Με το… όπλο παρά πόδα η εγχώρια αμυντική βιομηχανία

Το διπλό στοίχημα της Ελλάδας σε μία Ευρώπη που επανεξοπλίζεται >> Σκληρή κριτική Μυτιληναίου στις Βρυξέλλες για ReArm και Τουρκία

Από εκεί που το θέμα της ενιαίας ευρωπαϊκής άμυνας συζητιόταν στα μεγάλα τραπέζια των ευρω-αξιωματούχων των Βρυξελλών μεταξύ τυριού και αχλαδιού και σε έναν φιλολογικό επίπεδο που πάντα κατέληγε στις καλένδες, πλέον έχει καταστεί μία εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα για τις εθνικές ηγεσίες των κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχει το όνομα «ReArm Europe» και που πρέπει να ικανοποιηθεί… χτες.

Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης

Από τη φούρια να τρέξουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα οι εξελίξεις στο κρίσιμο ζήτημα του προγράμματος επανεξοπλισμού της Ευρώπης δεν εξαιρείται η Ελλάδα, η οποία μάλιστα σε σχέση με τους υπόλοιπους εταίρους της έχει να εκπληρώσει έναν επιπλέον διπλό στόχο: αφενός να αναστήσει τη δική της αμυντική βιομηχανία που για χρόνια βρισκόταν στα αζήτητα, αφετέρου να αποτρέψει την πιθανότητα να χρηματοδοτηθεί με ευρωπαϊκά κονδύλια η πολεμική μηχανή μιας χώρας, εν προκειμένω της Τουρκίας, που απειλεί την Ελλάδα με casus belli, αν η χώρα μας ασκήσει τα νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Προσαρμογή στα νέα –δύσκολα– δεδομένα

Το «αν» και «πώς» η Τουρκία θα πάρει μερτικό από τον κουμπαρά του ReArm Europe μένει να φάνει στην πράξη (σ.σ. οι αστερίσκοι είναι πολλοί παρά τις θριαμβολογίες ότι μετά από την Σύνοδο Κορυφής που έγινε μεσοβδόμαδα στις Βρυξέλλες η Άγκυρα έμεινε εκτός νυμφώνος), αλλά αυτό που επείγει είναι να γίνει πράξη η αναγέννηση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Δεν πρόκειται για ένα εύκολο εγχείρημα καθώς ο κλάδος κουβαλώντας το «χάντικαπ» της χρόνιας εγκατάλειψης στην καλείται τώρα να καλύψει το όποιο χαμένο έδαφος και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που γεννούν οι απρόβλεπτες αλλαγές των γεωπολιτικών ισορροπιών αλλά και οι τεχνολογικές εξελίξεις που «τρέχουν» σε χρόνους dt στην αγορά των εξοπλισμών.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας σημαντικό κίνδυνο εθνικής ασφάλειας από τον εξ ανατολών γείτονά της, έχει επιδοθεί την τελευταία διετία σε ένα μπαράζ εξοπλισμών προκειμένου να εκσυγχρονίσει το υφιστάμενο στρατιωτικό οπλοστάσιό της σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, αλλά και να αναβαθμίσει σημαντικά την αποτρεπτική ισχύ της προμηθευόμενη σύγχρονα οπλικά συστήματα, κυρίως από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.

Το κόστος αυτών των εξοπλισμών είναι δυσθεώρητο, αν σκεφτεί κανείς ότι αρχής γενομένης από το 2024 και με χρονικό ορίζοντα το 2035, η Ελλάδα προβλέπεται να δαπανήσει κάτι λιγότερο από 13 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων και επιπλέον 6,6 δισεκατομμύρια που θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή εξοπλιστικών προγραμμάτων που ήδη έχουν συμβασιοποιηθεί. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα συνολικό ποσό που ξεπερνά τα 19 δισ. ευρώ εκ των οποίων μόνο… ψίχουλα πηγαίνουν στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Τρανό παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης είναι η πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία για την προμήθεια από τη χώρα μας των φρεγατών Belharra. Βάσει των όσων αποκάλυψε προ ημερών ο επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος μιλώντας στο συνέδριο «Η Ελλάδα μετά» που διοργάνωσε το think tank «Κύκλος Ιδεών», το ποσοστό προστιθέμενης αξίας που δόθηκε στις ελληνικές εταιρείες στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας δεν ξεπέρασε το 0,5%, όταν μάλιστα η Ελλάδα αποδεδειγμένα διαθέτει το know how να αναλάβει τέτοια πρότζεκτ έχοντας να επιδείξει την προ εικοσαετίας ναυπήγηση υποβρυχίων στα ναυπηγία Σκαραμαγκά.

 

Οι λόγοι που οδήγησαν στην απαξίωση

Βεβαίως η τελμάτωση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν έγινε εν μία νυκτί. Για να συμβεί ήρθαν και συναντήθηκαν πολλές αβελτηρίες σε τεχνοκρατικό, οικονομικό, αλλά και πολιτικό επίπεδο, που σε αδρές γραμμές απαριθμούνται ως εξής:

 

1] Δημοσιονομική κρίση και «κούρεμα» πόρων: Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα από το 2009 και μετά είχε σοβαρές συνέπειες σε όλους τους τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης και της αμυντικής βιομηχανίας. Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί μειώθηκαν δραματικά, με αποτέλεσμα να αναβληθούν ή και να ματαιωθούν προγράμματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης νέων αμυντικών συστημάτων. Η έλλειψη πόρων είχε ως συνέπεια την αδυναμία αναβάθμισης των εγχώριων υποδομών και την υπολειτουργία των αμυντικών βιομηχανιών.

 

2] Διαρθρωτικά προβλήματα και έλλειψη εκσυγχρονισμού: Η ελληνική αμυντική βιομηχανία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη σε παλιές και ξεπερασμένες τεχνολογίες. Αν και κάποιες εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να παράγουν σύγχρονα συστήματα, η ένδεια επενδύσεων σε αυτό που οι αγγλοσάξωνες οικονομολόγοι αποκαλούν «Research & Development», δηλαδή στην έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και η έλλειψη τεχνολογικής αναβάθμισης ψαλίδισαν την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας έναντι των ξένων. Η αδυναμία εκσυγχρονισμού των παραγωγικών γραμμών και η μη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στις παραγωγικές διαδικασίες οδήγησαν σε αναποτελεσματικότητα και κατέστησαν μη ελκυστικά από τη διεθνή ζήτηση τα ελληνικά εξοπλιστικά προϊόντα.

 

3] Αποτυχία ανασχεδιασμού με στρατηγική στόχευση: Η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις αλλαγές του διεθνούς αμυντικού τοπίου και στις νέες στρατηγικές ανάγκες της χώρας. Παρά τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας, η αμυντική βιομηχανία δεν είχε μια σαφή και συνεκτική στρατηγική που να εξυπηρετεί τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της χώρας. Ο διαρθρωτικός ανασχεδιασμός, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του τομέα, καθυστέρησε, γεγονός που είχε σοβαρές συνέπειες για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα των εταιρειών. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1996 και στην εθνική περιπέτεια των Ιμίων για να αρχίσουν να κινούνται τα πράγματα στην αμυντική βιομηχανία της χώρας και να αναδεικνύονται αξιόλογα και αξιόπιστα επιχειρηματικά σχήματα.

 

4] Διεθνείς πιέσεις και εξαρτήσεις: Η υπερβολική εξάρτηση από διεθνείς προμηθευτές και η υπαγωγή ελληνικής διπλωματίας σε εξωτερικές πολιτικές πιέσεις, λόγω των συμφωνιών με ξένες αμυντικές βιομηχανίες και διεθνείς οργανισμούς, περιόρισαν την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής παραγωγής. Η έλλειψη στρατηγικής αυτονομίας στον αμυντικό τομέα είχε ως αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση της εγχώριας παραγωγής και την αύξηση των εξαρτήσεων από ξένες χώρες για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού. Οι συμφωνίες και οι στρατηγικές προμήθειες συχνά περιόριζαν την προώθηση της εγχώριας βιομηχανίας, καθώς οι εταιρείες ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό από πολυεθνικές αμυντικές εταιρείες που διέθεταν πολύ μεγαλύτερους πόρους και τεχνογνωσία.

 

5] Πολιτικές αντιφάσεις και ανικανότητα λήψης αποφάσεων: Η πολιτική αστάθεια και η έλλειψη συνεκτικής στρατηγικής από τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Η έλλειψη πολιτικής συνέχειας, καθώς και οι συχνές αλλαγές δογμάτων στον τομέα της εθνικής άμυνας, οδήγησαν σε καθυστερήσεις και ασυνεπείς αποφάσεις που δεν επέτρεπαν στις ελληνικές εταιρείες να προγραμματίσουν και να υλοποιήσουν μεγάλα έργα. Η εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες και η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας συνέβαλαν στην απαξίωση του τομέα. Δεν αποτελεί μυστικό ότι εταιρείες όπως λόγου χάριν η ΕΑΣ και η ΕΛΒΟ αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα κακοδιαχείρισης και έπεσαν θύματα πολιτικών παρεμβάσεων, οι οποίες στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν έγιναν τροχοπέδη για την αναπτυξιακή πορεία τους με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε καθυστερήσεις παράδοσης έργων, στη σπατάλη πόρων και νομοτελειακά στη διακοπή της γραμμής παραγωγής.

6] Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και τεχνογνωσίας: Ακόμη ένας σημαντικός λόγος για την απαξίωση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας είναι η μείωση της διαθεσιμότητας εξειδικευμένου προσωπικού και η έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης σε σύγχρονες τεχνολογίες. Η συνεχής φυγή ταλαντούχων μηχανικών και επιστημόνων προς το εξωτερικό, σε συνδυασμό με την αδυναμία αναβάθμισης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, υπονόμευσαν την ικανότητα των εγχώριων αμυντικών εταιρειών να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά στην αγορά. Ευτυχώς αυτός ο παράγοντας «κινδύνου» εκλείπει εμφατικά χάρη στις παραγωγικές επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό κυρίως του ιδιωτικού τομέα που δραστηριοποιείται στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Τα βαριά ονόματα του κλάδου

Ευτυχώς οι παραπάνω δυσμενείς παράγοντες χωρίς να έχουν εξαλειφθεί παντελώς δεν εμποδίζουν παραδοσιακά ονόματα του ελληνικού επιχειρείν να επιμένουν να το… παλέβουν με καλύτερες προοπτικές για τη χώρα. Η κλεψύδρα μοιάζει να έχει γυρίσει καθώς και το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο κλάδο θερμαίνεται ζωηρά και η ελληνική τεχνογνωσία είναι κεκτημένη και το εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό δηλώνει «παρών». Θα έλεγα μάλιστα κάποιος ότι για τα μέτρα –πληθυσμιακά και γεωγραφικά– της χώρας, η Ελλάδα διαθέτει ικανές σε αριθμό και αξιόλογες εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, τέτοιες είναι η ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα), η νέα Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων, η ΕΛΒΟ 2020, καθώς και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής οπλικών συστημάτων και εξαρτημάτων για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Οι εταιρείες αυτές έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ένα επίπεδο παραγωγής και καινοτομίας, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση και οι περιορισμένοι πόροι έχουν περιορίσει τις δυνατότητες ανάπτυξης τους. Η ΕΑΣ, για παράδειγμα, παράγει πυρομαχικά, εκρηκτικά και άλλα συστήματα αμυντικού εξοπλισμού, η ΕΛΒΟ κατασκευάζει οχήματα και άλλα τεθωρακισμένα μέσα για τον στρατό και την αστυνομία, ενώ η ΕΑΒ θεωρείται η μεγαλύτερη αεροναυπηγική και αμυντική εταιρεία της χώρας.

Μπροστάρηδες METLEN και IDE

Στα παραπάνω σχήματα θα πρέπει να προστεθούν και γνωστά brand name που προέρχονται αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα και δραστηριοποιούνται με μεγάλη επιτυχία στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, όπως είναι η INTRACOM DEFENSE που παρέχει προηγμένα αμυντικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων ραντάρ, συστημάτων επικοινωνίας, αμυντικών τεχνολογιών και άλλων εξοπλισμών, καθώς και η METLEN Energy & Metals.

Ειδικότερα, η ΜΕTLEN, η εταιρεία του Ευάγγελου Μυτιληναίου ενισχύει εμφατικά τη στρατηγική παρουσία της στον τομέα της Άμυνας. Απόδειξη η επέκταση του βιομηχανικού συγκροτήματος του Βόλου με σκοπό να «μεταμορφωθεί» σε ένα σημαντικό αμυντικό hub στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η MΕTLEN υπέγραψε προσύμφωνο αγοράς ενός ακινήτου έκτασης 19 στρεμμάτων εντός της Α’ ΒΙΠΕ Βόλου με εργοστασιακές εγκαταστάσεις 5.000 m2 και σχεδιάζει ήδη την αγορά ενός ακόμα όμορου σε αυτό ακινήτου, εκτάσεως 8 στρεμμάτων. Όπως σημειώνουν οι άνθρωποι της METLEN, η εν λόγω έκταση συνορεύει και αποτελεί ενιαία έκταση με οικόπεδο περίπου 32 στρεμμάτων που απέκτησε η METLEN το 2023, εντός του οποίου ήδη κατασκευάζει σύγχρονη εργοστασιακή μονάδα για την παραγωγή υψηλής εξειδίκευσης μεταλλικών κατασκευών για αμυντικές εφαρμογές.

Η συνολική έκταση 60 στρεμμάτων θα ειδικεύεται στην κατασκευή αρμάτων καθώς και εξαρτημάτων, εξοπλισμού και ειδικών κατασκευών για θωρακισμένα στρατιωτικά οχήματα, με προηγμένη τεχνολογία συγκόλλησης και συναρμολόγησης, όπως έχει αναπτυχθεί από τη MΕTLEN την τελευταία τριακονταετία. Θυμίζεται ότι το επιχειρηματικό δημιούργημα του Ευ. Μυτιληναίου κατέχει ηγετική θέση στις βαριές και σύνθετες μεταλλικές κατασκευές, με τη βιομηχανική μονάδα του Βόλου να αναγνωρίζεται για τη διεθνή αμυντική της παραγωγή. Μάλιστα τα νέα της METLEN αναφορικά με την δραστηριοποίηση της εγχωρίας αμυντικής βιομηχανίας δεν περιορίζονται στους παραπάνω σχεδιασμούς καθώς στις 28 Απριλίου και στο πλαίσιο το event Capital Markets Day, στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, η διοίκηση Μυτιληναίου θα ανακοινώσει περισσότερα για την εντατικοποίηση του αμυντικού τομέα της MΕTLEN.

«Απασφάλισε» με τις Βρυξέλλες για ReArm και Τουρκία ο Μυτιληναίος

Όπως αναφέρθηκε εμβόλιμα στο ρεπορτάζ-έρευνα της «Α» για τη ελληνική αμυντική βιομηχανία, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της METLEN Energy & Metals, Ευάγγελος Μυτιληναίος έδωσε πριν από μερικά 24ωρα το «παρών» στο συνέδριο που διοργανώνει κάθε χρόνο η δεξαμενή σκέψης «Κύκλος Ιδεών» αφιερώνοντας ένα σημαντικό κομμάτι της τοποθέτησής του στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα αναφορικά με το πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Γηραιά Ηπείρου.

Με πολύ κριτική ματιά και πολύ σοβαρές αιχμές για την  ακολουθούμενη πολιτική των Βρυξελών ο Έλληνας επιχειρηματίας και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων (Eurometaux) εξέφρασε εύλογες απορίες για το πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει άμεσα ο ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός –που «τώρα θυμηθήκαμε» όπως είπε χαρακτηριστικά– χωρίς να γνωρίζουμε αν «διαθέτει η βιομηχανία την απαραίτητη τεχνογνωσία;» ή «πόσος χρόνος θα απαιτηθεί;», καθώς και «από πού θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι;».

Ο Ευ. Μυτιληναίος επέκρινε, εξάλλου, με δριμύτητα τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Τουρκία, επισημαίνοντας ότι τη θεωρεί σύμμαχο στον αμυντικό της εξοπλισμό. «Αν μιλάμε για επανεξοπλισμό, αυτό σημαίνει και μια πολιτική ένωση» υπογράμμισε ο διοικητικός ηγέτης της METLEN διερωτώμενος ωστόσο: «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ζητήματα ασφαλείας. Θα ενταχθούμε σε μια ευρωπαϊκή συμμαχία μαζί με την Τουρκία και θα στραφούμε κατά της Ρωσίας; Και ποιος θα σταθεί στο πλευρό μας αν αντιμετωπίσουμε πρόβλημα;».

Στη συνέχεια ο Ευ. Μυτιληναίος έθεσε το ερώτημα αν η Ευρώπη θα υποστηρίξει την Ελλάδα οικονομικά και στρατιωτικά, όπως έκανε με την Ουκρανία, δίνοντας ο ίδιος την απάντηση: «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Γι’ αυτό η Ελλάδα διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Λουξεμβούργο δεν ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει στο Αιγαίο».

Όσο αφορά, τέλος, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, ο γνωστός επιχειρηματίας διατράνωσε την πεποίθησή του ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός κάποιων περί ανυπαρξίας του κλάδου, καθώς όπως είπε μετά τη θερμή στρατιωτική εμπλοκή Ελλάδας-Τουρκίας στα Ίμια αναδείχθηκαν αμυντικές βιομηχανίες που «έμαθαν τη δουλειά» και σήμερα «λειτουργούν επτά ημέρες την εβδομάδα για να εξάγουν προϊόντα».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα