Μίριαμ Φρανκ: «Οι κοινές ανάγκες ενώνουν τους λαούς»

«Εξόριστη σε τρεις ηπείρους – Ιστορίες μιας νομαδικής ζωής». Και μόνο ο τίτλος του βιβλίου που κρατώ στα χέρια μου, από τις Εκδόσεις Καπόν σε μετάφραση Καρίνας Λάμψα, με προκαλεί όχι απλώς να το διαβάσω, αλλά να ρουφήξω κάθε του λέξη. Κάθε συναίσθημα που αντλείται από τις σελίδες του αλλά και τις 69 φωτογραφίες-ντοκουμέντα είναι συγκλονιστικό.
Η Μίριαμ Φρανκ από τότε που θυμάται τον εαυτό της βρίσκεται με μια βαλίτσα στο χέρι, αφήνοντας πίσω της τα πάντα και ξεκινώντας σχεδόν από το μηδέν. Όχι από επιλογή, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, αλλά από επιτακτική ανάγκη. Ο καιρός περνά και οι αλλαγές είναι τόσες που η ίδια δεν έχει καν τον χρόνο να τις επεξεργαστεί. Ωστόσο, πάντα μέσα της βρίσκονται ολοζώντανα τα τοπία από τα μέρη που επισκέφτηκε, οι μυρωδιές και τα χρώματα, αλλά κυρίως οι άνθρωποι… Έτσι, αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία της, στην οποία διηγείται τη δύσκολη αλλά και περιπετειώδη πορεία της. Στόχος της, να δώσει ελπίδα σε ανθρώπους που έχουν βιώσει την εξορία, αλλά και να μεταφέρει τις εμπειρίες της σ’ εκείνους που δεν έζησαν κάτι παρόμοιο, μειώνοντας έτσι το μεταξύ τους χάσμα.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά με τον τίτλο «My Innocent Absence – Tales from a nomadic life» (εκδ. Arcadia Books) αποσπώντας πολύ θερμές κριτικές και θα μπορούσε να πει κανείς πως εκτός από ένα πολύ τρυφερό βιβλίο είναι συνάμα και μια ιστορική καταγραφή με πολύ ιδιαίτερη ματιά.

Εμείς αναζητήσαμε την ίδια τη Μίριαμ Φρανκ, η οποία με μεγάλη ευγένεια μας παραχώρησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, προϊδεάζοντας τους αναγνώστες μας για τα «γιατί» και τα «διότι» της σπουδαίας αυτοβιογραφίας της.

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου

Ποια ανάγκη σάς οδήγησε να γράψετε την αυτοβιογραφία σας;

«Ξεκίνησα να γράφω σε μια προσπάθεια να ξετυλίξω το νήμα της δικής μου περίπλοκης ζωής. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, συνειδητοποίησα το πόσο σημαντικό είναι να μοιραστώ τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχω αποκτήσει με όλους εκείνους που έχουν σχετικά σταθερές ζωές, ώστε να τους βοηθήσω να καταλάβουν το φαινόμενο της μετανάστευσης. Αλλά και με όσους έχουν βιώσει τον πόνο και τις δυσκολίες του ξεριζωμού, ώστε να τους κάνω να αισθανθούν λιγότερο μόνοι. Το προσχέδιό μου ήταν αρχικά γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο και ανώνυμο, καθώς η σημασία της ιστορίας μου δεν έγκειται στη ζωή ενός συγκεκριμένου προσώπου. Αντίθετα, έχει τόσα κοινά στοιχεία με τις ζωές άλλων ανθρώπων και γι’ αυτό ένιωθα ότι είχε μεγάλη αξία να τη μοιραστώ. Πείστηκα να τη μετατρέψω σε πρώτο πρόσωπο μόνο και μόνο για να είναι πιο άμεση, ωστόσο η αρχική πρόθεσή μου παραμένει η ίδια».

⇒ Ακόμη και όταν δεν υπήρχε η επιτακτική ανάγκη για μετανάστευση, εσείς εξακολουθήσατε να ταξιδεύετε και να αλλάζετε τόπο διαμονής. Θεωρείτε πως η περιπλάνηση είναι κατά κάποιον τρόπο στο DNA σας;

«Οι αρχικές μετακινήσεις μου, όταν ήμουν παιδί, μου επιβλήθηκαν λόγω των πολέμων και των διώξεων. Ήταν απαραίτητες για την επιβίωσή μας. Μεγαλώνοντας, οι επόμενες μετακινήσεις προέκυψαν λόγω του διαζυγίου των γονιών μου και της επιθυμίας της μητέρας μου να βρίσκεται κοντά στην αδελφή της, έπειτα από τη διάσπαση της οικογένειά της λόγω του πολέμου. Καθώς έφτανα στην ενηλικίωση και ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου, επέστρεψα στην Ευρώπη για να βρω τις ρίζες μου. Να ανακαλύψω καλύτερα ποια είμαι, έπειτα από τις διαρκείς μετακινήσεις σε τόσο διαφορετικά μέρη όπως το Μεξικό και η Νέα Ζηλανδία. Πλέον, ζω στο Λονδίνο, από όπου έχω πρόσβαση σε όλη την Ευρώπη. Επίσης, μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω σε απομακρυσμένες περιοχές και να γνωρίζω άλλες κουλτούρες».

⇒ Ποια είναι η πιο δυνατή εικόνα που θυμάστε από τη νομαδική σας ζωή; 

«Μία που έρχεται στο μυαλό μου και είναι αντιπροσωπευτική, είναι να περπατάμε στη νέα μας χώρα, το Μεξικό, η μητέρα μου και εγώ – στα πέντε μου, έχοντας φτάσει με ένα μεγάλο καράβι γεμάτο πρόσφυγες από την Καζαμπλάνκα. Είχε προηγηθεί η φυγή μας από τη Γαλλία, στα μισά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκινήσαμε από το μικρό ξενοδοχείο δίπλα στο λιμάνι στην πόλη Βερακρούζ, όπου είχαμε περάσει το βράδυ. Περπατούσαμε σε έναν βρώμικο δρόμο με τις βαλίτσες στο χέρι, οδεύοντας προς το λεωφορείο που θα μας πήγαινε στην πόλη του Μεξικού, όταν συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει πίσω το μικρό μου μαξιλάρι. Παρακάλεσα τη μητέρα μου να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο για να το πάρω, όμως εκείνη αρνήθηκε καθώς θα χάναμε το λεωφορείο. Με θυμάμαι να κλαίω σ’ όλη τη διαδρομή. Εκείνο το μικρό μαξιλάρι ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε μείνει από το πρώτο μας σπίτι στη Βαρκελώνη, και κατά τη διάρκεια των τόσων μετακινήσεων μας στη Γαλλία με παρηγορούσε κάθε βράδυ. Πλέον, χωρίς το μαξιλάρι μου, ερχόμουν αντιμέτωπη με τη νέα μου ζωή, σε μια νέα ήπειρο. χωρίς κανένα ενθύμιο από τα παλιά, μόνο με τις αναμνήσεις μου και τη μητέρα μου».

⇒ Υπήρξε κάποιος άνθρωπος που συναντήσατε τυχαία και σας σημάδεψε; 

«Στο πλαίσιο μιας διάλεξης στην Αργεντινή, επισκέφτηκα το βορειοδυτικό μέρος της χώρας, στους πρόποδες των Άνδεων, και εντυπωσιάστηκα από το μαγευτικό τοπίο. Θέλοντας να μάθω περισσότερα σχετικά με την περιοχή, έπεσα πάνω στον συγγραφέα Héctor Tizón. Βρήκα τα έργα του σχετικά με την απομονωμένη αυτή περιοχή και τους ανθρώπους της τόσο πλήρη και συναρπαστικά, που ξεκίνησα να τα μεταφράζω. Αυτή ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία. Επίσης, η εξάσκηση στη μετάφραση των ποιητικών και βαθιά αληθινών νοημάτων του Tizón με έκανε να αντιληφθώ ακόμη περισσότερο τη χρήση της γλώσσας και τη σύνδεσή της με την έννοια της ταυτότητας. Τέλος,  άνοιξε τον δρόμο και για μένα, ώστε να ξεκινήσω να γράφω».

⇒ Στο βιβλίο σας επιλέγετε να εστιάσετε σε όλα εκείνα που ενώνουν τους λαούς και όχι σ’ εκείνα που τους χωρίζουν. Ποια είναι αυτά και τι κάνει κάποιους ανθρώπους να τα ξεχνούν;

«Μας ενώνουν οι κοινές ανάγκες και φιλοδοξίες. Όλοι βιώνουμε την αγάπη, την πείνα, τον πόνο και την παρηγοριά, τη χαρά και τη θλίψη. Μερικοί άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων αντιλαμβάνονται εσφαλμένα τη σπουδαιότητα του να αγαπάς τη χώρα σου ή να υποστηρίζεις κάποια ιδεολογία. Τα θεωρούν ανώτερα από αντίστοιχα άλλων ομάδων, και γι’ αυτά μπορούν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Αυτή η αίσθηση της “ενότητας” και της ψεύτικης  ασφάλειας που τους παρέχει η εκάστοτε ομάδα, ενισχύεται από την “ύπαρξη” του κοινού εχθρού. Όλο αυτό καταλήγει να γίνεται εμμονικό, τυφλώνοντάς τους και παγιδεύοντάς τους, μη μπορώντας να δουν την πραγματικότητα των όσων μας ενώνουν ως ανθρωπότητα. Βλέπουν τις διαφορές στις κουλτούρες μας ως “λάθος”, αντί να δουν τα κοινά σημεία και το πόσα μπορούν να μάθουν από αυτές».

⇒ Πώς αποφασίσατε να αγοράσετε σπίτι στη Σέριφο; Τι σας αρέσει στο νησί; 

«Ερωτεύτηκα την Ελλάδα από την πρώτη κιόλας επίσκεψή μου, καθώς επέστρεφα στην Ευρώπη από τη Νέα Ζηλανδία, στα είκοσί μου. Ταξίδεψα στην Πελοπόννησο, συγκλονίστηκα από τη μαγεία των Δελφών, ενθουσιάστηκα από την Ύδρα, την Κρήτη και τη Μύκονο, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα επέστρεφα. Λίγο πριν συνταξιοδοτηθώ από τη θέση μου ως γιατρός σε νοσοκομείο του Λονδίνου, θυμήθηκα αυτήν την υπόσχεση  και αποφάσισα να μελετήσω τα ελληνικά νησιά. Η Σέριφος είχε αυτή την ομορφιά και την απλότητα στον τρόπο ζωής –ερχόταν σε αντίθεση με τη δική μου δύσκολη– την οποία επιζητούσα. Βρήκα το σπίτι μου, το έχτισα ξανά από την αρχή, από τα ερείπια τριών μικρών κατοικιών στο Κάστρο, έφερα τα πράγματά μου την επόμενη άνοιξη και πέντε χρόνια έμενα εκεί έξι μήνες τον χρόνο. Έκανα φίλους ζωής στο νησί. Γράφω, διαβάζω, κολυμπώ, ακούω μουσική, και μου αρέσει η θέα των βράχων, της θάλασσας και του ουρανού. Είναι το μάννα της ψυχής».

Ένα ατελείωτο ταξίδι…

Η Μίριαμ Φρανκ γεννήθηκε στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, έζησε τα πρώτα της χρόνια στη Γαλλία, υπό το καθεστώς του Βισύ, και έλαβε την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της στο Μεξικό. Μετακόμισε στη Νέα Ζηλανδία, όπου ολοκλήρωσε το σχολείο και έπειτα σπούδασε Ιατρική. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Αναισθησιολογία (London Felloship), ενώ διορίστηκε Ανώτερη Λέκτορας και Σύμβουλος στο Royal London Hospital.

Στη διάρκεια κάποιων διαλέξεων στην Αργεντινή, ανακάλυψε τα έργα του συγγραφέα Έκτορ Τισόν, τα οποία και άρχισε να μεταφράζει. Παντρεύτηκε τον Γερμανό ζωγράφο Κόρτοκρακς, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.

Η πλοκή

Όταν, το 1941, σε ηλικία πέντε χρονών, η Μίριαμ επιβιβάζεται στο πλοίο Serpa Pinto με προορισμό το Μεξικό, δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι εκείνη και η μητέρα της, Κέτε, έχουν μόλις γλιτώσει από τις μαζικές συλλήψεις και τα στρατόπεδα εξόντωσης. Αφήνουν πίσω τους τον κόσμο των κομμουνιστών και των ναζί, των Ισπανών δημοκρατικών και των φασιστών, των Γάλλων συνεργατών, των μαχητών της αντίστασης και των Εβραίων προσφύγων. Πλησιάζοντας στην εφηβεία, η Μίριαμ βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, καθώς η Κέτε φεύγει με τα παιδιά της για τη Νέα Ζηλανδία. Στα δώδεκα χρόνια της, η Μίριαμ έχει αφήσει πίσω της δύο πολέμους και έχει ζήσει σε τρεις ηπείρους. Συνειδητοποιώντας σταδιακά τον τρόμο του Ολοκαυτώματος, αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική: η διατήρηση της ζωής και η ανακούφιση από τον πόνο βρίσκονται στο επίκεντρο. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και παντρεύεται τον Γερμανό ζωγράφο Κόρτοκρακς, ξεκινώντας ένα ακόμη συναρπαστικό κεφάλαιο στην περιπετειώδη ζωή της…

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα