Κωνσταντίνος Τασούλας: Ένας βολικός Πρόεδρος (για το δεξιό ακροατήριο…)

Θα ζητήσει, άραγε, εξηγήσεις ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να πληροφορηθεί τι εννοούσε η κυβέρνηση όταν είπε ότι «η συζήτηση με την Τουρκία σημαίνει διεκδίκηση και όχι διαπραγμάτευση»;

Γράφει η «Άγρια Μέλισσα» (*)

Ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη η πρότασή του για την ανάληψη του θώκου της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η πρότασή του είναι ο νυν Πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας. Όπως χαρακτηριστικά είπε στο διάγγελμά του «η πατρίδα χρειάζεται Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μακρά διαδρομή στα κοινά και με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά» και ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι απαραίτητα γιατί βρισκόμαστε «σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον».

Έκρινε, επίσης, ο Κ. Μητσοτάκης ότι ο Κ. Τασούλας είναι ένα πρόσωπο ευρείας αποδοχής επειδή έχει εκλεγεί 3 φορές πρόεδρος της Βουλής και επειδή έχει διευθύνει με «τρόπο άψογο… τις εργασίες της Βουλής». Επίσης, ο Κ. Μητσοτάκης εξήρε την προσωπικότητα του εκλεκτού του υπογραμμίζοντας ότι «δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να φιλοτεχνήσει το δικό του επικοινωνιακό προφίλ», ότι είναι απλός και σεμνός.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα χαρακτηριστικά που αρκούν, κατά τον Κ. Μητσοτάκη, να έχει αυτός που προορίζεται για τη θέση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος. Ένας άοσμος, άγευστος Πρόεδρος. Όπως ακριβώς, δηλαδή, και η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου.

Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση του Κ. Τασούλα για την ανάληψη του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος, έχει και κάποιες ιστορικές πρωτιές, καθώς είναι η πρώτη φορά από το 1980, οπότε και εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που προτείνεται για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ένας νυν βουλευτής και ένα νυν μέλος της κυβερνώσας παράταξης. Έκτοτε, από το 1985, στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας εκλέγονταν πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν εκτός του κοινοβουλίου μεν, είχαν ωστόσο σαφέστατο πολιτικό κύρος (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Κάρολος Παπούλιας, Προκόπης Παυλόπουλος).

Προφανώς, ο Κ. Μητσοτάκης ζήλεψε(;), αντέγραψε(;) τον Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος το 1995, ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (διαδεχόμενος τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) είχε προτείνει για ΠτΔ τον Πρόεδρο της Βουλής Αθ. Τσαλδάρη, ως αντίβαρο στην εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα του Κ. Στεφανόπουλου, τον οποίο είχε προτείνει η «Πολιτική Άνοιξη» του Αντώνη Σαμαρά και εν τέλει εξελέγη.

Με βάση την κρίση του Κ. Μητσοτάκη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν χρειάζεται να έχει πολιτικό εκτόπισμα, δεν χρειάζεται να έχει φωνή, αλλά η θέση του και ο ρόλος του πρέπει να περιορίζεται στην υποδοχή των υψηλών καλεσμένων της Κυβέρνησης.

Δεν θέλει έναν πρόεδρο της Δημοκρατίας του πολιτικού αναστήματος του Κωστή Στεφανόπουλου, ο οποίος το 1999 ενώπιον του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον εκφώνησε έναν πύρινο λόγο, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πλέον ιστορικός στην μεταπολιτευτική ιστορία, σχολιάζοντας όλα τα εθνικά θέματα, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, σημειώνοντας εμφατικά και όπως αρμόζει στον ανώτατο θεσμικό παράγοντα της χώρας ότι:

«Επωφελούμενος από το μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον σας για την επίλυση του επί 25ετίαν χρονίζοντος Κυπριακού προβλήματος, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω προς όλους τους παρευρισκομένους ότι το πρόβλημα αυτό προκλήθηκε από την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στη νήσο, προς αποκατάστασιν, όπως τότε είπε, του διαταραχθέντος από την απόπειρα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου νομίμου πολιτεύματος, ότι έκτοτε και παρά την αποκατάσταση της νομιμότητος συνεχίζει την κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και αρνείται να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.{…}

»Αλλά υπάρχουν και οι λεγόμενες διαφορές στο Αιγαίο. Ο προσδιορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδος, του μόνου δηλαδή υπαρκτού προβλήματος, θα είχε επιτευχθεί εάν η Τουρκία εδέχετο ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως προβλέπουν οι διατάξεις του δικαίου της θαλάσσης, το οποίον έχει αποδεχθεί και η μεγάλη σας χώρα, οι διεκδικήσεις επί διαφόρων νήσων και νησίδων του Αιγαίου δεν θα έπρεπε ούτε ως σκέψεις να διατυπωθούν, αν η Τουρκία ενθυμείτο τις υποχρεώσεις της τις προκύπτουσες από τη Συνθήκη της Λωζάννης συμφώνως προς τα άρθρα 12 και 16 της οποίας παρητήθη παντός δικαιώματος και οποιουδήποτε τίτλου επί νήσων κειμένων πέραν των τριών μιλλίων από τις ακτές της, με εξαίρεση την Ιμβρο, Τένεδο και τη νήσο των Λαγωών, η απειλή πολέμου δεν επιτρέπεται να διατυπώνεται σε καμιά περίπτωση από τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, πολύ περισσότερο όταν διατυπώνεται εν σχέσει με την άσκηση δικαιώματος αναγνωριζομένου από το Δίκαιο της Θαλάσσης, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων.».

Δεν θέλει καν έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το κύρος του Προκόπη Παυλόπουλο, το οποίο δεν είχε υποστηρίξει στην διαδικασία εκλογής του το 2015, αναφέροντας για αυτόν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν είναι άξιος για το ανώτατο θεσμικό αξίωμα, ο οποίος όμως όταν υποδέχθηκε το 2017 τον Πρόεδρο της Τουρκίας Τ. Ερντογάν δεν δίστασε να υπογραμμίσει και μάλιστα εκτός πρωτοκόλλου ότι «Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν χρειάζεται αναθεώρηση. Δεν αφήνει περιθώρια ούτε για γκρίζες ζώνες και ρυθμίζει τα θέματα για μειονότητες, λέγοντας ότι στην Ελλάδα υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα. Επειδή ξέρω το ενδιαφέρον σας και για το ευρωπαϊκό μέλλον των βαλκανικών χωρών, το ίδιο ισχύει και για αυτές. Ονόματα που εκπέμπουν αλυτρωτισμό δεν γίνονται αποδεκτά. Τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Όπως επίσης οι χώρες της ΕΕ πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και για να έρθουμε σε ένα θέμα που δεν είναι διμερές, ξέρετε πόσο εμείς οι Έλληνες θέλουμε το Κυπριακό να λυθεί. Η λύση οφείλει να σέβεται την κυριαρχία κράτους-μέλους της ΕΕ, κάτι που είναι γνωστό.».

Ο Κ. Μητσοτάκης θέλει έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας σαν την Κ. Σακελλαροπούλου, που όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Τ. Ερντογάν το 2023 το μόνο που τόλμησε να πει ήταν «Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν ζητήματα στα οποία διαφωνούν οι δύο χώρες, είναι σημαντική η διατήρηση και εμπέδωση του θετικού κλίματος», ακολουθώντας κατά γράμμα την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, και έναν Πρόεδρο σαν τον Κ. Τασούλα, ο οποίος όταν είχε υποδεχτεί τον Αμερικανό γερουσιαστή Μενέντεζ το 2021 του χάρισε μία γκραβούρα λέγοντας ότι «σας παραδίδουμε την Ελλάδα σήμερα στα χέρα σας». Αυτούς τους «σεμνούς και απλούς» θέλει ο Κ. Μητσοτάκης να καταλαμβάνουν τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και ίσως στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος να προτείνει εκτός άλλων την αλλαγή του πολιτεύματος από προεδρευομένη σε πρωθυπουργευομένη Δημοκρατία!

Ειρήσθω εν παρόδω, ο λόγος για τον οποίο το Σύνταγμα (πριν την αναθεώρησή του το 2019) προέβλεπε αφενός αυξημένες πλειοψηφίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με την μικρότερη να ανέρχεται σε 180 ψήφους εκ των 300 και αφετέρου διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εθνικών εκλογών, αν δεν επιτυγχάνονταν οι απαραίτητες πλειοψηφίες ήταν η αναγνώριση της υψηλής σημασίας του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονταν ότι το πρόσωπο που προτείνονταν και εν τέλει εκλέγονταν έχαιρε της ευρύτερης συναίνεσης από τα κόμματα που συμμετέχουν στη Βουλή και αντιπροσωπεύουν τους Έλληνες πολίτες. Ωστόσο, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019, η αξία του θεσμού της Προεδρίας της Δημοκρατίας αποδυναμώθηκε εντελώς, καθώς πλέον αρκούν 151 ψήφοι για να εκλεγεί κάποιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ακόμα και σχετική πλειοψηφία των παρόντων αν δεν επιτευχθεί η απόλυτη πλειοψηφία των 151 ψήφων! Αρκεί δηλαδή και ένας μόνος!

Είναι σημαντικό δε να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη συζήτηση για την αναθεώρηση αυτή του Συντάγματος το 2019 ο Κ. Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής είχε δηλώσει ότι «Είναι αυτονόητο, αυτονόητο ότι η συνταγματική πρόβλεψη για τελική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία δεν αναιρεί, το επαναλαμβάνω, δεν αναιρεί, την πολιτική ευθύνη της εκάστοτε πλειοψηφίας να αναζητεί πρόσωπο το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.».

Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι ο Κ. Μητσοτάκης εκτός του ότι δεν τηρεί τα ίδια τα λεγόμενά του, προτείνει ένα πρόσωπο για να αναλάβει το ύψιστο πολιτειακό αξίωμα, γνωρίζοντας ότι δεν θα εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, αλλά στην καλύτερη θα εκλεγεί με τις ψήφους των βουλευτών του και των βουλευτών των Σπαρτιατών, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που χαιρέτισαν την πρόταση αυτή (!), αλλά ταυτόχρονα πιστεύει ή θέλει να πιστεύει ότι προτείνοντας τον Κ. Τασούλα, θα ικανοποιήσει τόσο τους δεξιούς βουλευτές του κόμματός του, οι οποίοι έχουν εδώ και καιρό ξεσηκωθεί επισημαίνοντας την αριστερόστροφη πορεία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και τους δεξιούς ψηφοφόρους, οι οποίοι ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του νόμου για τον γάμο των ομόφυλων και το δικαίωμα τεκνοθέτησης από αυτούς, μετά την υποχωρητική στάση του απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και την απαξίωση των προκλήσεων από την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και την διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά έχουν γυρίσει την πλάτη στο νέο μόρφωμα στο οποίο έχει μετουσιωθεί το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κ. Μητσοτάκη.

Είναι σαφές ότι ο Κ. Μητσοτάκης, από όταν έγινε πρωθυπουργός της χώρας, έχει καταργήσει στο μυαλό του τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τον αντιμετωπίζει ως έναν άχρηστο θεσμό, στον οποίο πρέπει να βρίσκεται ένα πρόσωπο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Για τον λόγο αυτό πρότεινε στη θέση αυτή το 2020 την νυν πρόεδρο Κ. Σακελλαροπούλου και για τον λόγο αυτό πρότεινε σήμερα τον Κ. Τασούλα.

Το 2019, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με ποσοστό 39,85%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε ποσοστό 31,53%. Τότε, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας καρπώθηκε τη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει στον ελληνικό λαό η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και στόχος πλέον του Κ. Μητσοτάκη ήταν να «κερδίσει» όλους τους σημιτικούς και αριστερίζοντες ψηφοφόρους, καθώς οι πολιτικές συνθήκες περίοδο αυτή τον ευνοούσαν.

Ο Κ. Μητσοτάκης είχε φροντίσει μάλιστα η κυβέρνησή του να αποτελείται κατά ποσοστό 40% από εξωκοινοβουλευτικά μέλη, εκ των οποίων εξέχουσες υπουργικές θέσεις να καταλαμβάνουν πρόσωπα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ. Η πρόταση, συνεπώς, της Κ. Σακελλαροπούλου το 2020 ήταν η πλέον σωστή για τον Κ. Μητσοτάκη, καθώς με τον τρόπο αυτό έκλεινε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το μάτι σε όλους τους επονομαζόμενους αριστερούς προοδευτικούς ψηφοφόρους. Την ίδια τακτική ακολούθησε ο Κ. Μητσοτάκης και στην κυβέρνηση του σχημάτισε το 2023, τοποθετώντας και πάλι εξωκοινοβουλευτικούς σε εξέχουσες υπουργικές θέσεις προερχόμενους και πάλι από τις «ακαδημίες» του ΠΑΣΟΚ.

Έχοντας λοιπόν δημιουργήσει ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης με τις επιλογές του ένα νέο κόμμα υπό τον τίτλο «Νέα Δημοκρατία» αντιλήφθηκε (μάλλον αργά) ότι η απόφασή του να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά, που αποτελεί τον φάρο της παραδοσιακής δεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας, όπως είχε ιδρυθεί πριν 50 χρόνια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν το κερασάκι στην τούρτα τόσο για τους βουλευτές του κόμματος όσο και για τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος και το σφάλμα αυτό προσπαθεί να το διορθώσει με την πρόταση του Κ. Τασούλα.

Εν κατακλείδει, ο Κ. Τασούλας, όσο σεμνός και απλός άνθρωπος και αν είναι, όπως σημείωσε ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, όσο καλά και αν έχει καταφέρει να συντονίσει τους ομιλητές στη Βουλή, όσο και αν δεν έχει προσπαθήσει να φτιάξει «το επικοινωνιακό προφίλ του», όπως επίσης σημείωσε δεικτικότατα ο Κ. Μητσοτάκης, εξαπολύοντας υπόγειες βολές σε όλους όσοι έχουν γνώμη και θέση αντίθετη με τη δική του, δεν πρόκειται να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Θα είναι ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ιστορία του θεσμού που θα εκλεγεί μόνο από την πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος και την ευγενική χορηγία των ακροδεξιών βουλευτών των Σπαρτιατών.

Εξάλλου εδώ και 6 χρόνια ο Κ. Μητσοτάκης μόνος του τα αποφασίζει, μόνο το κόμμα του (να ‘ναι καλά η κομματική πειθαρχία) τα ψηφίζει, τι είναι και ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Ψύλλος στα άχυρα…

Υ.Γ.: Άραγε ο Κ. Τασούλας ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μας πει και σε εμάς τους φτωχούς πολίτες αυτής χώρας τι στο καλό εννοεί η κυβέρνηση όταν λέει ότι «η συζήτηση με την Τουρκία σημαίνει διεκδίκηση και όχι διαπραγμάτευση»; Τι στο καλό διεκδικούμε τόσα χρόνια από την Τουρκία; Έχουμε ως χώρα κάτι που ανήκει στην Τουρκία και διεκδικούμε να το κρατήσουμε; Έχει κάτι η Τουρκία και διεκδικούμε να το πάρουμε πίσω;

(*) Η «Άγρια Μέλισσα» είναι αρθρογράφος-δικηγόρος

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα