θα πάμε σε προσωποκεντρικές και πολωτικές εκλογές. Επειδή ωστόσο οι εκλογές, όπως έχει πει ο κ. Μητσοτάκης, θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, ο πρωθυπουργός προσανατολίζεται στο να κερδίσει στο ιδεολογικό πεδίο τους αντιπάλους του, εφαρμόζοντας τις προεκλογικές δεσμεύσεις του και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το Ταμείο Ανάκαμψης.

Από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι δεν έχει καμία τύχη στο να κερδίσει τις επόμενες εκλογές όποτε κι εάν διεξαχθούν, και γι’ αυτόν τον λόγο συντηρεί το παραμύθι της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Ο στόχος του κ. Τσίπρα είναι να κάνει γνωστό στους πάντες ότι δεν επιθυμεί διπλή εκλογική αναμέτρηση. Προτιμά την ήττα με απλή αναλογική, αναζητώντας πρόθυμους ηλίθιους ώστε να σχηματίσει μία τρικομματική ή και τετρακομματική κυβέρνηση, η οποία μπορεί να εξελιχθεί και σε «τσίρκο Μεντράνο». Αυτό ουδόλως τον ενδιαφέρει, αρκεί να εγκατασταθεί εκ νέου στο Μαξίμου. Προς το παρόν με τα σχέδια επί χάρτου του κ. Τσίπρα και του επιτελείου του γελούν και τα παρδαλά κατσίκια, αλλά δεν έχει μείνει και τίποτε άλλο στον κ. Τσίπρα. Δεν είναι μόνο ότι στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία υπολείπεται 17 ποσοστιαίες μονάδες από τον κ. Μητσοτάκη. Μένει πίσω με 13% και από τον «Κανένα». Μιλάμε, τέτοια δραματικά ποσοστά δεν είχε ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου την εποχή της παντοδυναμίας του Κώστα Καραμανλή το 2004-2007.

Η πορεία της οικονομίας μετά την πανδημία είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει εστία νέων αντιπαραθέσεων στη Βουλή

 

Οι νέες συγκρούσεις

Στο Μαξίμου θεωρούν ότι το νέο πεδίο σύγκρουσης με την αντιπολίτευση και ειδικά με τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι στο νομοσχέδιο για το νέο σχολείο που θα εισαχθεί στη Βουλή τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου.  Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Υπουργικό Συμβούλιο έδειξε τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τη δημόσια εκπαίδευση:  «Η εκπαίδευση, το σχολείο μας, έχει έρθει η ώρα να απεγκλωβιστεί από το Υπουργείο. Τα μαθήματα να γνωρίζουν νέους ορίζοντες, οι διδάσκοντες να αξιολογούν αλλά και να αξιολογούνται σωστά. Στο εξής, λοιπόν, οι σχολικές μονάδες αυτονομούνται στις τάξεις, και αυτό το θεωρώ εξαιρετικά σημαντική τομή. Θα υπάρχει ανοιχτή επιλογή βιβλίων και εναλλακτικές μέθοδοι εξέτασης, ώστε να καταργηθεί η αποστήθιση και να καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη αλλά και η συνεργασία μεταξύ των μαθητών. Και, βέβαια, ο εκπαιδευτικός αναλαμβάνει κεντρικό, πρωταγωνιστικό παιδαγωγικό ρόλο, γι’ αυτό εξάλλου και θα επιμορφώνεται διαρκώς, ενώ το έργο του θα αποτιμάται ώστε να έχει κάθε βοήθεια να γίνει καλύτερος, να γίνει καλύτερη. Με μια αλλαγή που περιγράφεται με τρεις λέξεις: ελευθερία, αυτονομία, λογοδοσία».

Και μόνο από την αναφορά του πρωθυπουργού καταλαβαίνει ο καθένας ότι θα βρει απέναντί του όλον τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν συμφωνεί με κανέναν νεωτερισμό. Εξάλλου, ποιος μπορεί να λησμονήσει τη φράση του καθηγητή Αριστείδη Μπαλτά (πρώην υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ) ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά», αλλά και αυτή του Νίκου Καρανίκα (στρατηγικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Τσίπρα) ότι «η καριέρα είναι χολέρα».

Αλλά και στο νομοσχέδιο για την επικουρική ασφάλιση θα υπάρχουν αντιδράσεις. Αφενός μεν διότι δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως μελέτη τού τι συμβαίνει στην Ευρώπη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου δε επειδή ένα στέλεχος της Κεντροαριστεράς, ο Πάνος Τσακλόγλου, επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη βασιζόμενος στο μοντέλο της Σουηδίας, όπου επί πολλά έτη κυβερνούν Σοσιαλδημοκράτες και το αντίστοιχο κεφαλοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης είχε και τη σφραγίδα του αείμνηστου Ούλοφ Πάλμε. Και φυσικά στον ΣΥΡΙΖΑ αρνούνται να πιστέψουν την ειδική ρήτρα που υπάρχει στο νομοσχέδιο του υφυπουργού Εργασίας ότι,  ανεξάρτητα από την πορεία των επενδύσεων, η τελική σύνταξη δεν θα μπορεί να είναι χαμηλότερη, δεν θα μπορεί να είναι μικρότερη από αυτή που αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών του εργαζόμενου.

 Οι λόγοι της σταθερότητας

Όλα τα παραπάνω, όπως τονίζουν οι πολιτικοί αναλυτές, εξηγούν και την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης που, ακόμη και μετά από μία κρίση, εξακολουθεί να έχει τέτοιες αντοχές. Είναι χαρακτηριστικό πως από το 2007 και μετά όλες οι κυβερνήσεις στο μέσον της θητείας τους υπολείπονταν δημοσκοπικά. Κι όμως, τώρα η διαφορά κυμαίνεται από 12-17%. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί την εξαίρεση. Δύο χρόνια μετά τις εκλογές έχει διευρύνει τη διαφορά της από την αντιπολίτευση. Επιπλέον, όπως δείχνουν όλες οι μετρήσεις, το δυνητικό εκλογικό της ποσοστό, τη στιγμή αυτή, υπερβαίνει εκείνο των προηγούμενων εκλογών.

Και με βάση τις αναλύσεις υπάρχει εξήγηση. Κατ’ αρχάς οι πολίτες κρίνουν πως η κυβέρνηση υλοποιεί τις προεκλογικές της εξαγγελίες. Έχει προωθήσει πολιτικές μείωσης φόρων και εισφορών, προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων, βελτίωσης της δημόσιας ασφάλειας και περιορισμού των μεταναστευτικών ροών. Στο οικονομικό πεδίο, είναι αξιοσημείωτο ότι η κατεύθυνση της φορολογικής κι επενδυτικής πολιτικής παραμένει αμετάβλητη, παρά την ύφεση που έχει επιφέρει η πανδημία.

Επίσης, η παρουσία στην κυβέρνηση πολλών στελεχών της κεντροαριστεράς έχει αποδυναμώσει στον μέγιστο βαθμό τα αντιδεξιά ανακλαστικά των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Ακόμη κι αυτοί που δεν ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία δεν είναι αντίθετοι σε πολλές από τις αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δείγμα ότι το 25% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί με τον πρωθυπουργό. Αυτό είχε να συμβεί από την εποχή που ήταν πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου εξελιχθεί σε οδοστρωτήρα.

Ταυτόχρονα, το κυβερνών κόμμα διατηρεί με ευκολία το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, καθώς εκμεταλλεύεται στο έπακρο όλα τα δώρα εκ μέρους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επίσης καλύπτει τις δικές της αστοχίες, θέτοντας το δίλημμα του τι θα είχε συμβεί εάν διαχειρίζονταν την πανδημία ο Τσίπρας, ο Πολάκης, ο Καρανίκας και τα άλλα παιδιά. Και φυσικά η κυβέρνηση παίρνει υψηλό βαθμό στη διαχείριση των κρίσεων. Από τον Έβρο και τα ελληνοτουρκικά έως την πανδημία, οι χειρισμοί της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις μετρήσεις, αξιολογούνται θετικά. Συνεπώς η Ν.Δ. φαίνεται πως έχει διατηρήσει την πολιτική της αξιοπιστία και κατ’ επέκταση την εμπιστοσύνη της εκλογικής της βάσης.

Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν. Η οικονομία βρίσκεται σε κρίση, με συνέπεια η δυσαρέσκεια και η απαισιοδοξία για το μέλλον να είναι, σύμφωνα με τις μετρήσεις, υψηλές. Βεβαίως, για την ώρα τουλάχιστον, η κυβέρνηση δεν χρεώνεται, στα μάτια της κοινής γνώμης, την ευθύνη για τις αρνητικές οικονομικές εξελίξεις. Η αιτία θεωρείται εξωγενής και αποδίδεται κυρίως στον κορωνοϊό. Από τη στιγμή όμως που θα ξεπεραστεί η πανδημία, η Ν.Δ. θα αρχίσει εκ των πραγμάτων να χρεώνεται την ευθύνη για την κατάσταση της οικονομίας. Στις συνθήκες αυτές θα κληθεί να προστατέψει την πολιτική της αξιοπιστία και τη δημοσκοπική της απήχηση.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα